Arthur Adamov – Άρθουρ Αντάμοβ (1908-1970)

Ο Άρθουρ Αντάμοβ (αρχικά Αντάμιαν) γεννήθηκε στην Καύκασο σε μια ευκατάστατη Αρμενική οικογένεια με συμφέροντα στην πετρέλαιο-βιομηχανία, η οποία, ωστόσο έχασε την περιουσία της το 1917. Είχε γαλλική παιδεία, τα γαλλικά ήταν η πρώτη του γλώσσα, και το 1924 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου σε ηλικία δεκαέξι ετών ήρθε σε επαφή με τους υπερρεαλιστές. Αργότερα εξέδωσε το περιοδικό Discontinuité και έγινε φίλος με τον Πωλ Ελουάρ [Paul Ểluard – 1895-1952]. Μετά πέρασε μια κρίση την οποία περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του Η ομολογία (LʼAveu, 1946). Απόσπασμα από το βιβλίο είναι το εξής (και σίγουρα η βάση της υπαρξιακής λογοτεχνίας και το θέατρο του παραλόγου):
Τι βρίσκεται εκεί; Πρώτʼ απʼ όλα ξέρω ότι είμαι εγώ. Μα ποιος είμαι εγώ; Το μόνο που ξέρω είναι ότι υποφέρω. Κι αν υποφέρω είναι επειδή στην προέλευση του εαυτού μου υπάρχει ακρωτηριασμός, χωρισμός.
Είμαι χωριστός. Από τι έχω διαχωριστεί ― δεν μπορώ να το ονομάσω. Αλλά είμαι χωριστός.
Τα πρώτα θεατρικά έργα του Αντάμοβ ήταν επηρεασμένα από τον εξπρεσιονισμό από την άποψη ότι ήταν ενάντια στην παρουσίαση ονομαστικών χαρακτήρων, και επανήλθαν σε τύπους. Αυτό το έργο είναι μια σαφής απόδειξη ότι όλα τα πρωτοποριακά ρεύματα δεν είναι παρά όψεις ή εξελίξεις του αρχικού εξπρεσιονισμού.
Ο Αντάμοβ, αν και πάντα έδειχνε συμπάθεια στον κομμουνισμό, βαθμιαία μεταστράφηκε από ένα βασικά μεταφυσικό κέντρο βάρους σʼ ένα αδιαμφισβήτητο μαρξιστικό, συγγενικό με την ιδέα του Μπέρτολτ Μπρεχτ για «επικό θέατρο». Υπήρξαν γνώμες ότι μια αυστηρή τήρηση της θεωρίας του παραλόγου οδηγεί σε αγονία. Πάντως τα θεατρικά έργα του Αντάμοβ είχαν πάντα περισσότερη ουσία, μυστήριο και πάθος από αυτά του Ευγένιου Ιονέσκο [Eugène Ionesco – 1909-94]. Μολονότι σκοπεύει να παρουσιάσει τον Αποξενωμένο Άνθρωπο παρά αποξενωμένους ανθρώπους, μια ρεαλιστική συναίσθηση για τους τελευταίους διαποτίζει τα περισσότερα έργα του. Τον ενδιαφέρουν τα άτομα όσο και οι αφηρημένες ιδέες. Ο Αντάμοβ βλέπει την αποξένωση του ανθρώπου από το ακατονόμαστο (Άλλοτε το έλεγαν Θεός. Σήμερα δεν έχει πια όνομα.) να τον ακρωτηριάζει, και σʼ ένα από τα έργα του το δείχνει κυριολεκτικά: στο Η μεγάλη και η μικρή μανούβρα (La Grande et la petite manœuvre, 1950) το θύμα αντίθετων πολιτικών παρατάξεων κόβεται κούτσουρο σʼ ένα αναπηρικό καροτσάκι, αλλά και οι ακτιβιστές παρουσιάζονται εξίσου αξιολύπητοι. Η εισβολή (LʼInvasion, 1950) έχει να κάνει με την αναζήτηση του Πιέρ για το τι σημαίνει το εξέχον λογοτεχνικό έργο του γαμπρού του. Ο Ζαν του έχει κληροδοτήσει την τεράστια συλλογή των εγγράφων του, αλλά βρίσκονται σε τέτοια άθλια κατάσταση που είναι αδύνατο να τα βάλεις σε τάξη. Ο Πιέρ τελικά καταστρέφει τα έγγραφα, που μέχρι τώρα έχουν καταστρέψει τον ίδιο.
Ο καθηγητής Ταράν (Le Professeur Taranne, 1953) βασίζεται σε ένα όνειρο του συγγραφέα. Ο καθηγητής Ταράν κατηγορείται για άσεμνη συμπεριφορά και λογοκλοπή, και βρίσκεται σε μια κατάσταση που μόνο καφκική μπορεί να την περιγράψεις.

Λίγο μετά ο Αντάμοβ έφτασε στο καλύτερο θεατρικό του έργο, και η καλύτερη παραγωγή του θεάτρου του παραλόγου: Το πινγκ-πόνγκ (Le Ping-Pong, 1955) όπου μια μηχανή αποκτά τον έλεγχο ανθρωπίνων υποθέσεων (και σημειωτέον μια μηχανή που είναι τυχερό παιχνίδι). Δυο νεαροί που παίζουν φλίπερ σε μια καφετερία φθάνουν να το θεωρούν έργο τέχνης καθώς και μια καλή επιχειρηματική επένδυση. Γίνονται σκλάβοι του φλίπερ, και στο τέλος τους βλέπεις σαν δυο ανόητους γέροντες να παίζουν πινγκ-πόνγκ ― ο ένας πεθαίνει κι ο άλλος μένει μόνος. Αυτό είναι σαφέστατα ανοικτό σε μαρξιστική όπως και σε «παράλογη» ερμηνεία.

Με το επόμενο έργο του, Πάολο Πάολι (Paolo Paoli, 1957), γύρισε την πλάτη του στο παράλογο και υιοθέτησε το πολιτικό θέατρο του Μπρεχτ, αλλά όχι με υπεραπλουστευτικό τρόπο. Το  Πάολο Πάολι αφορά τα χρόνια 1900-14, όταν υπόβοσκε ο Αʼ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Πάολο ζει σκοτώνοντας σπάνιες πεταλούδες, ο φίλος του εμπορεύεται φτερά στρουθοκάμηλος: η ομορφιά καταστρέφεται από το κίνητρο οικονομικού οφέλους. Σʼ αυτό το περίπλοκο θεατρικό έργο η επιδεξιότητα του Αντάμοβ είναι σχεδόν ισάξια με του Μπρεχτ.

Ο Αντάμοβ αυτοκτόνησε το 1970.

***

Mário de Sá-Carneiro.jpg

Mário de Sá-Carneiro – Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο (1890-1916)

Ο Πορτογάλος ποιητής και μυθιστοριογράφος Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο γεννήθηκε στη Λισαβόνα το 1890 και πέθανε στο Παρίσι το μέσον του Αʼ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ο πιο στενός φίλος του μείζονος Πορτογάλου ποιητή του περασμένου αιώνα,  Fernando Pessoa [Φερνάντο Πεσσόα] (1888-1935), τον οποίο συνάντησε όταν σπούδαζε Δίκαιο στην Κοίμπρα (Coimbra) και ο οποίος Πεσσόα τον γνώρισε στην αβανγκάρντ μονάδα της Λισαβόνας, Orpheus. (Η περίφημη επιθεώρηση Orpheus εισήγαγε το μοντερνισμό στην Πορτογαλία.) O Σα-Καρνέιρο ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν δύο ετών, και τον μεγάλωσαν οι παππούδες του. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία δώδεκα ετών, και ο Πεσσόα του έδωσε κίνητρα να συνεχίσει. Για την εποχή του ήταν πράγματι πρωτότυπος. Ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής, Dispersion [Διασκόρπιση] (1914), υποδηλώνει το θέμα του: η διάσπαση είναι της δικής του προσωπικότητας, την οποία παρακολουθούσε μέχρι που δεν μπόρεσε άλλο να υπομείνει. Σʼ ένα από τα ποιήματά του προβλέπει τον θάνατό του στο Παρίσι. Η μεταγενέστερη ποίηση του είναι γραμμένη με τη συναίσθηση θανάτου για την ψυχοπνευματική του κατάσταση. Ο Σα-Καρνέιρο και ο Πεσσόα ανέπτυξαν μια κατά βάση νεωτεριστική διαδικασία την οποία ονόμασαν interseccionismo: ισούται μʼ ένα είδος πρωτόγονου ερμητισμού (το ποιητικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα, που χαρακτηριζόταν από έλλειψη ειρμού και ανορθόδοξη δομή) όπου υποκειμενικές εικόνες αλληλοσυνδέονται για να παρουσιάσουν μια ποίηση με εσωτερική αλλά όχι εξωτερική συνοχή. Λίγο πριν πεθάνει, ο Σα-Καρνέιρο έστειλε στον Πεσσόα τα αδημοσίευτα ποιήματά του, γραμμένα σʼ αυτό το ύφος, που δημοσιεύθηκαν το 1937, με τον τίτλο Indicios de Oiro (Ενδείξεις Χρυσού). Έγραψε και μια νουβέλα, Η απολογία του Λούσιο όπου επίσης περιγράφει το πνευματικό του κατάντημα. Οι Επιστολές στον Πεσσόα (1958-9) έχουν, επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Σα-Καρνέιρο, με γνήσιες συγγένειες με τον Ρεμπό (1854-1891) υποφέροντας από κατάθλιψη και απογοητευμένος από τη ζωή του, αυτοκτόνησε σε ηλικία είκοσι έξι ετών, σʼ ένα ξενοδοχείο της Μονμάρτης.