θα με δικάσει
Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι
μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό
τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά
κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι
μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά
ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
το χάρο να φοράει θαλασσιά
*
Δεν ησυχάζουν οι νεκροί
Το σπίτι αυτό το ιερό
τό `χει η μιζέρια χαντακώσει.
Οι προσβολές το τσάκισαν
τα ξένα χέρια ισοπεδώσει.
Το σπίτι αυτό!
Κι ο Μεγαλέξαντρος αργεί
αργεί και πότε θά `ρθει
δεν ησυχάζουν οι νεκροί
κάτω απ’ το χώμα κι άλλο Μάρτη.
Το σπίτι αυτό θέλει δουλειά
πρέπει ν’ αλλάξει κεραμίδια.
Μα ποιος θ’ ανάψει μια φωτιά
να κάψει τώρα όλα τα σκουπίδια.
Το σπίτι αυτό!
*
Ο Αη λαός
Τα παιδιά μας εγίναν πετρώματα
πολιτείες θαμμένες και μάρμαρα
αεράκι που φέρνει αρώματα
μες στα χρόνια που έρχονται βάρβαρα.
Ρίξε Απρίλη δυο νερά
φέξε και συ φεγγάρι
άνοιξε γη να ξαναβγεί
το μέγα άνθος της φυλής
εκδίκηση να πάρει.
Τα παιδιά μας περνούν ψιθυρίζοντας
ποταμός μες στις πέτρες υπόγειος
ένας λίβας που καίει σφυρίζοντας
και γεμίζει με αίμα η Μεσόγειος.
*
Περαστικός κι αμίλητος
Ο δείχτης έδειχνε οχτώ
στου κόσμου το ρολόι
τα μάτια σου τα σκοτεινά
γεμάτα με παράπονα
στο χείλι σου τʼ αφίλητο
βαρύ το μοιρολόι.
Περαστικός κι αμίλητος
κι απ’ τη ζωή φευγάτος
ή ο Θεός θα ‘ν’ άδικος
ή θα ʽν’ ο κόσμος σκάρτος.
Περπάτησα, περπάτησα
μα πώς να σταματήσω
οι δρόμοι μαγικές κλωστές
έχουν τις βόλτες τους κλειστές
σε σένανε με φέρνουνε
και με γυρίζουν πίσω.
*
Μη βάζεις στο ηλεκτρόφωνο
Ο δρόμος έχει μια στροφή
πιο κάτω μια πλατεία
φωνάζουν τα μεγάφωνα
βραχνά μα και παράφωνα
σ’ αυτή την πολιτεία.
Μη βάζεις στο ηλεκτρόφωνο
τραγούδια που να κλαίνε
είναι τ’ Αυγούστου η φωτιά
και την αγάπη καίνε.
Τα χέρια πλένω με νερό
μ’ αργούν να καθαρίσουν
ας είχε ο κόσμος μιαν αυλή
να τραγουδούσε ένα πουλί
κι εμένα ν’ αγαπήσουν.
*
Μια φορά
Μέσα στ’ Απρίλη τη δροσιά
του Μάη την καλοκαιριά
φεύγεις εσύ κι είν’ η ζωή
έρημη αυλή μες στη βροχή.
Μια φορά μού ’χες πει:
“Θα φύγουμ’ αν αλλάξει ο καιρός”.
Τώρα πια στο χαρτί
καράβια ζωγραφίζω μοναχή.
Να ’μουν αγέρι βραδινό
στους κήπους μέσα να σε βρω
για να σου πω πως δεν μπορώ
έρημη και μόνη μου να ζω.
*
Μνήμη της πέτρας
Μνήμη της πέτρας και σώμα της βροχής
και σκοπευτήρια μιας άλλης εποχής
όλα φτηνά κι απ’ όλους ξεχασμένα
έτσι απλά, γιατ’ είναι περασμένα.
Μα τώρα πού `ρχονται σκληρές κακοκαιριές
και ψάχνουμε λιμάνια να κρυφτούμε
έτσι απλά, σκοτώνοντας τις μουσικές
τον κίνδυνο που φτάνει δεν ακούμε.
Δάκρυ του πεύκου και αίμα της πληγής
κι άσπρα δωμάτια μιας άδειας φυλακής
όλα φτηνά κι απ’ όλους ξεχασμένα
έτσι απλά, γιατ’ είναι περασμένα.
*
Τα μέταλλα και τα χαρτιά
Τα μέταλλα και τα χαρτιά
αυτό που λέμε χρήμα
ποτέ δεν υπολόγισα
γιατί είμαι μια αρχόντισσα
κι ουδέποτε με κάλεσαν
για ανάκριση στο τμήμα
Το σώμα μου το έδινα
στον άξιο εραστή μου
αυτό ήταν το πάθος μου
αυτό και η ψυχή μου
κι αν έζησα ελεύθερη
τη μίζερη ζωή μου
αυτό είχα για ταυτότητα
αυτό και για τιμή μου
Τ’ ακίνητα κι οι μετοχές
κι όσα μας παγιδεύουν
εγώ πάντα τα’ αγνόησα
γιατί σωστά εννόησα
κι ουδέποτε υπέκυψα
σ’ αυτούς που μας δουλεύουν
*
Το παιδί από τον Κρήτη
Το παιδί από την Κρήτη
που το λέγανε Κοσμά
το δικάσανε μια Τρίτη
σε ισόβια δεσμά.
Κι ήταν κρύο το φεγγάρι,
κρύο αλουμίνιο,
σαν τα βράδια του Γενάρη
πάνω από τ’ Αγρίνιο.
Στο ποτήρι το κρασί του
έμεινε ατελείωτο,
του ’καναν τα χρόνια χιόνια
και το βίο αβίωτο.
Παραπεταμένος είσαι,
μάγκα μου, σε μια γωνιά,
γεια σου, κόσμε σιδερένιε,
γεια σου, χάλκινε ντουνιά.
Έγραφε σε κάθε τοίχο:
“Άλλο ένα τετράμηνο,
να ’σουνα, ζωή, βροχούλα,
να ’μουνα κυκλάμινο.”
Θάνατος μες στο κορμί του
έφτασε ανοιξιάτικα
και χτυπούσαν οι καμπάνες
σαν τρελές νυχτιάτικα.
*
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
Στους βράχους κρεμασμένος
Ο ήλιος εσταμάτησε
Βαρύς και κουρασμένος
Και στον στρατώνα
Μες στο χειμώνα
Και στο βαρδάρη
Πιάνουνε την άκρη
Και κλαιν’ με δάκρυ
Κάτι φαντάροι
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
Στον πιο μεγάλο βράχο
Ένα φεγγάρι στάθηκε
Αμίλητο μονάχο
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
Σαν το πουλί πιασμένο
Ένα φεγγάρι στάθηκε
Βαρύ και κουρασμένο
Και στον στρατώνα
Μες στον χειμώνα
Κλείνει το στόμα
Ένας στρατιώτης
Παλιός στρατιώτης
Και κλαίει ακόμα
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
Την ώρα που βραδιάζει
Ένα πουλί μαύρο πουλί
Σαν άνθρωπος στενάζει
Τι να λέμε τώρα Μέγας ο Μιχάλης!
Και πως να φέξει
μες στου Μπουρμπούλη τις κραυγές,
όποιος αντέξει!
Αλλάξανε οι εποχές…
Αξέχαστος ο Δάσκαλο μου