`

[…]
Μια μέρα πέρασα να τον δω απʼ την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τʼ άφησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώνιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε.
— Ζεματάει, μου λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε;
Ο Καζαντζάκης —που ωστόσο δεν έπινε— θα τόλεγε να «δροσέψουμε». Ο Κοτζιούλας πάλι το ʽλεγε «θαραπαή».
— Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δώσʼ μου πρώτα το μισό σου βάρος.
Τʼ ανακάλυψε ξαφνικά και… αποφάσισε να θυμώσει. Και —πώς τα κατάφερε;— θύμωσε για καλά.
— Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα.
— Τι θʼ απογίνω εγώ μʼ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ʽστελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα.
— Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σʼ αυτούς νά ʽναι και καμιά μεγάλη δόξα.
— Να μου επιτρέψεις νʼ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ʽδειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απʼ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις.
— Ε, τι είναι;
— Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είνʼ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.
— Εγώ;
— Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.
— Θα μου πεις τώρα τι ʽναι ο ποιητής;
— Καλά. Άντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό που ʽναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν —δε θα ξανασταματήσω— ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!
— Δηλαδή;
— Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα «τέρμενα»… Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα το ʽχει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο πουλάκια.
`

[…]
— Δάσκαλε… πες μας. Ποιος κατά τη γνώμη σου έχει το δικαίωμα να γράφει;
Απάντηση:
— Εξόν από κείνους που κάνουν τέτοιες ερωτήσεις όλοι οι υπόλοιποι.
Αλήθεια ήταν. Δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν. Ας πα να ʽτανε και κρασαδερφός. Σε κανέναν!
— Δάσκαλε, ποιος απʼ τούς ρεαλισμούς είναι ο αληθινός και ποιον πρέπει νʼ αγκαλιάσουμε εμείς;
— Γιατί, πόσοι είναι οι ρεαλισμοί;
— Ξέρω γω… Είναι τόσοι πολλοί. Ο κλασικός σού λέει ο άλλος. ʽΗ ο Δυναμικός ή ο Κριτικός ή ο Σοσιαλιστικός, κ.λπ. κ.λπ. Εσύ σε ποιον πιστεύεις; Ποιος είνʼ ο καλύτερος;
— Ρώτα τους νουνούς τους. Εγώ δεν ήμουν στα βαφτίσια τους. Ρεαλισμός. Ένα τραίνο περνάει βέβαια από διάφορους σταθμούς, αλλά δεν παίρνει και τʼ όνομα του κάθε σταθμού που περνάει. Ρεαλιστικά έτρωγε κι ο Σωκράτης που έτρωγε με τα δάχτυλα, ρεαλιστικά τρώει κι ο Βέης που τρώει με το πηρούνι. Ε, τι θα πούμε τώρα; Οτι ο Σωκράτης ήταν «ρεαλιστής των δαχτύλων» κι ο Βέης «ρεαλιστής του πιρουνιού»;
— Ναι, έλα όμως που το είπε ο Ζντάνωφ.
— Κι εσύ; Μʼ ένα «ωφ» που βάζεις νομίζεις πως ξοφλάς. Άμα πάρεις έναν όρο έτοιμο δε θα τον αξιοποιήσεις ποτέ γιατί ποτέ δε θα τον καταλάβεις. Αντίς να μου τσαμπούνας ότι ο τάδε ρεαλισμός είναι αυτό κι αυτό, καλύτερα βρες μόνος σου αυτό που είναι κι ύστερα δος του όνομα. Τι θαρρείς… πως η κάθε εποχή έχει δική της ζυγαριά που ζυγίζει τα μυαλά των ανθρώπων; Αν χτες έβλεπες έτσι και σήμερα βλέπεις αλλιώς, αλλάζουν τα μάτια; Όχι. Αλλάζουν οι εικόνες.
— Και τι δεν είναι ρεαλισμός, Δάσκαλε; Ε;
— Η μανία να δίνεις ονόματα στους ρεαλισμούς.
Ξάφνου γυρίζει σʼ έναν από μας που όλην αυτήν την ώρα σώπαινε.
— Γιατί δεν τραγουδάς εσύ; του λέει. Ξέρω, σε βασανίζει το πρόβλημα. Άκου δω. Αντί να βασανίζεσαι να βρεις τι είναι ρεαλισμός, διάβαζε καλύτερα ρεαλιστές, ρεαλισμός, αν θες να ξέρεις, είναι και να μη ρωτάς «τι είναι ρεαλισμός». Ό συγγραφέας δεν είναι φαρμακοτρίφτης που άμα χάσει τις συνταγές σταυρώνει τα χέρια. Ο Μαρξ μαζί με τα καλά έκανε και ένα κακό. Μας έδωσε τα τσιτάτα. Και τώρα, αντί να μαθαίνουμε τι είναι Μαρξισμός, αποστηθίζουμε τα τσιτάτα του. Ξέρεις ότι με τα μαρξιστικά τσιτάτα μπορείς να ανατρέψεις και το Μαρξ; Λοιπόν, καλύτερα να καταλαβαίνεις έστω και τʼ ασήμαντα παρά νʼ αποστηθίζεις αριστουργήματα.
» Η αποστήθιση είναι η απαγγελία ξένων πραγμάτων. Μαθαίνουμε μόνο τις λέξεις. Η ουσία μάς φεύγει. “Ναι άλλα ο Ζντάνωφ” θα μου πεις. Ε, δεν είναι θεωρητικός. Οι θεωρητικοί δε βγάζουν ημερήσιες διαταγές. Θέτουν προβλήματα για συζήτηση. Και άμα κάτι μπαίνει για συζήτηση, θα πει ότι δεν είναι λυμένο. Αρα δεν υπάρχει ερμηνεία υποχρεωτική. Συμφωνάς;
— Συμφωνώ, Δάσκαλε, αλλά μίλα πιο σιγά γιατί θα σε πάρουν για αιρετικό.
Σηκώνει η καμπούρα του γέρου:
— Έννοια σου. Θα τους πω: «Δεν τʼ ακούσατε καλά γιατί δεν είστε κουφοί».