«CABALLO VERDE PARA LA POESÍA: Το ποιητικό περιοδικό του Πάμπλο Νερούδα» (γράφει ο Στέργιος Ντέρτσας] [Α’ ΜΕΡΟΣ]

 

Από το δεύτερο τεύχος που κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, διαλέγουμε και μεταφράζουμε τα ποιήματα δύο κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του 27, του  Λουίς Θερνούδα και του Ραφαέλ Αλμπέρτι, ενώ θα ακολουθήσουν και δύο ποιήματα εκπροσώπων της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό:

 

 

Luis Cernuda (España, 1902-1963)

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ

 

Ταμπουρωμένος πάνω στο στήθος σου είμαι

Το από ευσεβή ψυχρή πέτρα

Κάτω από τα δειλινά σου μάτια

Ω, μητέρα αθάνατη.

 

Κιοτεμένη  ανασαίνει εντός σου η ζωή μου.

Ακούοντας στη ράθυμη  νυχτερινή απόσυρση

Ανάλαφρα να γλιστρούν τα πατήματα

Των νεαρών ημερών που μακραίνουν

Γλυκές και βαριές, στο βλέμμα,

Μ’  ένα ίδιο φως, συμπόνιας  και αμφισβήτησης•

Και τραβούν  πίσω τους σαν πολύχρωμος καπνός

Τα δημιουργημένα με  τη σκέψη μου όνειρα,

Τα τέκνα της λαχτάρας και της ελπίδας.

 

Τη  μοναξιά κατοίκησα με όντα καθ’ ομοίωσή μου

Σαν ένας ανιαρός θεός •

Τ’  αγάπησα εφόσον ήτανε όμορφα,

Τη συντροφιά μου έδωσα  όταν μ’ αγάπησαν

Και τώρα όπως εκείνος ο ίδιος ο θεός απομονωμένος είμαι.

Χωρίς αγκάθια κι ασπριδερός  όπως  άνθος κομμένο.

 

Ξεχνώντας με πάω  σε τούτο το ακαθόριστο σώμα

Ταϊσμένος από ανάλαφρα γρασίδια

Και τους λαμπερούς καρπούς της γης.

Το φτερωτό άρτο και οίνο .

Στη νυχτερινή μου κλίνη μονάχος.

 

Τέκνο του ιερού σου γάλατος

O λυγερόκορμος  λεβέντης

Χαρακώνει με πόδι αθώο

Την απόκρημνη  βουνοκορφή

Σώζοντας με το βλέμμα εντός σου

Την εύθραυστη δάφνη και το δολερό αγκάθι.

Τ’ αγαπημένου προσώπου αλαφρώνεις τις έκθαμβες ώρες

Της μοναξιάς του, όταν σε στάση ερημική

Το παράθυρο, πάνω στην ήρεμη φύση,

Κάτω από ένα φως αλαργινό,

Χαράζει μπροστά στα νεφελώδη μάτια του

Με ξανανιωμένη  πρασινωπή γοητεία

Το  ασταθές  αποτύπωμα της χαμένης του ευτυχίας.

 

Εσύ μας αντιγυρίζεις παρθένες τις  ώρες

Των περασμένων, δυνατές κάτω από τη σαγήνη

Της απέραντης ματιάς σου,

Σαν άθιχτος πολεμιστής

Στη δύναμή του γυμνός πίσω από την μπρούτζινη ασπίδα

Γαλήνιοι τραβάμε  κάτω από τις λευκές αψίδες του μέλλοντος.

 

 

Εκείνοι, οι θεοί, καμιά  φορά λησμονούν

Το  τραχύ  νήμα  των κοπιαστικών μας ημερών

Όμως εσύ, ουράνια δότρια απόκρυφη

Ποτέ δεν παίρνεις τα μάτια σου απ’ τα παιδιά σου

Τους άντρες, τους κυνηγημένους απ’  το κακό.

 

Ζούνε και πεθαίνουν στη μοναξιά τους οι ποιητές

Αντικαθιστώντας με  καθάρια  δάκρυα

Το σκονισμένο αλατόνερο

Και με  υψηλή απαστράπτουσα δόξα

Το φευγαλέο  βλέμμα του παραφουσκωμένου  άρχοντα,

Ενόσω τα ονόματα τους  ηχούν

Με τον αέρα στα βράχια

Μέσα από τον βλοσυρό ψίθυρο των ζοφερών χειμάρρων

Εκεί στους χώρους   όπου ο άνθρωπος

Ουδέποτε φύτεψε τα φυτά του.

 

Ποιος, πέρα από σένα, φροντίζει τις ζωές τους, τους δίνει δύναμη

Για να υψώσει το βλέμμα μέσα σε τόση μιζέρια

Στην ομορφιά χαμένοι τυφλά

Ποιος, πέρα από σένα, αιώνια ερωμένη και μάνα;

 

Άκου πως προελαύνουν  οι γενιές

Πάνω σε αυτήν την αλαργινή  μυστηριώδη γη•

Παρελαύνουν οι κυνηγημένοι άνθρωποι

Κάτω από τον άκαμπτο  ίσκιο των προγόνων

Και το κορμί εξουθενωμένο γέρνει

Πάνω στο ίδιο κρύο χνάρι

Μιας άλλης σάρκας κατακρημνισμένης στη λήθη.

 

 

Παλεύουμε για να στερεώσουμε τη λαχτάρα μας

Σαν να υπήρχε κάποιος , δυνατότερος από μας

Που έφερε στη μνήμη τη δική μας λησμονιά•

Γιατί γλυκό θα ‘ναι να πλημμυρίσεις

Σε μια τεράστια αγκαλιά.

Έχοντας γίνει ομίχλη και φως, νερό στην καταιγίδα•

Ευχάριστο πρέπει να  ‘ναι να εξαλειφτούν,

Μαραμένες στα χείλη οι παραληρηματικές φωνές.

Όμως ακόμη υπάρχει κάτι εντός μου που σε διεκδικεί

Μαζί με μένα προς  τα γήπεδα του θανάτου

Για να σιγήσει  ο φόβος ενώπιον της σκιάς.

 

 

Πού  ανθίζεις εσύ, σαν ακαθόριστη στεφάνη

Διογκωμένη  από το ευσεβές άρωμα που σου δίνει πνοή

Στο επίγειο πάντρεμα  με τους ανθρώπους ;

Δεν είσαι χολή ούτε πόνος, παρά αγάπη της ακατόρθωτης δικαιοσύνης.

Εσύ, των θεών η ανθρώπινη ενσυναίσθηση.

***********************

 

Rafael Alberti  (España, 1902-1999)

Ο ΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Πριν γίνω  ο ίδιος ή βρεθώ στο μουγκανητό

που τα γελαδίσια σπλάχνα συγκλονίζει

μες στον  αγέρα που το κέρας θρυμματίζει

και την ουρά αφήνει δίχως καν σφυγμό •

 

στο σκοτεινό το σπέρμα το λευτερωμένο

που στης γελάδας τα σωθικά  μοιράζει

τους παλμούς του αίματος  π’ ωριμάζει

το αγρίεμα απ’ το ταυρί, τ’ όχι ακόμη γεννημένο•

 

πριν να υπάρξω καν, πριν από  κάθε δεδομένο

μια στόχαση   κεντήσανε σκληρή

του κούτελου οι λόγχες  που δεν έχουν πεταχτεί :

 

 

Να ‘σαι οπλισμένος ίσκιος κόντρα σε φως  οπλισμένο

ποινή   θανατηφόρα καταπάνω στην ποινή,

στον πιο γενναίο απέναντι, αδάκρυστο ταυρί.

 

 

(1935)