ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

`

 

Μοιάζεις σαν να ’χεις παραλάβει κιόλας το ξίφος σου και
να γυρίζεις από τις ασκήσεις». Και κοίταξε τον εξάδελφό του από το
πλάι.
Ο Γιοάχιμ ήταν ψηλότερος και πιο ευρύστερνος από τον ίδιο,
πρότυπο της νεανικής ρώμης και σαν πλασμένος για στολή. Ο τύπος
του ήταν πολύ μελαχρινός, από εκείνους που δεν βγάζει σπάνια η
ξανθιά του πατρίδα, και η έτσι ή αλλιώς σκουρόχρωμη επιδερμίδα
του είχε γίνει σχεδόν μπρούντζινη από το κάψιμο του ήλιου. Με τα
μεγάλα μαύρα μάτια του και το μικρό σκούρο μουστάκι πάνω από το
γεμάτο, καλογραμμένο στόμα θα ήταν σχεδόν ωραίος αν δεν είχε
πεταχτά αυτιά. Ήταν ο μεγάλος του καημός και ο μοναδικός πόνος
στη ζωή του μέχρι κάποια στιγμή. Τώρα είχε άλλες έγνοιες. Ο Χανς
Κάστορπ συνέχισε:
«Θα κατέβεις μαζί μου, έτσι; Δεν βλέπω κανένα εμπόδιο».
«Μαζί σου;» ρώτησε ο εξάδελφος και έστρεψε προς το μέρος του τα
μεγάλα του μάτια, που πάντα ήταν ήρεμα, είχαν πάρει όμως σε αυτούς
τους πέντε μήνες μια κουρασμένη, σχεδόν θλιμμένη έκφραση. «Μαζί
σου, πότε;»
«Ε, να, σε τρεις βδομάδες».
«Α, μάλιστα, με το μυαλό σου βρίσκεσαι κιόλας στον γυρισμό» απάντησε ο Γιοάχιμ.

«Καλά, μη βιάζεσαι, μόλις ήρθες. Βέβαια, για μας εδώ
πάνω τρεις βδομάδες δεν είναι σχεδόν τίποτε, αλλά για σένα, που έχεις
έρθει επίσκεψη και θες έτσι κι αλλιώς να μείνεις μόνο τρεις βδομάδες,
για σένα είναι πολύς καιρός. Εγκλιματίσου πρώτα· θα δεις, δεν είναι
τόσο εύκολο. Κι άλλωστε το κλίμα δεν είναι το μόνο παράξενο εδώ σ’
εμάς. Πρόσεχε και θα δεις πολλά καινούργια πράγματα. Κι αυτά που
λες για μένα, ξέρεις, τόσο γρήγορα δεν γίνεται, “σε τρεις βδομάδες
σπίτι”. Μπορεί να ’μαι μαυρισμένος, αλλά αυτό είναι κυρίως από την

αντανάκλαση στο χιόνι και δεν σημαίνει πολλά πράγματα, όπως λέει
πάντα κι ο Μπέρενς. Στην τελευταία γενική εξέταση είπε πως έξι μήνες
ακόμα θα κρατήσει σίγουρα».
«Έξι μήνες; Είσαι τρελός;» φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Μόλις είχαν
καθίσει στο κίτρινο καμπριολέ που τους περίμενε στη λιθόστρωτη πλατεία μπροστά στο κτίριο του σταθμού –τίποτα παραπάνω από μια καλύβα– και καθώς οι δυο καφετήδες ξεκινούσαν, ο Χανς Κάστορπ στριφογύρισε αγανακτισμένος στα σκληρά μαξιλάρια. «Έξι μήνες; Μα είσαι
κιόλας έξι μήνες εδώ πάνω! Ποιος έχει τόσο χρόνο;»
«Ναι, ο χρόνος» είπε ο Γιοάχιμ και κατένευσε κάμποσες φορές ίσια
μπροστά του, χωρίς να ασχοληθεί με την ειλικρινή αγανάκτηση του
εξαδέλφου του. «Έχουν έναν τρόπο εδώ να διαχειρίζονται τον ανθρώπινο χρόνο – είναι απίστευτο. Γι’ αυτούς τρεις βδομάδες είναι σαν μια
μέρα. Θα δεις. Θα τα μάθεις όλα» είπε και πρόσθεσε: «Εδώ πάνω
αλλάζει κανείς αντιλήψεις».
Ο Χανς Κάστορπ τον παρατηρούσε αδιάκοπα από το πλάι.
«Έχεις όμως ξανανιώσει εκπληκτικά» είπε κουνώντας το κεφάλι.
«Λες, ε;» απάντησε ο Γιοάχιμ. «Έτσι δεν είναι; Έτσι νομίζω κι εγώ!»
είπε και ανακάθισε στο μαξιλάρι. Ξαναπήρε όμως αμέσως μια πιο
πλαγιαστή στάση: «Είμαι όντως καλύτερα» εξήγησε «αλλά δεν είμαι
υγιής. Πάνω αριστερά, εκεί που ακουγόταν ένας ρόγχος, ακούγεται
τώρα πια μόνο ένας τραχύς ήχος. Δεν είναι τόσο φοβερό, αλλά κάτω
είναι πολύ πιο τραχύς και υπάρχουν ακόμη ακροαστικά στο δεύτερο
μεσοπλεύριο κοίλωμα».
«Πόσο μορφωμένος έγινες!» είπε ο Χανς Κάστορπ.
«Ναι, μα τον Θεό, καλή μόρφωση είναι αυτή. Ευχαρίστως θα την
ξεΐδρωνα στην υπηρεσία» απάντησε ο Γιοάχιμ. «Έχω όμως ακόμη αιμοπτύσεις» είπε με ένα ανέμελο και ταυτόχρονα απότομο ανασήκωμα
των ώμων, που δεν του ταίριαζε, και έδειξε στον εξάδελφό του κάτι που
το μισόβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού που βρισκόταν από τη
δική του μεριά, για να το κρύψει πάλι αμέσως: ένα πλακέ καμπυλωτό
μπουκάλι από μπλε γυαλί με μεταλλικό καπάκι. «Το έχουν οι περισσότεροι εδώ πάνω» είπε. «Του ’χουμε δώσει και όνομα, ένα περιπαικτικό όνομα, πολύ εύθυμο. Κοιτάζεις το τοπίο;»
Αυτό έκανε ο Χανς Κάστορπ και δήλωσε: «Μεγαλειώδες!».
«Βρίσκεις;» ρώτησε ο Γιοάχιμ.
Είχαν ακολουθήσει για ένα διάστημα τον δρόμο που, ακανόνιστα
πλαισιωμένος από σπίτια, πήγαινε παράλληλα με τη σιδηροδρομική
γραμμή κατά μήκος της κοιλάδας, πέρασαν μετά τις στενές ράγες προς
τα αριστερά, πέρασαν πάνω από ένα ποταμάκι και τριπόδιζαν τώρα
στον ελαφρά ανηφορικό αμαξιτό δρόμο προς δασωμένες πλαγιές,
κατά εκεί όπου σε ένα χαμηλά προεξέχον επίπεδο λιβάδι μόλις άναβε
τα πρώτα του φώτα ένα μακρόστενο κτίριο με τρούλο και πρόσοψη στα
νοτιοδυτικά, που με τα σκεπαστά του μπαλκόνια έμοιαζε από μακριά
τρυπητό και πορώδες σαν σφουγγάρι. Σκοτείνιαζε γρήγορα. Ένα ελαφρύ εσπερινό κοκκίνισμα, που είχε ζωντανέψει για λίγο τον ομοιόμορφα συννεφιασμένο ουρανό, είχε κιόλας χλωμιάσει και επικρατούσε
στη φύση εκείνη η άχρωμη, άψυχη και θλιβερή μεταβατική κατάσταση που υπάρχει αμέσως πριν πέσει ολότελα η νύχτα. Η κατοικημένη
κοιλάδα, μακρόσυρτη και κάπως καμπυλωτή, φωτιζόταν τώρα παντού,
τόσο στον βυθό όσο και εδώ και εκεί στις δυο πλαγιές της – κυρίως στη
δεξιά, που προεξείχε και που επάνω της σκαρφάλωναν ταρατσωτά τα
κτίσματα. Αριστερά στις χορταριασμένες πλαγιές ανηφόριζαν μονοπάτια και χάνονταν στη μουντή μελανότητα των κωνοφόρων. Οι σιλουέτες των μακρινών βουνών, πίσω, στην έξοδο, εκεί όπου στένευε η κοιλάδα, έδειχναν το ψυχρό γαλάζιο του σχιστόλιθου. Καθώς είχε σηκώσει αέρα, γινόταν αισθητή η βραδινή δροσιά.
«Όχι, ειλικρινά δεν το βρίσκω τόσο επιβλητικό» είπε ο Χανς Κάστορπ.
«Πού είναι λοιπόν οι παγετώνες, τα αιώνια χιόνια και τα γιγάντια όρη;
Αυτά εκεί δεν μου φαίνονται και πολύ ψηλά».
«Ναι, είναι ψηλά» απάντησε ο Γιοάχιμ. «Βλέπεις σχεδόν παντού το
δασοόριο, ξεχωρίζει με εντυπωσιακή καθαρότητα, τα κωνοφόρα σταματούν, και σταματούν τα πάντα· τέλος, βράχια, όπως βλέπεις. Εκεί
απέναντι, δεξιά από το Σβάρτσχορν, σ’ εκείνη εκεί τη μύτη, έχεις κι
έναν παγετώνα – ξεχωρίζεις το γαλάζιο; Δεν είναι μεγάλος, είναι όμως
κανονικός παγετώνας, ο παγετώνας της Σκαρλέττα. Το Πιτς Μίχελ και
το Τίντσενχορν, εκεί στο άνοιγμα –δεν τα βλέπει κανείς αποδώ– είναι
κι αυτά πάντα χιονισμένα, όλο τον χρόνο».
«Το αιώνιο χιόνι» είπε ο Χανς Κάστορπ.
«Ναι, αιώνιο, αν θέλεις. Ναι, είναι ψηλά. Αλλά κι εμείς είμαστε
φοβερά ψηλά, για σκέψου. Χίλια εξακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Έτσι, το υψόμετρο δεν είναι πια τόσο σημαντικό εδώ πάνω».
«Πραγματικά, τι σκαρφάλωμα κι αυτό! Να σου πω, μ’ έπιασε φόβος
και τρόμος. Χίλια εξακόσια μέτρα! Κοντά πέντε χιλιάδες πόδια, άμα
τα λογαριάσεις. Ποτέ στη ζωή μου δεν βρέθηκα τόσο ψηλά». Και ο Χανς
Κάστορπ πήρε περίεργος μια βαθιά δοκιμαστική αναπνοή στον ξένο
αέρα. Ήταν φρέσκος – και τίποτε άλλο. Του έλειπε το άρωμα, η ουσία,
η υγρασία, εισερχόταν εύκολα και δεν μιλούσε στην ψυχή.
«Εξαίρετος!» είπε ευγενικά.
«Ναι, είναι ένας φημισμένος αέρας. Εδώ που τα λέμε, το τοπίο
σήμερα δεν παρουσιάζεται με την καλύτερη όψη του. Μερικές φορές
είναι ομορφότερο, ιδιαίτερα όταν είναι χιονισμένο. Αλλά το μπουχτίζεις.
Όλοι εμείς εδώ πάνω, πίστεψέ με, το ’χουμε μπουχτίσει εντελώς» είπε
ο Γιοάχιμ, και το στόμα του στράβωσε από μια έκφραση αηδίας που
έμοιαζε υπερβολική και όχι συγκρατημένη και που επίσης δεν του
ταίριαζε.
«Μιλάς τόσο παράξενα» είπε ο Χανς Κάστορπ.
«Μιλώ παράξενα;» ρώτησε ο Γιοάχιμ κάπως ανήσυχος και στράφηκε προς τον εξάδελφό του.
«Όχι, όχι, με συγχωρείς, έτσι μου φάνηκε μόνο κάποια στιγμή!»
έσπευσε να πει ο Χανς Κάστορπ. Εννοούσε όμως την έκφραση «εμείς
εδώ πάνω», που ο Γιοάχιμ την είχε χρησιμοποιήσει για τρίτη ή τέταρτη φορά και που του φαινόταν κατά κάποιον τρόπο στενάχωρη και
παράξενη.
«Το σανατόριό μας βρίσκεται πιο ψηλά από το χωριό, όπως βλέπεις»
συνέχισε ο Γιοάχιμ. «Πενήντα μέτρα. Το ενημερωτικό φυλλάδιο λέει
“εκατό”, αλλά είναι μόνο πενήντα. Πιο ψηλά από όλα είναι το σανατόριο
Ζάτσαλπ εκεί απέναντι, δεν φαίνεται. Τον χειμώνα αναγκάζονται να
κατεβάζουν τα πτώματά τους με έλκηθρο, γιατί οι δρόμοι δεν είναι βατοί».
«Τα πτώματά τους; Α, κατάλαβα! Έλα τώρα!» φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια, σε δυνατά ασυγκράτητα γέλια,
που του τράνταζαν το στήθος και παραμόρφωναν το κάπως κοκαλιασμένο από τον ψυχρό άνεμο πρόσωπό του σε μια λίγο επώδυνη γκριμάτσα. «Στο έλκηθρο! Και μου το λες έτσι σαν να μη συμβαίνει τίποτε;
Έχεις γίνει τελείως κυνικός σ’ αυτούς τους πέντε μήνες!»
«Καθόλου κυνικός» απάντησε ο Γιοάχιμ σηκώνοντας τους ώμους.
«Γιατί κυνικός; Τα πτώματα δεν τα νοιάζει καθόλου… Είναι όμως δυνατό να γίνει κανείς κυνικός εδώ σ’ εμάς. Κι ο ίδιος ο Μπέρενς είναι
ένας γερο-κυνικός – παρεμπιπτόντως, ένας καταπληκτικός τύπος, παλιό μέλος φοιτητικής ένωσης και λαμπρός χειρουργός, όπως φαίνεται·
θα σου αρέσει. Μετά είναι και ο Κροκόφσκι, ο βοηθός – κάτι τελείως
ιδιαίτερο. Στο φυλλάδιο η δραστηριότητά του επισημαίνεται ιδιαιτέρως.
Κάνει ψυχικό διαμελισμό στους ασθενείς».
«Τι κάνει; Ψυχικό διαμελισμό; Μα είναι αηδιαστικό!» φώναξε ο
Χανς Κάστορπ, και τώρα υπερίσχυσε τελείως η ευθυμία. Δεν μπορούσε πια να τη συγκρατήσει, προπάντων ο ψυχικός διαμελισμός τον αποτελείωσε, και γελούσε τόσο, που τα δάκρυα έτρεχαν κάτω από το χέρι
του με το οποίο, σκύβοντας, είχε σκεπάσει τα μάτια του. Και ο Γιοάχιμ
γελούσε με την καρδιά του –φαινόταν να του κάνει καλό–, και έτσι
κατέληξαν να κατέβουν εν πλήρη ευθυμία από το αμάξι τους, που, στο
τέλος με ρυθμό βάδην, τους μετέφερε από τον ανηφορικό, στριφογυριστό, ιδιωτικό δρόμο μέχρι την πύλη του διεθνούς σανατορίου Μπέργκχοφ.