Πρόλογος

 

Κι ἂν πλέον ἀνιαρὴ τυγχάνει

λακωνικὴ ἡ φλυαρία,

δὲν τύπτομαι ποὺ φλυαρῶ

τοιουτοτρόπως.

Κανεὶς ποτὲ δὲν πέθανε

ἀπὸ δάγκωμα στίχου

καὶ δὴ λακωνικοῦ.

 

Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ  Σημεῖα κι Ἐπιφάνειες, 1986

 

 

*****

 

 

Βάσανο ποὺ

νὰ μὲ λυπᾶται ὁ Προμηθέας.

Κάθε φορὰ ποὺ ἀποχτῶ

δική μου γλώσσα

τὴν καταπίνω

θεληματικά.

 

Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ  Τὸ μέτωπο, 1992

 

 

*****

 

 

Κατηγοροῦνται οἱ ποιητὲς

ὅτι γράφουν

σὲ δωμάτια κλειστά.

Ὅμως ἀρχίζουν τοὺς τοίχους

ἀπ’ τὰ παράθυρα,

τοῦ τραπεζιοῦ τὸ μαστόρεμα

ἀπ’ τὸ γλυκὸ νεραντζάκι,

λιώνουν τὶς πόρτες σιγὰ σιγὰ

καὶ φωτίζονται,

μπαίνει μέσα λειτουργικὰ

ὁ δομήτορας κῆπος.

 

***

 

Κι ἐσὺ τί θέλεις, ποιητή, κι ὀλίγον στιχουργεῖς,

ἀφοῦ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δισκογραφηθεῖς.

Πιάνεις τὰ σουξεδάκια στὸν ἀέρα σὰν πουλιά,

ἀλλὰ τ’ ἀφήνεις καὶ γυρίζουν στὴ φωλιά.

Σὰν κέρματα Λυκούργου οἱ λέξεις σου βαριές,

γι’ αὐτὸ πληρώνεις μὲ αἷμα ὅ,τι λές.

 

 

***

 

Κι αὐτὸ τὸ ποίημα

μιὰ τρύπα ἀκόμα.

Ἴσως μιὰ τρύπα στὸ νερὸ

ἴσως κουμπότρυπα

σὲ παλτὸ ρακοσυλλέκτη.

Τρέχα γύρευε τώρα

γιὰ κουμπιά.

Τὸ ἕνα ριγμένο στὸ παγκάρι πονηρὰ

ἀντὶ γιὰ κέρμα

τὸ ἄλλο ἐνθύμημα νεότητος

σὲ γέρικο βελοῦδο

τὸ ἄλλο ἄθυρμα σὲ χέρι παιδικὸ

αὐτό, αὐτὸ τὸ αὐτοσχέδιο κέρμα

θαρρεῖ τὸν κόσμο παίζει

κορώνα-γράμματα.

 

***

 

Πικραμένα ποιήματα

σωριασμένες πέτρες

γιὰ χτίσιμο ἤ γιὰ λιθοβολισμὸ

ἀδιάφορο,

βγάζει γλώσσα

αὐτὸς ὁ παράλογος κόσμος.

— Μάζεψ’ τα, τώρα, δάσκαλε,

ἄχ, βρὲ Κούγκια,

πῶς νὰ στεριώσετε; —

Τομάρια ποὺ δὲ φτουρᾶνε

οὔτε γι’ ἀσκιὰ

γίγαντες κατακυριεύουν

μὲ σιδερένιες ὁπλές,

ὑπερμεγέθεις, κούφιοι, πήλινοι

μὲ σιδερένιες ὁπλὲς

πήλινοι κατακυριεύουν.

 

Ἂχ καὶ νὰ παῖζαν ἀμάδες

ὅλου τοῦ κόσμου τὰ παιδιά,

ἀμάδες πρὸς πᾶσα κατεύθυνση

στοχευμένα καὶ μὴ

στοχευμένα

ὅλου τοῦ κόσμου τὰ παιδιά.

 

Σωριασμένα ποιήματα

πικραμένες πέτρες

—τρέχα γύρευε τώρα

γιὰ παιδιά—.

 

 

***

 

Καὶ γύρισα καθημαγμένη

παρασημαντικὴ

σ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ

μὲ χαραγμένα ἰσοκρατήματα

σ’ ἕναν στεντόρειο θρῆνο

καὶ τὸ φιλὶ ἀνοίκειο τώρα

ντροπαλὸ

ἠχεῖ παράταιρα

μὲς στὴν κραυγὴ τοῦ κόσμου.

 

 

Σπάρτη, 21-3-2006,

Ἰσημερία, «Ἡμέρα Ποίησης»

 

 

Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ  Μαθητεία, 2013

 

 

*****

 

Ἀρχεῖο Νικηφόρου Βρεττάκου

 

 

Ἐπιστροφὴ

στὸ σπίτι ποίημα.

Ἄλλοι τὸ λὲν Ἀρχεῖο.

Ξεμπερδεύουν.

Ἀλλοι ἀποδελτιώνουν προσεκτικά.

Ἄλλοι, μὲ τὸ δελτίο,

ἀγοράζουν Ταΰγετο.

 

Ἀνεπαισθήτως,

ἕνα παιδὶ τρυπώνει

μὲ τὸ φῶς.

Ἀνοίγει τὰ παράθυρα

στὶς παλιὲς φωτογραφίες

ψάχνει

μελλοντικὰ ποιήματα

 

κι ἔτσι

δὲ νυχτώνει ποτέ.

 

Σπάρτη, Βιβλιοθήκη, 14-12-2015

 

 

(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικὸ τὸ κοράλλι, τεῦχος 10, 2016)

 

 

 

****

 

Ἡμέρα Ποίησης τοῦ 2017

 

 

Εἶπα στ’ ἀλήθεια νὰ γιορτάσω

τὴ μέρα τούτη σιωπηλὰ

σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ ξαναπιάσω

χαρτὶ ποὺ δίπλωσα δειλά.

 

Μονάχο νὰ τοῦ γράψω γράμμα

μὲ τὸ κεράκι ἀναφτὸ

σὰν ἑκατόχρονο ἕνα τάμα

δάκρυ καὶ στάλαμα καυτό.

 

Πικρό μου ὠμέγα, πρὶν χωνέψεις

μὲς στὴν ὑδρόγεια τὴν κραυγή,

εὐχούλα γίνε νὰ γυρέψεις

στὸν κόσμο ἡ ἄνοιξη νὰ βγεῖ…

 

 

 

(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικὸ παρέμβαση, τεῦχος 186, Χειμὼν 2017)

 

*****

 

 

Ἡ Ποίηση

 

Σὰν ρίμα τοῦ Καβάφη

κόκκινα χείλη βάφει

μὲ αἴνιγμα στὴν ἄκρη

τῆς Ἀλεξάνδρειας δάκρυ.

 

Τοῦ Εὐριπίδη Ἑλένη

τὸν μύθο ὑπομένει

ξορκίζει αἰώνια Τροία

μ’ ἕναν συρτὸ στὰ τρία.

 

 

Σπάρτη, Ἡμέρα Ποίησης τοῦ 2021

 

(ἀδημοσίευτο)