Ό Μπάμπης Ζαφειράτος, εμφανίστηκε και ξεκίνησε την πορεία του όταν περίπου, άλλος λίγο πιο νωρίς, άλλος αργότερα, ξεκίνησαν και οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του 70, παρουσιάζοντας, το 1977 τα ποιήματά του στην «Γ΄ συνάντηση Νέων Δημιουργών» που από το 1975, ένα μήνα (και αργότερα δύο) κάθε χρόνο, μέχρι και το 1983, διοργάνωνε στο «Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ», ο πολύτιμος, ο αξεπέραστος και αξέχαστος για όλους μας, ζωγράφος –και κυρίως μόνος στην κορυφή ακόμη και σήμερα «ακουαρελίστας»–, Ασαντούρ Μπαχαριάν. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ζαφειράτος, συμμετέχοντας ενεργά στα τεκταινόμενα, δημοσιεύει κείμενα του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και ποιήματα του στα διαδραματίσαντα σπουδαίο –το δεύτερο μάλιστα ιστορικό ρόλο– περιοδικά «Τομές» και «Τραμ». Στη συνέχεια όμως, ό Ζαφειράτος για λόγους που ο ίδιος επέλεξε, σταμάτησε να εμφανίζεται με δημοσιεύσεις ή άλλες παρεμβάσεις στην λογοτεχνία μας.
Και λέω «σταμάτησε να εμφανίζεται με δημοσιεύσεις», ακριβώς διότι κρατώντας στα χέρια μου το σχολιαζόμενο εδώ άρτι εκδοθέν βιβλίο του, με έναν εξαίσιο πίνακα του Ανδρέα Ζαφειράτου στο εξώφυλλο, ο οποίος αποδίδει άριστα –δεν μπορώ να αντισταθώ και να μη το αναφέρω– τον τίτλο της συλλογής και το κλίμα του βιβλίου, δεν διέκοψε την επαφή του με την γραφή αλλά, τουναντίον, την καλλιέργησε –όπως φαίνεται– με πάθος, άφατη αφοσίωση και προσήλωση, επιτυγχάνοντας μάλιστα και αποτελέσματα σπουδαία. Ας διατρέξουμε το βιβλίο όμως, κάπως πιο αναλυτικά: Ως εκ τούτου, από διαίσθηση, θέλω να επισημάνω ότι πρόκειται για μια «Επιλογή», και μάλιστα πολύ αυστηρή, ποιημάτων γραμμένων από το 1972 μέχρι και το 2005, χωρισμένο με τρόπο ευκρινέστατο, σε εννέα περιόδους. Όσον αφορά την πρώτη περίοδο-ενότητα «Τα πουλιά, (1972)», τα ποιήματα, αν και φαίνονται να είναι ερωτικά, εν τούτοις ο προσεκτικός και υποψιασμένος αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι αυτά δεν απευθύνονται παρά σε μια πολυπόθητη ελευθέρια πού λόγω της χούντας είχε καταλυθεί και που δεν διαφαινόταν, ούτε καν στο βάθος του ορίζοντα, να ξαναέρχεται.
Στο ίδιο κλίμα κινούνται και τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας «Από τη ζωή των αγαλμάτων, (1973- 1974)», μόνο πού εδώ ο ερωτισμός του λόγου αντικαθίσταται από μια ζοφερή τραχύτητα, καθότι είχαν ήδη διαδραματιστεί τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου και ο πόνος γίνεται πιο άμεσος, θρηνώντας πλέον πιο σπαρακτικά την ολοκληρωτική συντριβή της ελευθερίας: Κορμιά από γύψο εκμαγεία ραγισμένα. Όλα σημαδεμένα από τη μνήμη σου. Βαθύτατα απελπισμένος για την καταρράκωση της πόλης του, της Αθήνας: Αύριο θα με καλείς να σε αναστήσω πόλη με τις εφτά πληγές. Θα κείτομαι νεκρός στους σκουπιδότοπους. Η γη –θα πεις– σε πρόσμενε να φτάσεις ως τούς πόλους της κι εσύ ναυάγησες στην άβυσσο του ισημερινού σου. Ανεπιτήδευτα τραγικός: Πήγαν βαθιά στο χρόνο και τούς έθαψαν. Τρελοί και χόρεψαν με ματωμένα ρούχα, με βρισιές. Όταν ζητούσες να σταθώ έφυγα κατά τη θάλασσα με δυο φτερά κρυμμένα στα πλευρά μου. Οι πόρτες μπάζοντας αέρα και νερό. Αλλά και έκπληκτος για το φιάσκο και την κατάντια: Πώς έγινε και βρέθηκα μακριά απʼ της φυλακής σου τα σινιάλα. Πρόδωσα φίλους τη στάχτη άφησα εντός μου να σταλάξει. Αν θα μʼ ακούσεις είναι που θα μιλάω με τούς ίσκιους. Εδώ. Ποντισμένος κι ακίνητος. Μια σημαδούρα στη μέση του φόνου.
Το 1974 ή δικτατορία κατέρρευσε και την θέση της διαδέχτηκε ή «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», γεγονός πού σημάδεψε έντονα αλλά και διαφορετικά την τρίτη ενότητα του βιβλίου «Άσματα για τούς ταξιδιώτες των τρένων, 1974-1976», την καλύτερη, ή οποία αποτελεί, νομίζω, και τον κεντρικό κορμό ολόκληρου του μέχρι τώρα έργου του ποιητή. Και χρησιμοποίησα λίγο πιο πάνω την λέξη «διαφορετικά», διότι αυτός εδώ, τώρα πια, φαίνεται να πιστεύει ότι ή ζωή και ή Επανάσταση, είναι δυο ράγες ακάρπως παράλληλες, που θα συναντηθούν ευεργετικά μόνο μέσα από μια ουσιαστική και πέρα από ανεφάρμοστες θεωρίες, σύμπραξή τους· και, φυσικά, τούτο θα συμβεί μόνον εάν συμπέσει να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι που θα μπορέσουν με την εκρηκτικότητα της ψυχής και της καρδιάς τους να πράξουν κάτι τέτοιο: Αεί o θεός γεωμετρεί. Ώσπου ο Διάκος και ο Βελουχιώτης τίναξαν στον αέρα τις γραμμές των παραλλήλων. Θα μας πει, στο θαυμάσιο ποίημά του «Σπουδή για Επανάσταση». Στο σημείο αυτό, θεωρώ αναγκαίο να διευκρινίσω ότι ο ποιητής βρίσκεται φαντάρος. Βλέπε ποιήματα: «Όπως στα μακρινά φυλάκια», «Νέον Άστρον» –ξενοδοχείο – ερωτική φωλιά, όπως αφήνεται να γίνει αντιληπτό– «Ημερήσια διαταγή» και «Έξοδος»– όπου ως απολυόμενος οσονούπω, ονειρεύεται έναν διαρκή αγώνα για την αποτίναξη κάθε μορφής εξουσίας και στην προκειμένη περίπτωση αυτή της στρατιωτικής: Μετρώντας τη θητεία σου στο τέρμα περίμενε τις τρεις τη νύχτα που θα φύγεις. Χωρίς εθνόσημο. Ξεκούμπωτος. Με τα μπατζάκια έκτος περισφυρίων. Τις τρεις τη νύχτα πού γεννάει τους συνωμότες. Βρίσκεται φαντάρος, έλεγα (στην Λαμία όπως συνάγεται) και, ίσως από την πόλη αυτή επηρεασμένος, η ενότητα είναι «στοιχειωμένη» από δύο πρόσωπα της ιστορίας μας: από τον Εθνομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο και από τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη. Για τον Βελουχιώτη μάλιστα, με τον τίτλο «Ωδή στον Άρη», έχει συνθέσει το καλύτερο, σίγουρα και ανεπιφύλακτα, ποίημά του. Και όχι καλύτερο, θα έλεγα μόνο ανάμεσα στα δικά του, αλλά και ανάμεσα σε αυτά ολόκληρης της γενιάς του 70. Όπως από τα πιο ωραία του ποιήματα, με στίχους ευρηματικούς και μακράν ευρισκόμενους από κάθε κοινοτοπία, είναι και αυτά της επόμενης ενότητας «Μικρή Εβδομάδα (1977)», αμιγώς ερωτικά αύτη την φορά και «σημαδεμένα» εύστοχα, από τον στίχο-μότο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Μέγα κεράσι ώριμο / πού δυο το πιπιλίζουν χείλη», ενώ στις τρεις επόμενες ενότητες , «Σε κοινή θέα (1978-1980)», «Οι λέξεις, (1982)» και «Με δυο φεγγάρια (1983-1985)», οι οποίες φαίνεται να αποτελούν ένα συμπαγές σύνολο, τα πράγματα αλλάζουν και γίνονται και πάλι θλιβερά, μια και ο νέος τρόπος ζωής, αυτός του υπερκαταναλωτισμού και της θεοποίησης του χρήματος, δίνει την ευκαιρία στον Ζαφειράτο, να μας μεταδώσει αυτή την φάρσα στα πλοκάμια της οποίας μας έριξαν, σχολιάζοντας μοναδικά ανθρώπους που από ιδανικοί επαναστάτες, κατέληξαν «ιδανικοί αυτόχειρες» του Καρυωτάκη («Αναβάλλοντας»). Άλλα και ο χαμός κάποιου βαθύτατα αγαπημένου (συγγενούς εξ αίματος;) προσώπου («Εκδημία») επιτείνουν την πίκρα, όπως και το τοπίο του συντελεί σε αυτή την επίταση, αφού είναι παρομοίως θλιβερό (βλέπε ποιήματα «Σημείο Μηδέν (I)» και «Σημείο Μηδέν (IΙ)», μια περιοχή, κρανίου τόπος για όσους την γνωρίζουν, κάπου πριν τα Γιαννιτσά, ατερμόνως άγονη, και συνήθως, λόγω των συχνών πλημμυρών ίσως, βυθισμένη στο νερό και στον βούρκο), παρότι εκεί, ο ποιητής, φαίνεται να ταξιδεύει για να συναντήσει μια νέα, μέσα στην ζωή του, ζωή –«Σημείο μηδέν (ΙΙ)»: (…) Το όριο πού χάνεται το βλέμμα μου μέσα στο βλέμμα ενός παιδιού σαν με κοιτάει και τρέχει να κρυφτεί μες στις παλάμες του.
Αν και ή χαρά έρχεται να μας παραπλανήσει στις δύο επόμενες ενότητες –«Με δυο φεγγάρια (1983-1985)» και «Τυφλός προσκυνητής (1985-1987)»–, αποτελούμενη ή πρώτη από είκοσι άψογης λεπτότητας και ευθυβολίας χάϊ-κάϊ, ενώ η άλλη από ποιήματα ερωτικά, θαυμάσιας υφής, ακολουθεί η τελευταία ενότητα, «Ο θάνατος κοιτάζει με τα μάτια μας (2001-2005)», για να μάς βυθίσει, όχι αυτή την φορά στην λύπη ή στην θλίψη αλλά, κυριολεκτικώς, στον τρόμο, μια και τα ποιήματά της μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο νέος τρόπος ζωής, που μέσα του έχουμε καταποντιστεί, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, έχει κάνει τόσο ανελαστικές τις ευαισθησίες της ψυχής μας, ώστε να έχουμε εξοικειωθεί πλέον με τον θάνατο τόσο πολύ, ώστε να τον θεωρούμε ή, πιο εύστοχα, να τον βλέπουμε σαν ένα καθημερινό τηλεοπτικό ριάλιτι: «Ανοίξεως Τρίπτυχο, Σκηνή τρίτη». Αλλά και τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας, είναι το ίδιο αποτρόπαια τρομακτικά. Για να γίνω αντιληπτός, ας διαβάσει κάποιος το ποίημα «Σκιές», αναφερόμενο στους σύγχρονους περιπλανώμενους, ρακένδυτους, απελπισμένους και πεινασμένους μετανάστες που η αδιαφορία του σύγχρονου κεφαλαίου της Ευρώπης δημιούργησε. Το σπουδαίο ακόμη «F-14». Για όσους δεν θυμούνται είναι τα αεροπλάνα με σήμα τους την νεκροκεφαλή(!) που έκαναν δοκιμές –όπως προκύπτει από την ημερομηνία στο τέλος του ποιήματος «Φεβρουάριος 2003»– προκειμένου να ξεκινήσουν τη φρικαλέα εισβολή στο Ιράκ. Ας διαβάσει, επίσης, το επόμενο ποίημα, «Πικρό τραγούδι για το φεγγάρι», ορμώμενος και πάλι από την σημείωση στο τέλος, «20 Μαρτίου 2003. Ξημερώματα», μέρα και ώρα κατά την οποία ξεκίνησε η δεύτερη και ολεθρίως χειρότερη εισβολή στο ‘Ιράκ. Όπως και πάλι, ωθημένος από την ένδειξη «Απρίλιος 2005», αλλά και από το μότο του ποιήματος «Όμορφες μέρες!», ας γευτεί την τρυφερή πίκρα που μας προκάλεσε ο θάνατος του Μίλτου Σαχτούρη, στις 29/3/2005. Επιπλέον, το ποίημα αυτό, καθώς και το επόμενο «Για εσάς», με μότο του Μανόλη Αναγνωστάκη, περικλείουν και τα δυο μαζί, με τον πιο σαφή, λιτό και εύγλωττο τρόπο, συμπυκνωμένη και την φιλοσοφία ολόκληρου του βιβλίου: Φίλοι που σας αφήσαμε σε όχθες αφιλόξενες Όσοι χαθήκατε στα χαρακώματα του νου μας Εσείς που σας γνωρίσαμε σε κάποιο καθημερινό μας θάνατο Όλοι εσείς που περιμένουμε ακόμα να φανείτε Κι ακόμα εσείς κρυφά της νιότης μας σημάδια Για εσάς Θα επιστρέφω πάντα Συλλαβίζοντας.
Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω ότι ο Μπάμπης Ζαφειράτος είναι ποιητής έντονα πολιτικά σκεπτόμενος, και πως ή ποίησή του είναι γαλουχημένη με τους Έλληνες, κυρίως, ποιητές· ιδιαίτερα δε, έχει τις ρίζες της στην μαχητική κομψότητα αυτών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο λόγος του δε, του Ζαφειράτου, είναι πληθωρικός άλλοτε –επʼ ουδενί όμως πλατειάζων– και, άλλοτε, συναρπαστικά ελλειπτικός. Είναι λόγος χαμηλόφωνος στην ουσία, λόγος ανθρώπου ερωτικής ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή πέρα, φυσικά, από τα στενά πλαίσια αυτού που έχει επικρατήσει να θεωρούμε σήμερα «ερωτικό λόγο». Γνωρίζοντας το έργο του μέχρι και το 1977, μέσα μου αυτό κατείχε μια εξαιρετική θέση. Τώρα που το διάβασα ολόκληρο, μέχρι και το 2005, ή θέση αυτή, στη συνείδηση μου, μετετράπη σε περίοπτη.
http://varelaki.blogspot.gr/2013/06/notationesioynio-2013.html