ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Πριν σκοτωθώ, το ποίημά μ’ εγώ σκαρώνω.
Σιγά, συντρόφοι, μη μ’ ενοχλείτε και τελειώνω.

Φεύγουμε για το μέτωπο. Στο θάνατο όλοι κολλημένοι.
Αχ, ας μην μου ‘κλαιγε τόσο η αγαπημένη.

Εγώ θέλω να πάω. Και τι με νοιάζει.
Η μάνα κλαίει. Να ‘σουνα από πέτρα, να μη σε πειράζει.

Ο ήλιος δύει σιγά στον ουρανό.
Σύντομα θα με ρίξουν σ’ ήσυχο τάφο, ομαδικό.

Η Δύση τον ορίζοντα φλόγα τον έχει κάνει.
Σε δεκατρείς μέρες, ίσως να ‘χω πεθάνει.

*

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Χίλια αναβοσβήνουνε αστέρια στον καθαρό ουρανό.
Λάμπει το τοπίο. Αργά από λιβάδι μακρινό
οι διμοιρίες πλησιάζουνε βουβά.
Στέκεται ξεχασμένος, μόνο μιά φορά
νέος υπολοχαγός, παιδί ερωτευμένο.
Σέρνονται ξοπίσω οι αποσκευές, τρένο φορτωμένο.
Τα κάνει όλα πιο παράξενα το φεγγάρι τότε
κι οι οδηγοί φωνάζουν πότε-πότε:
Αλτ!

Ψηλά στο πιο ταλαντευόμενο καρότσι με φυσίγγια καθισμένος
σαν ένας μικρός φρύνος, ψιλοσκαλισμένος
από μαύρο ξύλο, τα χέρια σφιγμένα απαλά,
πίσω του το τουφέκι καμπουριάζει ελαφρά,
στο στόμα το στραβό ένα πούρο που καπνίζει,
τεμπέλης σαν καλόγηρος, σαν σκύλος που γρυλίζει
-σταγόνες βαλεριάνας έχει πιέσει στην καρδιά-
κάτω απ’ το κίτρινο φεγγάρι, γελοία σοβαρός, κοιτάει τρελά:
Ο Κούνο*.

* Λογοτεχνικό alter ego του ποιητή ο καμπούρης, αρρωστιάρης και δειλός Kuno Kohn εμφανίζεται στον ομώνυμο κύκλο ποιημάτων και κυρίως στα πεζά του ποιητή, όπου σατιρίζεται ο ίδιος αλλά και οι σύγχρονοι του εξπρεσιονιστές.

 

*

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Να ‘μουνα, λέει, στο δικό μου το κρεβάτι
ρούχο καθάριο, όπως παλιά,
να ‘χα ξυρίσει τη γενιάδα τη βαρβάτη,
να ΄χα χτενίσει τα μαλλιά.

Τα δάχτυλά μου καθαρά,
το ίδιο και τα νύχια,
να με φροντίζεις σιωπηρά,
γυναίκα μου εσύ μειλίχια.

*

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ

Ένθερμα ψάλλει η ομάδα, για πάρτη του ο καθένας:
Θέ μου, φύλαγε με απ΄την κακιά στιγμή,
Πάτερ, Υιέ και Άγιο Πνεύμα,
για να μη με πετύχουν οι οβίδες,
ούτε τα κτήνη, οι εχθροί μας
μη με πιάσουν, μ’ εκτελέσουν,
για να μη ψοφήσω σαν σκυλί
για τη γλυκιά πατρίδα.

Βλέπεις, θα ‘θελα να ζήσω λιγ’ ακόμα,
γελάδες ν’ αρμέγω, να καβαλάω κορίτσια
κι αυτον το μπάσταρδο, τον Σεπ, να τονε δέρνω,
να προλάβω να μεθύσω ξανά και ξανά
μέχρι το αίσιό μου τέλος.
Κοίτα, θα προσεύχομαι ευλαβικά και κάθε μέρα
ορεξάτα θ’ αραδιάζω μέχρι εφτά πατερημά,
αν εσύ, στην ευσπλαχνία σου Θεέ,
κάνα φίλο μου σκοτώσεις, τον Χούμπερ
η τον Μάϊερ, κι εμένα με γλιτώσεις.

Αλλά κι αν την πάθω τελικά,
μη μ’ αφήσεις να πληγωθώ στα σοβαρά.
Κάνα μικροτραυματισμό στο πόδι,
για να μπορώ σαν τον ήρωα να επιστρέψω,
που ‘χει κι αυτός κατιτί να διηγηθεί.

*

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ

Ήσυχος ο ουρανός, που πριν αστραποβόλα,
οι πυροβολητές γέρνουν δίπλα στα ολμοβόλα.

Τώρα στήνει τις σκηνές το πεζικό
κι αργά ανατέλλει το φεγγάρι το χλωμό.

Κόκκινα παντελόνια, στα κίτρινα χωράφια, σοδειά μόνη,
οι Φραντσέζοι, στάχτη από θάνατο και σκόνη.

Ανάμεσά τους σκύβουν Γερμανοί γιατροί και νοσοκόμοι.
Η μέρα σκοτεινιάζει, μα ο ήλιος της πιο κόκκινος ακόμη.

Αχνίζουν οι καντίνες. Καίγονται τα χωριά.
Σπασμένα καρότσια στου δρόμου την μεριά.

Λαχανιασμένοι ποδηλάτες ζεστοί και μαυρισμένοι
ξαποσταίνουν σ’εναν καμένο, ξύλινο φράχτη που απομένει.

Κι οι εντολοδόχοι ήδη βγήκαν ιππασία
από το Σύνταγμα ως την μεραρχία.

*

Η ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ

Πρώτα μιά φωτεινή, κοφτή τυμπανοκρουσία ως πέρα,
ένα μπαμ και μιά έκρηξη μεσ’ στη γαλάζια μέρα.

Σα να υψώνονται ρουκέτες, πιο μετά,
σε σιδερένιες ράγες. Φόβος και σιωπή μακριά.

Τότε ξάφνου καπνός και πτώση σε θέση μακρινή,
μια ηχώ παράξενη, σκληρή και σκοτεινή.

*

ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ SAARBURG

Το χώμα μουχλιάζει στην ομίχλη.
Πέφτει το βράδυ, μολύβι βαρύ.
Ξηλώνει ολόγυρα, τα πάντα στα δυό
υπόκωφα, μιά ηλεκτρική τριβή.

Σαν καπνισμένα παλιοκούρελα
τα χωριά, έχουν στον ορίζοντα στηθεί.
Κι εγώ πρηνής μέσ’ στο κροτάλισμα των όπλων
κι απ’ το Θεό έχω εγκαταλειφθεί.

Σμάρι μεταλλικά πουλιά να στροβιλίζουν
απειλώντας μου την καρδιά και το μυαλό.
Βυθίζομαι απότομα στο Γκρίζο
και προχωράω σταθερά στον Σκοτωμό.

 

**********************************************************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Ο εβραϊκής καταγωγής Άλφρεντ Λίχτενστάϊν (1889-1914) ήταν από τους πρώτους εξπρεσιονιστές ποιητές που έπεσαν θύματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πασιφιστής και πεσιμιστής, δεν καλωσόρισε την επιστράτευση από την αρχή, αντίθετα με πολλούς άλλους συγχρονους του. Το ποίημα Προσευχή πριν τη σφαγή δείχνει μιά χαρακτηριστικά κυνική αντιμετώπιση υλικού που συνήθως συνδέεται με υπέρμετρη συναισθηματικότητα και πατριωτισμό.
Σατιρική, ουσιαστικά, φύση κληρονομεί από τους πρώιμους εξπρεσιονιστές την ενασχόληση με το γκροτέσκο, την χαλάρωση της φόρμας με πεζολογικά στοιχεία και την παρεμβολή μιας ομοιοκαταληξίας συχνά παράταιρης και απαξιωτικής. Ο Λιχτενστάϊν συνειδητά προσγείωσε ακόμα περισσότερο τον λυρισμό και την λογοτεχνικότητα, με αποτέλεσμα να παρεξηγείται συχνά από την κριτική της εποχής.
Τα ποιήματα αυτού του κύκλου στάλθηκαν σε φίλους για δημοσίευση, από το μέτωπο, λίγο πριν σκοτωθεί ο ποιητής στις 25 Σεπτεμβρίου 2014. Οι πρώιμοι εξπρεσιονιστες αποτελούν μία χαρακτηριστικά χαμένη γενιά – το ενα τρίτο, σχεδόν, είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους σε νεαρή ηλικία.