Ερήσθω εν παρόδω εντός ερήμου
Εκείθεν στέκει όνος , απεγνωσμένα πειναλέων
Και διψάσας ένα βήμα προ τον χαμό
Ποίος θα εφροντίσει τον κακόμοιρο τον γερό
Ξεροκέφαλο κούτσουρο να εγλιτωσεί τον θάνατον
Για ένα καλό δεν ζούμε σ αυτόν τον κόσμο τον στραβό ;

Ήταν ερωτευμένος και χαμένος
Ένα κορμί από του καημού τον πόνο τσακισμένο
Τα τσαλίμια της γαιδουρίνας του σαλέψαν το νιονιό
Και στην τρέλα του απάνω άρπαξε γκαρίζοντας
Έναν εκ των αντεραστών τον πιο μεγάλο

Ήταν βλέπεις της διδακτικής των γαϊδουρινών επιστημών
Διάνοια ακμαία και τροφαντή
Και σαν άκουσε το γκάρισμα το πιο επικίνδυνο κι αιμοβόρο
Στους οφθαλμούς του κερατωμένου αντιπάλου
Ετρώμαξε πολύ και συνεκάλεσε συμβούλιο διδασκάλων
Της φημισμένης σχολής εκεί στου νότου την καυτή ζωή

Σιωπηρώς και άνευ δημοσιοποίησης εκθέσεως αιτιών
Στα μουλωχτά και πισώπλατα, κοντολογίς
Διέδωσαν φήμας με την μέθοδο της κουτσομπολίστικης παπαρολογικής
Στα στέκια των διανοουμένων και ευυπόληπτων γαϊδουριών
Όφειλαν να βγάλουν την ψωλήν του καθηγητού
Ακέραιας ηθικής, επικύρωση του δικαιώματος προτεραιότητας
Έναντι των υφιστάμενων στου μαντριού την τάξη την ιεραρχική

Και ο φίλος ο όνος ο μονογενής, δεν έλαβε καμία βαθμολογία
Περί διαγωγής από το συμβούλιο υψηλών ιδανικών γαμήλιας πρακτικής
Διεγράφη από τα καταστατικά της κοινότητος
Και τον εξαφάνισαν έτσι ώστε ακόμη και οι δήθεν φίλοι
Να μην ενεθυμούντο όνομα, ηλικία , ειδικοτης , ούτε καν την φάτσα του
Την τόσο θλιμμένη από της προδοσίας την αμείλικτη προσβολή

Αγαπητοί σύνεδροι, ομιλώ για το θεάρεστο έργο της γαϊδουροφιλίας
Πρόεδρε πας στα καλά σου; Αυτός είναι εντελώς τρελός
Γνωρίζει τ άπλυτα ολονών. Του τα ξεφούρνισε η λεγάμενη
Πάνω στης καύλας της τον καημό
Καταδικάζεται στην αιώνια πείνα και εις τόπο που δεν θα υπάρχει όαση με νερό

Στα τελευταία του ο βαρυποινίτης στρεφόμενος προς την θαλασσινή αύρα
ανέπνεε την υγρασία της και στον ορίζοντα
Εθώρειε δροσουλίτες με την λεγάμενη να γαμιέται
Με της κλίκας τον αρσενικό πληθυσμό.

Μωράκι μου, εσυ πλατσούριζες
Στην μπλαζ με μπικίνι και κοκτέιλ ακαπουκλο
Όταν ψηνόμουν στο κουζινάκι
Της καντίνας
Να τηγανίζω χαλαπένιος
Και σάλτσα κόκκινη πλαστικό αίμα
Για ντρέσινγκ στο αλάτι πηγμένο
Να ντερλικώνουν οι ρουφήχτρες
Για να πουλά η μανταμίτσα
Λίτρα την μπύρα κατρουλιό
Σ ανυποψίαστους τουρίστες
Δήθεν διψούσαν
Από του καύσωνα το κακό

Αγαπούλα μου, όταν άπλωνες την αρίδα σου
Στ ακρογιάλια
Και πετούσες βοτσαλάκια στα αφρισμένα κυματάκια
Μετρωντας πρόβατα στο ξύπνιο
Εγώ καιγόμουν στους πενήντα
Για τα σουβλάκια της Κατίνας
Και στο πηγάδι με το ξύδι
Έλουζα τα χέρια μου
Μαλάσσοντας τα σαπιοκρέατα
Στην μαρινάδα του αγύρτη

Γλυκιά μου καρδούλα , βαρεμένη
Με του μπαμπάκα τα φράγκα
Τσαχπίνικα ντυμένη
Όταν χτυπούσα δωδεκαριά
Και συ γυρνούσες με στραβάδια
Ξύπνησαν τ άγρια εντός μου
Κι έγινε το παραλήρημα του κόσμου
Μια μονάχα δα διπλή λεπίδα
Να σκίζω τον αέρα φέτες φέτες
Για το μήνυμα της αγάπης μου
Στου κάτω κόσμου τα τσακίδια

Τι ωραία που ξέχασες
Και την ζωούλα σου τακτοποίησες
Διδάκτωρ της επιτυχίας
Και στης ευτυχίας τα πανηγύρια
Ωωω, ζωή χαρισάμενη

Έγινες κυρία με κεφαλαία
Έγραψες βιβλία στοχαστικά
Και της διδαχής του πνεύματος
Των αρχαίων ημών προγόνων μας
Οφέλιμα

Τώρα πια έχεις γίνει ηθική
Μεγαλώνεις τα παιδάκια σου
Με τις αξίες της εγκρατούς ζωής
Και φροντίζεις τα σκυλάκια σου
Να μην κρυώσουν
Στην παγωνιά και στην βροχή

Ω εσυ ευγενεστάτη μορφή
Ξεπέρασες και την Παναγία των Πατησίων
Στην κοινωνική τιμή
Με το ταγιεράκι της συμφέρουσας συνταγής
Μαγειρεύεις λιχουδιές
Στων μειράκιων την αθώα ψυχή