`
1
–Μην απελπίζεσαι – λένε στο Λουδέρ όταν παραπονιέται που δεν έχει βρει ακόμα την ιδανική σύντροφο εξαιτίας των βίτσιων και των εμμονών του.
Πάντα υπάρχει ένας σκισμένος για κάθε ξηλωμένο.
–Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι ούτε σκισμένος, ούτε ξηλωμένος:
Μπαλωμένος είμαι.
`
2
–Διάβασες το τελευταίο του μυθιστόρημα;
–τον ρωτούν, αναφερόμενοι σε ένα διάσημο συγγραφέα–.
Τι λυρισμός, τι ρυθμός, τι πλούτος από φωνές! Είναι ένα αληθινό ορατόριο.
–Ας το τραγουδήσει – απαντά ο Λουδέρ.
`
4
–Έλα μαζί μας– του λένε οι φίλοι του–. Η νύχτα είναι εξαιρετική, οι δρόμοι ήσυχοι. Έχουμε εισιτήρια για το σινεμά και μέχρι που έχουμε κλείσει και τραπέζι σε ένα εστιατόριο.
–Α, όχι! –διαμαρτύρεται ο Λουδέρ–. Εγώ βγαίνω μόνο όταν υπάρχει ένας , ελάχιστος έστω, βαθμός αβεβαιότητας.
`
6
Τον ρωτούν τον Λουδέρ γιατί δεν γράφει μυθιστορήματα.
–Επειδή είμαι δρομέας μικρών αποστάσεων. Άμα τρέξω μαραθώνιο θα φτάσω στο στάδιο όταν το κοινό θα έχει φύγει.
`
8
Περπατώντας με ένα φίλο ο Λουδέρ βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στη βιτρίνα ενός μαγαζιού.
–Τώρα ενοχλήθηκα –λέει, σταματώντας στην άκρη–. Μόλις πρόσεξα ότι δεν είμαι ένας άνθρωπος του σήμερα, αλλά ένας μορφωμένος του χθες.
Μέχρι και στον τρόπο που περπατάω σέρνω τα σκουπίδια της λογοτεχνικής μου εκπαίδευσης.
`
9
Οι φίλοι του ξαφνιάζονται βρίσκοντας τον συχνά να ξαναδιαβάζει τα βιβλία του Κάφκα.
–Είναι η ξύστρα μου –λέει ο Λουδέρ–.
Σʼ αυτόν ξύνω τη φθαρμένη μύτη του πνεύματος μου.
`
10
–Ένα προτέρημα για το οποίο σε ζηλεύουμε είναι πως καταφέρνεις πάντα να αποφεύγεις τους διαπληκτισμούς –λένε στο Λουδέρ.
–Δεν βλέπω γιατί. Να μπαίνεις σε ένα διαπληκτισμό σημαίνει να παραδέχεσαι εκ των προτέρων πως ο αντίπαλος σου μπορεί να έχει δίκιο.
`
11
–Ποτέ δεν με προσέβαλαν, ούτε με καταδίωξαν, ούτε μου επιτέθηκαν, ούτε με προφυλάκισαν, ούτε με εξόρισαν –λέει ο Λουδέρ–. Κατά συνέπειαν πρέπει να είμαι ένας δυστυχισμένος.
`
12
Υπάρχουν συγγραφείς που αποτυγχάνουν μεγαλειωδώς –λέει ο Λουδέρ. Είναι σαν ένα υπερωκεάνιο που βυθίζεται μέσα στην καταιγίδα, με όλα τα φώτα του αναμμένα, εν μέσω του αλαλαγμού των σειρήνων. Άλλοι, αντίθετα, είναι σαν τον τύπο που πνίγεται σε μια λασπωμένη λίμνη, χωρίς κανένας να τον βλέπει, γατζωμένος από τη λαβή μιας σαπισμένης σκούπας.
`
13
–Όταν τον πιάνει τον Μπαλζάκ η μανία της περιγραφής
–παρατηρεί κάποιος φίλος –μπορεί να περάσει σαράντα σελίδες περιγράφοντας λεπτομερώς κάθε καναπέ, κάθε πίνακα, κάθε κουρτίνα, κάθε λαμπατέρ ενός σαλονιού.
–Το γνωρίζω ήδη –λέει ο Λουδέρ. Γι αυτό δε μπαίνω στο σαλόνι. Πηγαίνω απʼ το διάδρομο.
`
14
Είναι περίεργο –λέει ο Λουδέρ–. Πίσω από τα μάτια των ανθρώπων που είναι υπερβολικά όμορφοι, υπάρχει πάντα ένα υπόλειμμα ηλιθιότητας.
`
16
Παρακαλώ –λέει ο Λουδέρ στην υπηρέτρια του–.Άσε να μπει όποιος να ʼναι, εκτός από μουσάτους κοινωνιολόγους, που κάνουν διατριβή πάνω στο “Ο Συγγραφέας και ο χρόνος τουʼʼ.
`
19
Επισημαίνουν στο Λουδέρ ότι ποτέ δεν επέδειξε ζήλια, ούτε φθόνο για την επιτυχία των φίλων του.
Είναι αλήθεια. Αυτό μπορεί να τους δώσει μια ιδέα για το μέγεθος της υπεροψίας μου.
`
21
Ένα βιβλίο αριστούργημα –λέει ο Λουδέρ– μπορεί να είναι μια συλλογή από φράσεις συνηθισμένες, με τον ίδιο τρόπο που μια συλλογή από φράσεις μεγαλοφυείς δεν κάνουν ένα βιβλίο αριστούργημα. Στη λογοτεχνία, περιέργως, το όλον δεν είναι η πρόσθεση των μερών του.
`
22
–Αυτό που λες εσύ ακούγεται παλιό –κατηγορούν το Λουδέρ–.Αυτή τη μουσική την έχουμε ξανακούσει.
–Ναι, αλλά όχι με το ίδιο όργανο.
`
27
Ένας φίλος έρχεται να επισκεφτεί το Λουδέρ ο οποίος είναι πολύ άρρωστος και τον βρίσκει να γράφει πυρετωδώς.
–Μα πώς! –Τον ρωτάει για πλάκα–. Γράφεις το κύκνειο άσμα σου;
–Μακάρι…! Το γουρουνίσιο μου γρύλισμα γράφω.
`
28
Ανησυχώ –λέει ο Λουδέρ–. Διάβασα ότι ο καινούριος μας πρόεδρος δεν καπνίζει, δεν πίνει, δεν ερωτεύεται.
–Ε και;
–Θα με τρόμαζε να κυβερνιέμαι από έναν άνθρωπο που έχει κερδίσει βραβείο αγνότητας.
`
32
–Πόσο λυπάμαι! –απολογείται ο Λουδέρ, όταν ζητούν τη γνώμη του για τους Έλληνες τραγικούς, το Βιργίλιο η τη Θεία Κωμωδία–. Μέχρι τώρα δε μπόρεσα να εκπληρώσω το ραντεβού που έχω σε ένα νησί ερημικό με τους Μεγάλους Συγγραφείς της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
`
34
Μεγάλοι καλλιτέχνες είναι αυτοί που αρχίζουν μια σχολή
–λέει ο Λουδέρ–.
Αλλά προτιμώ αυτούς που με το έργο τους αποθαρρύνουν κάθε απόπειρα μιμήσεως.
`
36
–Πες του πως δεν είμαι εδώ –ψιθυρίζει ο Λουδέρ στη υπηρέτρια του που του δείχνει μια επισκεπτήρια κάρτα –.Είναι ένας σημειολόγος στην αναζήτηση μιας δομής.
`
37
Αν παραπονιέμαι συχνά για τα ελαττώματα μου δεν είναι για να με συμπονέσουν –λέει ο Λουδέρ– αλλά εξαιτίας της ατέλειωτης αγάπης που τρέφω για τους ομοίους μου. Έχω προσέξει ότι ο κόσμος κοιμάται πιο ήρεμος όταν νανουρίζεται από τη μουσική μιας ξένης ατυχίας.
`
38
Καταστρέφομαι –του λέει ένας φίλος που μόλις έχασε τη σεμνή εργασία του καθηγητή λυκείου.
–Υπερβάλλεις –τον παρηγορεί ο Λουδέρ–.
Οι φτωχοί πάντα κατεστραμμένοι υπήρξαν. Μόνο οι πλούσιοι έχουν το προνόμιο να καταστρέφονται. Αν και ,επίσης είναι αλήθεια ότι ένας κατεστραμμένος πλούσιος θα είναι πάντα λιγότερο φτωχός από ένα
`
41
Ποτέ δεν έχεις εκθέσει σε κίνδυνο τη ζωή σου, την ασφάλεια σου, την άνεση σου για οποιοδήποτε λόγο– κριτικάρουν το Λουδέρ. Με μια λέξη ποτέ δεν έχεις διακινδυνεύσει.
–Πώς; Σας φαίνεται λίγο το να έχω διακινδυνεύσει έτσι την υπόληψη μου;
`
43
–Πόσο θα μου άρεσε να γνωρίσω το Γκέτε, το Σταντάλ, τον Ουγκό, το Τζόυς! –αναφωνεί ένας ενθουσιώδης φίλος.
–Α, όχι! –διακηρύττει ο Λουδέρ–. Δεν θα τους είχες αντέξει πάνω από πέντε λεπτά… Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς είναι βαρετοί. Μόνο ο θάνατος τους κάνει ικανούς για συγχρωτισμό.
`
45
Ποτέ δε θα προφτάσεις τους πλούσιους –λέει ο Λουδέρ σε ένα φίλο ηδονιστή και τυχοδιώκτη.
Όταν εσύ στέλνεις τα κοστούμια σου για ράψιμο στο Λονδίνο, αυτοί τα φτιάχνουν ήδη στο Μιλάνο. Πάντα θα έχουν το πλεονέκτημα ενός ράφτη.
`
46
Ρωτάνε το Λουδέρ γιατί τα έσπασε με μια φίλη που λάτρευε.
–Επειδή δεν είχα καμία επαφή με το παρελθόν της. Ζούσε συνεχώς προβαλλόμενη σε μελλοντικό χρόνο. Τα άτομα που είναι ανίκανα να θυμηθούν, είναι ανίκανα να αγαπήσουν.
`
48
Το ίδιο ή κάτι παρόμοιο λέει ο Μονταίν στα “Δοκίμια” του – τον κατηγορεί κάποιος με το που τον ακούει να εκτοξεύει ένα απόφθεγμα περί ηθικής.
–Ε και –διαμαρτύρεται ο Λουδέρ–. Αυτό δείχνει μονάχα ότι οι κλασικοί συνεχίζουν να μας μιμούνται από τον τάφο.
`
49
–Αρχίζει να μου περισσεύει λίγο παρελθόν –παραπονιέται ο Λουδέρ–. Πλέον δεν ξέρω που να το βάλω, ούτε τι να κάνω μʼ αυτό. Αυτό πάει να πει πως αρχίζω και γίνομαι γέρος.
`
50
Του δείχνουν ένα άρθρο το οποίο μιλάει για όλους τους συγγραφείς της γενιάς του εκτός από τον ίδιο.
–Ξέφυγα απʼ το κύκλωμα –λέει ο Λουδέρ.
`
51
Όταν πεθάνω μπορεί να συμβούν δυο πράγματα –λέει ο Λουδέρ– να εξαφανιστώ για πάντα και να μην γνωρίζω ποτέ πια για μένα ή να βρεθώ ο ίδιος πάλι σε ένα κόσμο ολόιδιο ή παρόμοιο. Αμφότερες οι πιθανότητες με αφήνουν αδιάφορο.
`
52
–Δεν είναι πως είμαι καλοσυνάτος –λέει ο Λουδέρ–. Απλά συμβαίνει να μην είμαι κακός. Διάλεξα το βολικό δρόμο της αρετής από αμέλεια.
`
53
Ο Λουδέρ επιστρέφει από το συνηθισμένο του περίπατο στο μώλο.
–Είμαι συγχυσμένος –λέει–.
Μόλις ετοιμαζόμουν να απολαύσω ένα καινούριο ηλιοβασίλεμα, ένας αλήτης πηδάει τα κάγκελα, περπατάει ως την άκρη της ακτής, κατεβάζει τα παντελόνια και χέζει κοιτάζοντας το δειλινό μου. Αυτό αποδεικνύει τη σχετικότητα των αισθητικών μας αντιλήψεων.
`
54
Όλο μου το έργο είναι μια πράξη καταγγελίας ενάντια στη ζωή –λέει ο Λουδέρ–.
Δεν έχω κάνει τίποτα για να βελτιώσω την ανθρώπινη κατάσταση. Αν τα βιβλία μου διαρκέσουν θα οφείλεται στη διαστροφή των αναγνωστών μου.
`
55
–Πρόσεχε λίγο παραπάνω –ψιθυρίζει ο Λουδέρ όταν η φίλη του ουρλιάζει ανακαλύπτοντας ένα λεκέ από κρασί στο χαλί.
Δε δίνεις προσοχή στην ευθραυστότητα των πραγμάτων. Με τις φωνές σου μόλις έκανες κομμάτια αυτήν την κρυστάλλινη Κυριακή.
`
58
Όλοι γνωρίζουν τις λέξεις που σαγηνεύουν, τις λέξεις που τρομάζουν, τις λέξεις που πληγώνουν –λέει ο Λουδέρ–. Το μόνο που μας λείπει είναι να ανακαλύψουμε τη λέξη που σκοτώνει.
`
59
Τίποτα, απολύτως τίποτα δε μπορεί να αναπληρώσει τη θυσία της ζωής ενός εφήβου –λέει ο Λουδέρ–. Γι αυτό απεχθάνομαι αυτούς τους δαιμονισμένους προφήτες που οδηγούν μια ολόκληρη γενιά εφήβων στο μαρτύριο. Γι αυτούς, μονάχα γι αυτούς, θα έπρεπε να επαναφερθούν τα σκληρά βασανιστήρια που εφεύραν οι παλιοί : να τους απαγχονίσουν με τα ίδια τους τα γένια και να δώσουν τα απομεινάρια τους βορά στα κοράκια.
`
62
–Δε σε ενοχλεί να γράφεις εδώ και τριάντα χρόνια και να έχεις καταφέρει να αποκτήσεις τόσο μικρή διασημότητα; –ρωτάνε το Λουδέρ.
–Εννοείται. Θα ήθελα να γράφω τριάντα χρόνια ακόμα για να φτάσω να γίνω τελείως άγνωστος.
`
63
Eίπα κάποτε, πως το σώμα μας, η ζωή μας, ήταν όπως ένα νοικιασμένο σπίτι –θυμάται ο Λουδέρ–. Ακόμα χειρότερα : είμαστε ένα βανάκι με σαλτιμπάγκους, ένας φτωχός περιοδεύων θίασος που χρησιμεύει μόνο για να μεταφέρει άχρηστα συμπράγκαλα από τη μια εποχή της ιστορίας στην άλλη.
`
65
Κάπου διάβασα αυτή τη φράση –λέει ο Λουδέρ–: «H πρώτη μας υποχρέωση είναι να επιζήσουμε, και μετά θα ασχοληθούμε με τη νίκη».
Αλλά θα μπορούσε επίσης να λεχθεί «Η πρώτη μας υποχρέωση είναι η νίκη, τί σημασία έχει αν δεν επιζήσουμε ». Όλοι οι αφορισμοί είναι αναστρέψιμοι.
`
67
Βρίσκουν το Λουδέρ να σεργιανίζει σκεπτικός σε ένα χαμένο σοκάκι του Καρτιέ Λατέν.
–Τι κάνεις εδώ;
–Περπατούσα πίσω από τα νεκρά βήματα μιας παλιάς χαρούμενης άνοιξης.
`
68
–Σήμερα ξύπνησα ιδιαίτερα αισιόδοξος –λέει ο Λουδέρ–.
Πιστεύω πως θα μπορέσω επιτέλους, να αφιερωθώ στη συγγραφή του επικηδείου μου.
`
72
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί –λέει ο Λουδέρ–, πρέπει να είμαστε προσεκτικότατοι μέρα νύχτα για να ανακαλύψουμε το παράθυρο από το οποίο θα πηδήξουμε άφοβα προς το άγνωστο.
`
73
Τον ρωτάνε γιατί συχνά πυκνά μεθάει σε κακόφημες ταβέρνες.
–Προληπτικά –λέει ο Λουδέρ–. Συμβαίνει μερικές φορές να ξυπνάω με την απροσδιόριστη ικανοποίηση να πλησιάζω να γίνω ένα άτομο αξιοσέβαστο.
`
75
Με ταράζει η απελπισία τόσων νεαρών καλλιτεχνών να μη χάσουν το τρένο της νεωτερικότητας –λέει ο Λουδέρ. Δεν συνειδητοποιούν πως αυτό το τρένο οδηγεί άτεγκτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
`
76
–Έρχεται μια στιγμή την οποία οι περιπέτειες μετατρέπονται σε αναμνήσεις –λέει ο Λουδέρ. Τότε πια δεν αξίζει τον κόπο να βγαίνεις, οπότε δε βλέπουμε τίποτα ούτε μαθαίνουμε κάτι. Η εξώπορτα μας οδηγεί αναπόφευκτα στο παρελθόν.
`
78
Αρνούμαι να δίνω λογοτεχνικές συμβουλές –λέει ο Λουδέρ. Αλλά εάν κάποιος νεαρός επιμένει να μου τις ζητάει θα του απαντήσω όπως ένας τροχονόμος : απόφυγε τα στενάκια, πιάσε τις λεωφόρους.
`
84
Τίποτα δε με εντυπωσιάζει περισσότερο από τους άντρες που κλαίνε –λέει ο Λουδέρ–. Η δειλία μας μάς έχει κάνει να έχουμε στο μυαλό μας το κλάμα σαν πράγμα για γυναικούλες. Ενώ μόνο οι γενναίοι κλαίνε : για παράδειγμα, οι ήρωες του Ομήρου.
.
85
Της λείπει μια γενιά για να είναι πραγματικά ξεχωριστή –λέει ο Λουδέρ για μια φίλη με ταπεινή καταγωγή που έχει νοικοκυρευτεί και ανεβεί ψηλά. Άμα την παρατηρήσεις καλά, θα προσέξεις ότι πρέπει να είναι υπερβολικά σε εγρήγορση γιατί, στην παραμικρή αφροντισιά, της φανερώνεται η άκρη της χυδαιότητας .
`
86
Υπάρχουν τόσα πανεπιστήμια σήμερα –λέει ο Λουδέρ– στα οποία διανέμεται περισσότερη άγνοια απʼ ότι γνώση.
Οι εκπαιδευτικοί ξεχνούν πως η γνώση είναι σα τον πλούτο : όσο πιο πολύ μοιράζεται, τόσο λιγότερη φτάνει στον καθένα.
`
87
Ο Λουδέρ ρίχνει ένα βλέμμα αργό, κυκλικό και κουρασμένο στις χιλιάδες βιβλίων που γεμίζουν τα ράφια της βιβλιοθήκης του.
–Πόσα αγνοούμε! –αναστενάζει.
`
`
91
Τον βρίσκουν να τριγυρίζει αφηρημένος γύρω από το τραπέζι της βιβλιοθήκης του.
–Πρόσεξα –λέει ο Λουδέρ– ότι η ζωή μας συνίσταται μόνο στο να κάνουμε βόλτες και βόλτες γύρω από κάμποσα αντικείμενα.
`
92
Είναι οδυνηρό να αφήνεις τον κόσμο, εάν έχεις αποκτήσει μια μοναδική βεβαιότητα –λέει ο Λουδέρ–. Όλη μου η προσπάθεια έχει μειωθεί στο να επεξεργαστώ μιαν απογραφή αινιγμάτων.
`
94
Η λογοτεχνία είναι απατεωνία. Για κάποιο λόγο ομοιοκαταληκτούν.
`
95
Θα ʼδουνε μόνο αέρα κοπανιστό –λέει ο Λουδέρ–. Έχω καταβάλει τόση προσπάθεια για να κατασκευάσω το βάθρο που πλέον δε μου έμειναν δυνάμεις για να σηκώσω το άγαλμα.
`
.
**************************************************************
Περουβιάνος, συγγραφέας της γενιάς του 50, σύγχρονος του Λιόσα, θεωρείται ο καλύτερος διηγηματογράφος της λατινικής Αμερικής. Καλιέργησε όλα τα είδη του λόγου, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο, ημερολόγιοα αφορισμούς. Έζησε στο Παρίσι από το 1952 ως το 1958 και ξανά το 1961.Πέθανε το 1994 στο Περού.
Συγχαρητηρια και στους δυο.Ποσο πολύ χαίρομαι για αυτό το αποτέλεσμα,γι αυτη την όμορφη δουλειά.Οι προσδοκίες μου για το μέλλον ήδη απογειώθηκαν.
Οξυδερκής,ειλικρινής,ελεύθερος
Χούλιο Ραμόν Ριμπέυρο: Απάτριδες πρόζες (Prosas apátridas)
Της Δήμητρας Παπαβασιλείου (Μετάφραση για τον «Α»).
Πόσα βιβλία, Θεέ μου, και πόσο λίγος χρόνος –και, συχνά, πόσο λίγη διάθεση– για να τα διαβάσει κανείς! Η ίδια μου η βιβλιοθήκη, στην οποία άλλοτε ενσωματώνονταν μόνο έργα που είχαν προηγουμένως διαβαστεί και χωνευτεί, γεμίζει ολοένα με παρασιτικά βιβλία, τα οποία φτάνουν ως εκεί ένας Θεός ξέρει πώς και, μέσω ενός φαινομένου έλξης και σύμφυρσης, συμβάλλουν στο να μεγαλώνει επʼ άπειρον η σωρεία των γραπτών των μη προορισμένων να διαβαστούν· κάπου χαμένα μέσα σʼ αυτό το συνονθύλευμα βρίσκονται και τα δικά μου πονήματα… Ας μην πούμε σʼ εκατό χρόνια, μα σε δέκα, ή σε είκοσι, τι θα έχει μείνει απʼ όλα αυτά; Ενδεχομένως μόνο οι συγγραφείς που έρχονται από πολύ παλιά, η ντουζίνα των κλασικών που διασχίζουν τους αιώνες, συχνά δίχως να πολυδιαβάζονται, αλλά πάντα αγέρωχοι και ρωμαλέοι, μέσω ενός είδους φυσικής ώθησης ή κεκτημένου δικαιώματος. Τα βιβλία του Καμύ ή του Ζιντ, που μόλις πριν από δύο δεκαετίες διαβάζονταν μετά πάθους, πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σήμερα, έστω κι αν γράφτηκαν με μεράκι και μʼ αίμα; Γιατί σʼ εκατό χρόνια ο κόσμος θα συνεχίζει να διαβάζει Κεβέδο και όχι Ζαν-Πωλ Σαρτρ; Γιατί θα διαβάζεται ακόμη ο Φρανσουά Βιγιόν και όχι ο Κάρλος Φουέντες; Ποιο «συστατικό» πρέπει να βάλει κανείς σʼ ένα έργο για να το κάνει να διαρκέσει; Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η λογοτεχνική δόξα είναι μια λοταρία και η διάρκεια ενός έργου τέχνης ένα αίνιγμα. Και, παρʼ όλα αυτά, ο κόσμος συνεχίζει να γράφει, να εκδίδει, να διαβάζει, να σχολιάζει τα γραφόμενα. Η είσοδος σʼ ένα βιβλιοπωλείο είναι πράξη που φοβίζει σε σημείο παράλυσης κάθε συγγραφέα, αφού πρόκειται για τον προθάλαμο της λήθης: στις ξύλινες κόγχες του, τα βιβλία ετοιμάζονται κιόλας να κοιμηθούν τον αιώνιο ύπνο τους, πολλές φορές χωρίς καν να έχουν ζήσει. Ποιος Κινέζος αυτοκράτορας ήταν εκείνος που αφάνισε το αλφάβητο και κάθε ίχνος γραφής; Και ποιος Ηρόστρατος έκαψε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας; Ίσως αυτό που θα μπορούσε να μας χαρίσει εκ νέου την απόλαυση της ανάγνωσης να είναι η καταστροφή όλων όσα έχουν γραφτεί και το γεμάτο αθωότητα κι ευφροσύνη ξεκίνημα από το μηδέν.
***
Η ύπαρξη ενός μεγάλου συγγραφέα συνιστά ένα θαύμα, προϊόν καθώς είναι της τυχαίας σύγκλισης τόσων παραγόντων όσοι κι εκείνοι που συμβάλλουν στην εμφάνιση κάποιας καλλονής παγκόσμιου βεληνεκούς, από κείνες που στοιχειώνουν τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς. Για κάθε μεγάλο συγγραφέα, πόσες ανεπαρκείς εκδοχές χρειάζεται να δοκιμάσει η φύση! Πόσοι ατελείς Τζόυς, Κάφκα και Σελίν, άλλοτε κρυμμένοι και άλλοτε υπερβολικά προβεβλημένοι, έχουν υπάρξει! Κάποιοι πέθαναν νέοι, κάποιοι άλλαξαν επάγγελμα, άλλοι το έριξαν στο ποτό, άλλοι πάλι τρελάθηκαν, ενώ μερικοί απλώς στερούνταν ενός ή δύο από τα γνωρίσματα εκείνα που διαφοροποιούν τους μεγάλους λογοτέχνες από τους μέτριους ή και τους «παραλογοτέχνες». Ανεπαρκής μόρφωση, ασθένειες, έλλειψη υπομονής, οκνηρία, απουσία ερεθισμάτων, οικονομικές δυσχέρειες, έλλειψη φιλοδοξίας ή αποφασιστικότητας ή απλώς τύχης: όλοι ετούτοι οι παράγοντες μοιάζουν με το τελευταίο ψηφίο του τυχερού λαχνού, κρίσιμο για κάποιον που του λείπει μονάχα το καταληκτικό νούμερο για να κερδίσει το λαχείο. Ορισμένοι πιθανότατα συγκέντρωναν όλες τις αναγκαίες ιδιότητες, τους έλλειπε όμως η τυχαία –και φαινομενικά ασήμαντη– εκείνη συγκυρία (η ανάγνωση ενός βιβλίου, η συναναστροφή με τον τάδε φίλο) που θα λειτουργούσε ως αντιδραστήριο στην τέλεια κατά τα άλλα χημική ένωση και που θα της προσέδιδε το αληθινό της χρώμα. Κατά ανάλογο τρόπο, βλέπω μερικές φορές στο μετρό μια γυναίκα και σκέφτομαι: «Θα μπορούσε να είναι η Μπριζίτ Μπαρντό, κρίμα που της λείπουν είκοσι πόντοι ύψος»· ή «Ετούτη η ξανθιά μοιάζει στη Μαίριλυν Μονρόε, τα πόδια της όμως είναι σαν στέκες». Οι γυναίκες αυτές αποτελούν, με τη σειρά τους, τις ατελείς εκδοχές του πρωτότυπου μοντέλου, το ελαττωματικό εμπόρευμα που πωλείται σωρηδόν.
***
Ένας Γάλλος εκδότης, διαπιστώνοντας πως οι πωλήσεις των κλασικών έχουν πέσει, αποφασίζει να βγάλει μια νέα σειρά, στην οποία όμως οι πρόλογοι δεν θα ανατεθούν σε λογίους άγνωστους στο ευρύ κοινό, αλλά σε αστέρια της εποχής. Έτσι, η Μπριζίτ Μπαρντό θα γράψει τα προλεγόμενα στον Μπωντλαίρ, ο ποδηλάτης Ραϋμόν Πουλιντόρ εκείνα του Προυστ και ο ηθοποιός Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, ο οποίος στο παρελθόν ήταν μποξέρ, εκείνα του Ρεμπώ. Ο Μπελμοντό ξεκινά τον πρόλογό του μʼ αυτά τα λόγια: «Κάθε φορά που διαβάζω ένα ποίημα του Ρεμπώ νιώθω σαν να δέχομαι γροθιά στο σαγόνι». Εγγυημένες πωλήσεις.
***
[…]
http://www.oanagnostis.gr/%CF%87%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8C%CE%BD-%CF%81%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%85%CF%81%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B6/
Πολυ δυνατοί αφορισμοί…
Αυτοσαρκαστικο μιγμα βαθειάς γνώσης και του εφήμερου/της ματαιότητας και υπεροψίας .