`
Το να επιχειρείς να δαμάσεις την παραίσθηση, να την υποτάξεις και να τη συντάξεις στις αναλογίες του ποιητικού λόγου συνιστά απαιτητικό επίτευγμα, εφάμιλλο της προσπάθειας να εξηγήσεις με λέξεις τον έρωτα. Στο τελευταίο του ποιητικό έργο, ο Ζήσης Αϊναλής βάζει στο επίκεντρο της δημιουργίας του την έρημο και τις οργανικές και συγκινησιακές επιπτώσεις της εκτενούς παραμονής σε ένα τέτοιο κολαστήριο της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγοντας τη γνώριμη για αυτόν φόρμα της εξομολογητικής αφήγησης. Πρωτογενές υλικό του ο ρευστός και πολύμορφος κόσμος του μύθου, από τον οποίο ο ποιητής αποσπά στοιχεία όπως η ανατροπή της έλλογης τάξης, το απροσδόκητο και η αινιγματική αναπαράσταση των καταστάσεων . Κάτω από το πρίσμα αυτό, βάζει τη φαντασία στην τροχιά της ανακάλυψης συναισθημάτων και νοημάτων, ακολουθώντας επιδέξια αυτό που ο Νοβάλις γράφει στα «Αποσπάσματα» του :Αν διαθέταμε και μια Φανταστική, όπως διαθέτουμε μία Λογική, θα ανακαλύπταμε την τέχνη να επινοούμε. Ο μύθος, άλλωστε, αποτελεί οικείο πεδίο έμπνευσης και ενσάρκωσης του λογοτεχνικού οράματος του Αϊναλή. Από τη «Σιωπή της Σίβας» μέχρι τη «Μυθολογία» και τα «Παραμύθια της Έρημος» , η μυθοπλασία τον βοηθά να συνθέτει τα ποιήματά του και να μεταφέρει στο συνεχές παρόν διαχρονικές αγωνίες , τάσεις, σκέψεις, αναστολές και επιθυμίες του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό του επιτρέπει να συγχωνεύει το πρωτόγονο με το ευγενικό, το αδιόρατο με το απτό, το βίαιο με το στοχαστικό, το δαιμονικό με το αγγελικό.
Τα «παραμύθια της έρημος» είναι η περιδιάβαση του Αϊναλή στην ερημία της εσωτερικής του ζωής, στην «έσωθεν αποικία», όπως εκείνος την αποκαλεί .Αλλά «όποιος μπορεί να φορτίζει την ερημία του» κατά τον Ελύτη «έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του». Και είναι αλήθεια ότι παρά τη σχεδόν δαιμονική ορμή της εξομολόγησης , μετά την ανάγνωση απομένει στο μυαλό το σχήμα, το άρωμα, η σπιρτάδα, ο αναστεναγμός του ανθρώπου. Έτσι, η έρημος μεταβάλλεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στα θηριώδη και στα λεπτά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, ένα υπερβατικό δικαστήριο στο οποίο κρίνεται το παρελθόν και το μέλλον μιας ψυχής που φλέγεται από υπαρξιακή αγωνία. Η έρημος είναι για τον Αϊναλή ο δικός του «κήπος με τις αυταπάτες» ,όπου η αφηγηματική φωνή δοκιμάζει να συμφιλιωθεί με το θάνατό της , το νόημα να συμβιβαστεί με την αποδόμησή του και η ισορροπία να χωνέψει μέσα της το χάος.
`
Ολόκληρη η συλλογή αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα με χαλαρή αφηγηματική πλοκή και με δραματικά- σκηνικά στοιχεία. Η εισαγωγή γίνεται με ένα δρώμενο που παραπέμπει σε κηδεία. Τα πάντα είναι στη θέση τους : Η νεκροφόρα, η πομπή των θρηνούντων, το κουφάρι , τα εργαλεία ταφής, ο ιερέας. Από το δρώμενο και τη βεβαιότητα όμως γρήγορα μεταπίπτουμε στην αμφιβολία και στην απρόσμενη αναφορά περί επανάληψης του θανάτου του ποιητικού υποκειμένου , η οποία προσδίδει στην εξομολόγηση μία ειρωνική υφή . Ακολουθεί το νόμισμα στα δάχτυλα του νεκρού, η συνειρμική ταύτισή του με τρύπα μέσα από την οποία επιδιώκεται η μετάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης , η βουτιά στο παραισθησιογόνο σύμπαν ενός καθρέφτη , το κατρακύλισμα και στο τέλος το σταμάτημα στην έρημο. Κι εκεί ακριβώς αρχίζει να ανδρώνεται με τρόπο σταθερά εξελισσόμενο η μεγάλη παραίσθηση. Οφείλω να παρατηρήσω εδώ ότι η σύνθεση του έργου δομείται πάνω στο σχήμα μιας ανιούσας κλιμάκωσης στη συναισθηματική ένταση. Από την ηρεμία της περιγραφικής εξομολόγησης των πρώτων ποιημάτων οδηγούμαστε σε ένα οργασμικό κρεσέντο κατά το οποίο η αφηγηματική φωνή, μεταξύ οράματος και βιώματος και στο μέσο μιας ασκητικής παράκρουσης ,κραυγάζει με τρόπο επιληπτικό την απόγνωσή της και τάσσεται ανυπεράσπιστη απέναντι στους δολερούς θησαυρούς της ερήμου: την άμμο, τον ανελέητο ήλιο, τη δίψα, τα κόκκαλα, τις απλησίαστες οάσεις, την κουφόβραση, τη μοναξιά.
`
Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται η αρτιότητα της ποίησης του Αϊναλή. Γιατί μπορεί και στέλνει τις λέξεις του να σκάψουν εκεί στους πυρήνες της απόγνωσης, χωρίς η σκέψη του νʼ αρπάζει πυρκαγιά, καθώς πλησιάζει απάνω στις καύτρες τους, αλλά στέκεται ολόρθη και ικανή να πλάσει τέχνη και νʼ αποσβέσει από μέσα της την ένταση και τις παρενέργειες του κακού. Έτσι, υψώνεται ως την καθαρότερη μορφή του ύφους. Ζυγίζει τον πόνο και την απάθεια με τα ίδια σταθμά και βγάζει από τον πόνο τρυφερά βλαστάρια κι απʼ την απάθεια σταλαγματιές τρικυμίας. Ζυμώνονται μέσα του με δυνατές γροθιές οι αισθήσεις αλλά η συγκίνηση, που φουσκώνει σα ζυμάρι, δεν υπερβαίνει ποτέ το ύψος της αρμονίας. Φαρδαίνει, ψηλώνει , αντριεύει, διογκώνεται, επιμηκύνεται και την ίδια στιγμή δουλεύουν υπόγεια οι μηχανισμοί της επαναφοράς στο σταθερό έδαφος της πραότητας, που επιτρέπει στον ποιητή να ελέγχει το ρήμα του και να μην το αφήνει να μεταπέσει στο φθηνό επίπεδο του εντυπωσιασμού.
`
Και είδα. Είδα τη θάλασσα νʼ ανοίγει αστραπή κι ένιωσα μες στα σπλάχνα μου βαθιά τον ήχο της βροντής να τρίζει. Είδα την τρικυμία ναʼ ρχεται από παντού πολιορκημένοι κι άκουσα μες στα σπλάχνα μου να αντηχεί του κόρακα το ουρλιαχτό και να ξεσκίζει. Είδα τον υετό να βιτσίζει τη θάλασσα ανελεήμονα κι άκουσα μες στα σπλάχνα μου ρωγμή τον κοπετό του βράχου. Είδα νʼ ανοίγουνε τα σύννεφα να κρύβονται του ουρανού τα πετεινά και μες στα σπλάχνα μου βαθιά νʼ αργοσαλεύουν κουρασμένα πανάρχαιοι Λεβιάθαν της θάλασσας μεγάλα κήτη τρομαγμένα.
`
Υπάρχει βεβαίως παντού η οσμή του θανάτου στα «Παραμύθια της έρημος». Ακόμη και το απόσπασμα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, που τίθεται ως προμετωπίδα στο έργο, φαίνεται να απομένει ως μία αρχική υπόσχεση ανάστασης η οποία δεν εκπληρώνεται. Παραφράζοντας λίγο την περίφημη Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγιεβα, φαίνεται λες και η πορεία της εξομολόγησης της αφηγηματικής φωνής να στιγματίζεται από τρεις φάσεις : την προαίσθηση , την πράξη και την ανάμνηση του θανάτου, όχι απαραίτητα με μία γραμμική συνέχεια, αλλά με διαρκή προβολή της μίας φάσης πάνω στην άλλη, ώσπου να φτάσουμε στην αναφώνηση του αδιεξόδου από τον ίδιο τον αφηγητή «ο θάνατος άρχιζε εκεί όπου τέλειωνε» ή παραλλαγμένη «η ζωή εξαντλούταν εκεί όπου άρχιζε». Είναι συμβολικό μάλιστα το γεγονός ότι στο τέλος του έργου με τρόπο εμφαντικό εξυμνείται η σιωπή, η σιωπή των λέξεων ( o silencio das palavras), ως ένα είδος συμφιλίωσης με το αδιέξοδο και τον οργανικό ή και εσωτερικό –τα δύο αυτά συγχέονται σκοπίμως μέσα στα ποιήματα- θάνατο.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι ο ποιητής αξιοποιεί τη θρησκευτική συγγραφική παράδοση, και ιδιαίτερα τους βίους των αγίων, τόσο σε σημειολογικό όσο και σε μετασημειολογικό επίπεδο, για να μεταφέρει μέσα από τον σκηνικό διάκοσμο της ερήμου τη βιωμένη αμαρτία με τον ανοικειωτικό τρόπο της λογοτεχνίας . Πρότυπα ασκητικών βίων, όπως εκείνων του πατέρα του μοναχισμού Αγίου Αντωνίου, του Μακαρίου του Αιγυπτίου ή του Μακαρίου από την Αλεξάνδρεια, αλλά και η πάλη του ίδιου του Ιησού με τους τρεις, κατά τις ευαγγελικές περικοπές, πειρασμούς στην έρημο, φαίνεται ότι επέδρασαν καταλυτικά στη σύλληψη της ποιητικής ιδέας και ότι του προσέφεραν το κατάλληλο θεματικό αλλά και εκφραστικό οπλοστάσιο, προκειμένου να επενδύσει τη μάχη του ανθρώπου ενάντια στις ενοχές του με ένα διαχρονικό επίστρωμα. Αλλά αυτή η διακειμενική «συνομιλία» σε καμία περίπτωση δε θολώνει την καλλιτεχνική ταυτότητά του ποιητή , καθώς είναι φανερό ότι το ποιητικό του ρήμα διατηρείται ατόφιο και φαίνεται να υπακούει σε αυτό που ο Βαλερύ αποκαλεί «δοσμένοι στίχοι», υπό την έννοια ότι πηγάζουν αβίαστα από το απομέσα εγώ , τον βαθύτερο εαυτό του ποιητή, χωρίς οποιαδήποτε επιτήδευση.
`
Βγήκα ολόκληρος και βάλθηκʼ αμέσως να πέφτω σαν σε γκρεμό ουρλιαχτό. Προσγειώθηκα άτσαλα πάνω στη άμμο της έρημος. Ο παγωμένος αέρας να παρασέρνει τούφες τούφες κάτι θάμνους ξερούς κι η σιωπή. Σηκώθηκα και τίναξα την άμμος από τα ρούχα μου. Κοίταξα για λίγο σαν χαμένος ολόγυρα. Άνθρακες ο θησαυρός και μαύρη η νύχτα. Πήρα να περπατάω μες στο σκοτάδι προς το ξημέρωμα τυλιγμένος τα χέρια μου. Με κόπο κόντρα στον άνεμο.
`
Θα ήθελα ακόμη να μείνω στη δύναμη με την οποία στέκονται οι εικόνες στο λόγο του πλαταίνοντας την αισθητηριακή εμπειρία η οποία τις κρυστάλλωσε και τις έβαλε μέσα σε συγκεκριμένα λεκτικά σχήματα .Οι εικόνες του δονούνται και σφύζουν από περιγραφική δύναμη , χωρίς ωστόσο να μετατρέπονται σε απλά συγκινησιακά πυροτεχνήματα, αφού διαθέτουν την απαιτούμενη εσωτερικότητα. Υπό την έννοια αυτή, ο Αιναλής συνδυάζει τα χαρακτηριστικά των δύο βασικών τύπων συγγραφέα, όπως τους παρουσιάζει στο θεμελιώδες για τα ζητήματα της λογοτεχνικής κριτικής έργο του «Το πρόβλημα του ύφους» ο Ρεμύ Ντε Γκουρμόν : του οπτικού και του συγκινησιακού συγγραφέα. Οι εικόνες του, δηλαδή, έχουν ως αφετηρία όχι μόνο τις εμπειρίες που συσσωρεύουν οι αισθήσεις πάνω στα νευρικά κύτταρα , αλλά και εκείνες που καλουπώνονται στη βαθύτερη ρίζα της συγκίνησης, στο υποσυνείδητο, και παίρνουν μερίδιο από την υπεραισθητική του δύναμη.
`
Στα μάτια μου ζάρωνε η ανάμνηση της φωτιάς και στο χέρι μου κρεμότανε βόνασος ο πέλεκυς του θανάτου βαρύς ένα τσιμέντο κρέας. Πού να πιάσει ρίζα στην άμμος; Το σήκωνες και μετεωριζότανε το στερέωμα. Τʼ ακούμπαγες σκουλήκι κανένα κι η αποσύνθεση δύσκολη αχρείαστο φύραμα. Γινόταν πέτρα το κορμί και άμμος θρύμματα. Γενειοφόρος ο άνεμος κουβαλούσε την τέφρα μου να χτίσω την πυραμίδα μου να στεγάσω το σπέρμα μου.
`
Υφολογικά αλλά και μορφικά , ο ποιητής επιλέγει έναν τρόπο απόδοσης της ποίησης που παραπέμπει στο πεζογράφημα. Διευρύνονται έτσι τα όρια αποτύπωσης της εμπειρίας σε έναν χώρο, που παρόλο που ο Αϊναλής τον κάνει να είναι πυκνός και αφαιρετικός, του δίνει τη δυνατότητα να εξασφαλίζει ένα είδος συνέχειας στην ποιητική σύλληψη . Και αν ο στίχος, έστω και συμβολικά, διακόπτει τη ροή της έκφρασης και αναγκάζει γράφοντα και αναγνώστη να σταθούν για λίγο στην επικράτειά του και να επιτύχουν ή να ερμηνεύσουν αντιστοίχως την αυτονομία του μέσα στο όλο, στην περίπτωση του ποιήματος που δεν έχει απλώς πεζογραφική αναπαράσταση αλλά που η δομή και η ανάπτυξή του ανακλά τις συμβάσεις του πεζογραφήματος, κάτι τέτοιο ,κατά έναν τρόπο, αίρεται και η συγκίνηση γεννιέται μέσα από την ανάγνωση του όλου.
`
Ασφαλώς , τα βασικά γνωρίσματα της ποιητικής του Αϊναλή είναι παρόντα και εδώ: ο καταρρακτώδης λόγος, η απομυθοποίηση των αισχρών λέξεων, οι συντακτικές ακροβασίες , η συνειρμική παράταξη των εικόνων, η βουή των συναισθημάτων που θαρρείς ότι κονταροχτυπιούνται, ο σκοτεινός λυρισμός, η ιδεαλιστική θεώρηση του κόσμου, η αισθητηριακή βίωση των συλλήψεων του νου. Επιπλέον, ο ποιητής αξιοποιεί επιδέξια τα αναγνωστικά του βιώματα και αφομοιώνει τις επιδράσεις του γερμανικού ρομαντισμού και τις βιβλικές αναφορές, δείχνοντας ταυτόχρονα το σεβασμό του στο μεταφυσικό ποιητικό όραμα του Σολωμού και ατενίζοντας τολμηρά προς το υπερρεαλιστικό λογοτεχνικό σύμπαν.
`
Εν τέλει, τα «Παραμύθια της Έρημος» είναι η απεικόνιση με λέξεις μιας συνειδητής καταβύθισης του εγώ σε έναν υπόγειο χώρο, μία ποιητική σπουδή στο θάνατο, μέσα από τις ψευδαισθήσεις, τις στερήσεις, τις εξαρτήσεις, τις δίψες , τις απαντοχές , τις ματαιώσεις που γεννά η αυτοεξορία στην έρημο. Είναι μια ακόμη ισχυρή επιβεβαίωση της κραυγάζουσας επιθυμίας της Τσβετάγιεβα «Γράψτε, γράψτε κι άλλο. Απαθανατίστε κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε στεναγμό». Τα «Παραμύθια της Έρημος» διδάσκουν τρόπους ζωής μέσα από την ερημιά.