Η πόλη ξυπνά

 

Η πόλη έχει ξυπνήσει.

Ξεχύνομαι στον δρόμο

τα σκουπίδια στη θέση τους

συνεπή στον αφανισμό τους.

Ανήσυχη πλησιάζω στο πάρκινγκ

το ποδήλατό μου εκεί,

το κοιτώ σαν νεογέννητο παιδί,

η σέλα, οι ρόδες… αρτιμελές

φύγαμε.

 

Οι δρόμοι λίγο καθαροί

από τουρίστες

που τις βερμούδες τους φορούν

ποτέ δεν αδειάζουν εντελώς,

φευγαλέα σκέψη

στον φίλο που αυτοκτόνησε.

 

Τα ίχνη από τη χθεσινή διαδήλωση

έχουν ήδη καθαριστεί

διαγραμμένα απ’ την πολιτική συνείδηση

υποψιασμένων και ανυποψίαστων περαστικών

σε κατιούσα πορεία

οι κεκτημένοι δρόμοι πολιτικής δράσης

παραδοσιακά ήθη κι έθιμα

που αναβιώνουν επετειακά

σε εθιμοτυπικές αναπαραστάσεις αρχείου.

 

Σε ανακωχή με τη νύχτα ακόμη μια φορά,

αγουροξυπνημένη η πόλη αντιμάχεται τον ύπνο

όσο ο ναρκισσισμός καραδοκεί για καγχάζουσα ματαιότητα.

Η πόλη έχει ξυπνήσει.

 

Χάρτινοι υπάλληλοι,

δημόσιοι,

δουλεύουν στα γραφεία τους,

εκτυπώνουν χαρτιά

ηλεκτρονικών αιτήσεων

υπομένοντας τον επιθανάτιο ρόγχο του σαββατοκύριακου

συμφιλιωμένοι με την εκποίηση της χαράς τους

εκτυπώνουν χαρτιά στα γραφεία τους.

Δευτέρα πρωί.

 

Οι τουρίστες

που τις βερμούδες τους φορούν

όσο πάει και πυκνώνουν,

παρατάσσονται σε σχηματισμό επέλασης

κατακλύζουν πεζοδρόμια,

πεζόδρομους και δρόμους

απροσπέλαστο το διάβα

στο κέντρο

που μουρμουρίζει, κορνάρει, μηρυκάζει,

βρυχάται νοερά, μα αμετανόητα

όπως κάθε πρωί.

 

Ένας γλάρος ακροπατά

στο πέτρινο κεφάλι

της υδρορροής.

Ατενίζει το πλήθος της πόλης

τεντώνεται και χάνεται πετώντας

αποδημεί για κάποια άλλη πόλη

ενώ το νέφος τον καταπίνει οριστικά.

 

*

 

Άγονα παρτέρια

 

Εγώ φυτρώνω σε σκοτεινά σοκάκια

κάτω από δέντρα χιλιετή

στη λάσπη, σε κινούμενη άμμο

σε ατμοσφαιρικές συνθήκες απόλυτης παρακμής

αβυσσαλέας αναβλητικότητας

κι άδειων ποτηριών από σαμπάνια

 

Τα στόματα αφρίζουν το κονίαμα

από ονειροφαντασίες

σε ρηχές γλάστρες

 

Εσύ γλείφεις ένα κουκούτσι

φτύνεις και δε μιλάς

ξύνεις τη ράχη σου

στη μυγδαλιά που φύτρωσε

εκεί που έχασες

ένα αμύγδαλο κάποτε

κοιτάς το  κενό

αγέλαστος και αμνήμων

 

Η δύση ρίζωσε και εμποδίζει την ανατολή

σκοτάδι σε σφαλιστό στόμα νεκρού

ξεδοντιασμένου γέρου

Μαύρα σκελετωμένα δέντρα

σε απανθρακωμένο από κερδοσκοπία δάσος

ο νόμος κυριαρχίας του πιο κακεντρεχή,

του πιο ανάλγητου, του πιο κακοήθη,

του ανελέητου

 

Με ερεβώδη άηχα ουρλιαχτά

ζητωκραυγάζω τον ξεπεσμό, την παραπληροφόρηση

την έλλειψη συντροφικότητας, τα πισώπλατα μαχαιρώματα,

την αποσιώπηση, την αναξιοκρατία

και την απουσία οράματος

 

Κι όλο πισωπατώ με τάσεις φυγής

ανάστροφα σε κυλιόμενο διάδρομο

 

*

 

Διάλογος με το προσωρινό

 

Πριν έρθει η ώρα για το πρόχειρο να γίνει τακτικό,

και τ’ άσπρο να γενεί χρωματιστό,

προσωρινά έτρεξα τρία τετράγωνα

απ’ το ηλεκτρονικό τετράδιο του ελεγκτή εισιτηρίων.

 

Και όση ώρα στο δωμάτιο ο φορητός ξεροκαταπίνει,

όχι για να καθαρίσει τη φωνή του,

μα γιατί το λαρύγγι του είναι ξερό

από κατάχρηση ματαιότητας,

το πόδι της καρέκλας κουτσαίνει

για να φτάσει ως τη βρύση που δεν λειτουργεί,

έσταξε, μέχρι που σιώπησε τελείως,

ώσπου να τη φτιάξουμε εμείς, οι επόμενοι, οι άλλοι…

σιώπησε,

αν και προσωρινά.

 

Και πριν ξανάρθει, άγνωστος, ο χρόνος,

κόλλησα στον τοίχο ένα σκίτσο

απ’ το κάθισμα του μπροστινού μου

στο αεροπλάνο.

 

Και τότε το προσωρινό ήταν που

έγινε μόνιμο.

 

*

Ξένα

 

 

Μας κατάπιε το εξωτερικό

και ύστερα μας έφτυσε

σανκακομασημένη τσίχλα

μας κόλλησε στον τοίχο

κι έγραψε δίπλα με μαρκαδόρο ανεξίτηλο:

‘’ο θάνατός μου είσαι εσύ’’

εσύ που δε σε γεύτηκα γιατί ήσουν μακριά

εσύ που σε ονειρεύτηκα αμέτρητες φορές τη νύχτα

 

Μας μάσησε η ξενιτιά,

μας μηρύκασε

κι έτσι μας χώνεψε αργά

σαν ημερήσιο γεύμα

σαν γεύμα που δεν φάγαμε

σε οικογενειακό τραπέζι,

σε φιλικό μας σπίτι

σαν σάντουιτς στο πόδι

ή σε βαγόνι του μετρό

πηγαίνοντας από τη μια δουλειά του ποδαριού στην άλλη

 

Μας γεύτηκαν τα ξένα

σαν γάργαρο νεράκι

για να μας μετατρέψουνε κατόπι

σε ουρικό οξύ μιας κάποιας αποχέτευσης

νερό που δεν κολύμπησε ο ήλιος ζωοδότης μας

νερό που δεν μας δρόσισε σε ηλιοστάσι θέρους

κάτω, στα κατατόπια μας τα γνώριμα

στα σκονισμένα μονοπάτια της φυγής

στου ήλιου τον ξενιτεμό

και στην ανάσταση

 

*

Μόνο ο δρόμος

 

Μόνο ο δρόμος θα μας σώσει

απ’ αυτή τη μοναξιά

ο δρόμος, ο αγώνας κι οι ιδέες μας

Κι όταν έρθουν άλλα χρόνια

πιο σκληρά

πάλι ο δρόμος θα μας βγάλει

απ’ τη μιζέρια μας

θα μας στύψει, θα μας ρίξει

θα σταθεί θριαμβευτής

να αγναντέψει τα συντρίμμια

αυτού που ήμασταν

Αλλά εμείς θα συνεχίζουμε

τις νύχτες

στον δρόμο επίμονα να τριγυρνάμε

μέσα στον λύθρο, στα λασπόνερα

από μάχες που τις χάσαμε

εκεί θα τσαλαβουτάμε

ζητιανεύοντας για δόξα

και παράσημα

μες στη σποδό

Πιστοί στον δρόμο

που τα φεγγάρια μας γεμίζει

παραμένουμε

κι από σοκάκι σε σοκάκι

ικετεύουμε

να τα ξεχάσουμε όλα

να μην έχουμε άλλο παρελθόν

κι άλλες μάχες που τις χάσαμε

άλλα αδειανά φεγγάρια

τις νύχτες

 

Όρθιοι περπατάμε

με λάβαρο αξίες και κατορθώματα

ιδιωτικά

και δρασκελάμε τα στενά, τις λεωφόρους

έξω από στέκια γνώριμα

κοντοστεκόμαστε

μα όσο κι αν καρτερούμε

τώρα κλειστά, τώρα αδιάφορα

κι έτσι χασομεράμε και μοιράζουμε

σ’ άσκοπες συντροφιές

την ώρα μας

Γιατί ο δρόμος δεν τελειώνει

μας συντροφεύει και μας ακολουθεί

σαν στήριγμα στον κάματο

της άδειας μας ρουτίνας

Εμπιστευόμαστε την τύχη μας

στα χέρια του

Όμως ο δρόμος

τίποτα δεν έχει πια για μας

μονάχα περιπλάνηση