“Η αυταπάτη μέσα στον μετανεωτερισμό και διαμέσου αυτού”

 

Διαβάζοντας τον τίτλο της συλλογής, μου ήρθε στο μυαλό ένα παλαιότερό μου ανάγνωσμα, Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας, του Τέρυ Ίγκλετον (Καστανιώτης 2003), ενός διανοούμενου που άσκησε κριτική στο εν λόγω ρεύμα, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες του μαρξισμού (και όχι μόνο). Νομίζω, είτε έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο ο ποιητής είτε όχι, ότι εναρμονίζεται με το γενικότερο πνεύμα του. Ο Ίγκλετον εμπλέκει την κατάρρευση των αριστερών ιδεών και τη στροφή από το συλλογικό όραμα της «μεγάλης αφήγησης» του μαρξισμού, που ήταν κραταιό στο μεγαλύτερο μέρος του το εικοστού αιώνα, με τις ρευστές ατομιστικές μεταμοντερνιστικές αντιλήψεις περί υποκειμένου, κριτικής λογοτεχνίας και ιστορίας και τη σχετικότητα της αλήθειας, βρίσκοντας μέσα σε αυτές και σπέρματα του ιδεαλισμού. Θεωρεί ότι το ρεύμα αυτό είναι άμεση αντανάκλαση της ολοκληρωτικής επικράτησης του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού στην κοινωνία και κατά συνέπεια στην αποτύπωσή τους στη λογοτεχνία. Ο ποιητής, με τον τίτλο και το περιεχόμενο του βιβλίου, μοιάζει να εννοεί γενικότερα τις μεταμοντέρνες κοινωνίες και όχι το λογοτεχνικό ρεύμα του μεταμοντερνισμού, παρ’ όλο που οι έννοιες αυτές σχετίζονται.
Συνέπεια αυτών στα οποία αναφέρεται ο Ίγκλετον, είναι στην Ελλάδα, στο χώρο της ποίησης, «η γενιά του ιδιωτικού οράματος», όπως ονόμασε τη γενιά του ογδόντα ο Ηλίας Κεφάλας, από την οποία ο Παπαδόπουλος διαφοροποιείται μερικώς, καθώς τα θέματά του αγγίζουν τόσο την ατομική εκπλήρωση όσο και πιο κοινωνικά ιδανικά. Άλλωστε ο ποιητής θα πρέπει να καταταχτεί σε μετέπειτα γενιά, μια και είναι νεότερος. Από εκεί πηγάζει και ο τίτλος της συλλογής, που νομίζω όμως ότι μέσα στο στέλεχός της παίρνει διττή έννοια, καθώς σαφώς αποκηρύσσεται η μετανεωτερική «λογική», αλλά από την άλλη χρησιμοποιούνται και κάποιες μεταμοντέρνες τεχνικές γραφής. Έτσι, μετατρέπει σε ποίηση αγοραίες αποτυπώσεις (π.χ. ολόκληρο το ποίημα η «Σιωπή», σ.36), καταργώντας τα στεγανά μεταξύ «ανώτερης» και «λαϊκής» τέχνης, κάτι που κάνουν και οι μεταμοντερνιστές. Τέτοιες εκφράσεις υπάρχουν διάχυτες στη συλλογή. Παραθέτω μερικές: «πνίγω την έλλειψη σ’ ένα μπουκάλι ρούμι» (σ.27), «Οροί σε σκληρό ροκ» (σ.34), «Εσείς ποιητά, που νιώθετε διάσημος/ θέλετε λίγο μπέιμπι όιλ/ στα γραπτά σας» (σ.35). Αυτή τη νοοτροπία εκφράζουν και οι στίχοι «Ψάχνω να με βρω/ σ’ εκείνους τους παράξενους μποέμ/ που φιλοσοφούν/ δίπλα στης πόλης τα σκουπίδια» (σ.11). Έτσι χρησιμοποιεί κάποιες από τις τεχνικές του ρεύματος για να στραφεί ιδεολογικά εναντίων του, αυτοσαρκάζοντας, εκούσια ή ακούσια, τον ίδιο το τίτλο και το εγχείρημα της συλλογής, εντοπίζοντας εντός του την αυταπάτη. Καταργεί έτσι τα σύνορα της μεταμοντερνιστικής και της μη μεταμοντερνιστικής γραφής.
Η βασική όμως ιδέα, στην οποία στηρίζεται η γραφή του, είναι η εναντίωση στον μεταμοντέρνο κόσμο και ακόμα και η παραπάνω τεχνική, σε ιδεολογικό επίπεδο, τελικά χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτό θα είναι το χαρακτηριστικό της γενιάς του, μια και οι τάσεις, που γενικότερα αναγινώσκω στη νεότερη ποίηση, είναι μικτές και ίσως γέρνουν περισσότερο προς ατομιστικά ιδεαλιστικά πρότυπα, όπως η βίωση του απόλυτου έρωτα και η εναγώνια προσπάθεια προσέγγισης του ιδανικού της ποιήσεως. Αλλά ας επιστρέψουμε στον ποιητή μας. Η εναντίωσή του στη σύγχρονη κοινωνία της διαφήμισης («Διαφήμιση», σ.28) και στη βιομηχανία της κουλτούρας («Μέιμπι όιλ», σ.35), οι αριστερές ιδέες με τις οποίες αντιμετωπίζει την καπιταλιστική τεχνολογική ανάπτυξη και την καταπίεση των εργατών («Επιπτώσεις», σ.26), οι δημοκρατικές του διαμαρτυρίες και το αγωνιστικό του προφίλ («Παύλος Φύσσας», σ.42) και οι οικολογικές φιλοζωικές του θέσεις («Ο θρήνος του ταύρου», σ.24) είναι τα πιο τρανταχτά παραδείγματα που τον εντάσσουν ενάντια στη μεταμοντέρνα κοινωνία. Δεν επιστρέφει όμως στους μοντερνιστικούς πειραματισμούς.
Η γλώσσα και οι εκφράσεις του είναι λιτές και άμεσες και απευθύνονται διεισδυτικά στον αναγνώστη, χωρίς τεχνοτροπισμούς, φιοριτούρες και φτιασίδια, άλλοτε με ρεαλισμό και άλλοτε χρησιμοποιώντας μεταφορές νοημάτων με την αξιοποίηση φαινομενικά παράδοξων «αφηγήσεων» (για παράδειγμα το «Δίχως πρόσωπο», σ.25). Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι αντικρίζει τη διαφήμιση ουσιοκρατικά, χωρίς την αυταπάτη των μεταμοντερνιστών, που θεωρούν ότι μπορεί να αποτελέσει μορφή τέχνης, καθώς εστιάζει στη λειτουργία της, η οποία καθορίζει τη φύση της. Μας λέει ότι ο στόχος της είναι να εξαπατήσει τον αποδέκτη και αυτό την καθορίζει («Τεράστια διαφήμιση/ το βλέμμα μαγνητίζει./ Σαστίζει ο νους/ μπερδεύεται/ κι άλογες σκέψεις κάνει.», «Διαφήμιση», σ.28).
Ένα άλλο στοιχείο της θεματολογίας της συλλογής είναι η υπαρξιακή αναζήτηση και η εναγώνια προσπάθεια του υποκειμένου να εκφραστεί μέσω της ποιήσεως (π.χ. «Αναζήτηση», σ.11). Συχνά διακρίνεται μια αυτοειρωνία, η οποία αναδεικνύει ένα ποιητικό «εγώ», που βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση και οι ανασφάλειές του το βοηθούν να προάγει την τέχνη του. Κινείται μέσα στο ίδιο το «λάθος» του και το κάνει καλλιτέχνημα. Αναζητά έτσι τον έρωτα, την έμπνευση, το δίκιο και τα όνειρα. Είναι ένα συνειδητά δρον υποκείμενο (Γι’ αυτό/ όσο τουλάχιστον θα ζεις/ πρόσεχε/ μήπως σε βρούνε ξαπλωμένο.», «Σήψη», σ.23).
Νομίζω όμως ότι δεν θα μπορούσε να γραφτεί κριτική για τη συλλογή χωρίς να αναφερθεί το καθοριστικό στοιχείο της ειρωνείας, ενώ συχνά συνδυάζεται και με τη διακωμώδηση. Αυτή διαβρώνει την κοινωνική σαπίλα και τις προσωπικές αυταπάτες, αποκαλύπτοντας την αλήθεια (που δεν είναι σχετική, ακόμα και όταν είναι ακαθόριστη).
Η ποίηση αυτή έχει να πει πολλά. Ποτέ δεν στερείται ιδεών και νοημάτων και η ανάπτυξή της θα μπορούσε να κατασκευάσει πολυσέλιδα δοκίμια. Ο κόσμος μας, με τις αστάθειες, τη συμφεροντολογία, τις διαφημίσεις, τη ρητορικά ισοπεδωτική του υποκειμενικότητα, την εγκατάλειψη των αξιών μπροστά στα υλικά αγαθά, ξεγυμνώνεται με ποιητική απλότητα και καταρρέει μπροστά στον σκεπτικισμό που γεννούν αυτά τα μικρά ειρωνικά ποιήματα. Οι ενότητες «έμπνευση», «σήψη» και «παρακμή», με τα δικά τους συναισθηματικά στοιχεία, συνεισφέρουν σε αυτήν την αμφισβήτηση, χωρίς συνθηματολογίες και μεγαλοστομίες. Απευθύνονται ταυτόχρονα στο θυμικό και στο λογικό κομμάτι του αναγνώστη και η μίξη αυτή είναι πολύ πετυχημένη και αποτελεσματική.
Συνοψίζοντας, η συλλογή κινείται μεταξύ της αναζήτησης της ατομικής εκπλήρωσης και κοινωνικών ιδανικών, κατακρίνοντας τη μετανεωτερική εποχή μας, αλλά χρησιμοποιώντας και κάποιες μεταμοντέρνες τεχνικές γραφής ως εργαλεία για να εκφραστεί.