
Ελληνικός Χειμώνας
κι ο άξιος εύκολα μένει στʼ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος
Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Σήμερα στάχτη ο ουρανός.
Σύννεφα καπνοί του πολέμου
κι εσύ σʼ αυτή την κάμαρη
της κρύας μοναξιάς
έρχεσαι
για νʼ ανοίξεις το παράθυρο
σʼ αυτό τον τόπο που ξεριζώνεται
από τον άνεμο της αδικίας.
Πώς νʼ αντέξεις.
Αιώνων βροχή
ακατάπαυτη από μοχθηρία
και ολιγόνοια γδέρνει τα κόκαλα
του άξιου
μα εκείνος
βλέποντας πάνω
μένει ακόμη
ορθός.
Πώς νʼ αντέξεις.
Στάχτη ο τόπος
παγωμένος ουρανός που διώχνει
τα παιδιά του Μια θυμωμένη
θάλασσα εκβράζοντας στην αμμουδιά
κουρέλια σκουπίδια σκοινιά
σάπιους καρπούς αδύναμα σανίδια.
[Στέφανος Μπεκατώρος [1947-2006], Οδός Κυδαθηναίων, Πλέθρον, 1991]
*
Ζωντανός
Μαζεύει το κορμί του, γίνεται κρέας σκληρό.
Κατεβαίνει στο υπόγειο κλείνει την καταπαχτή
σωπαίνει.
Δε θέλει ν’ ακούσει τις φωνές. Μέσα στην
υποψία λιώνει αυτός μέσα στη στέρηση.
Έξω περνούν τα τεντωμένα πανιά, δυνατές
κραυγές χτυπιούνται στα μεγάφωνα, τρίζουν
τα βήματα στους δρόμους.
Αυτός εκεί στην κάμαρη χτυπιέται με τα έπιπλα –
ζωντανός μονάχα για τον εαυτό του.
*
ΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ
Ποιος άραγε βάφει την ώρα τούτη με κίτρινη
Ώχρα τα σπίτια εκεί απέναντι όπως τα βλέπεις
Ανατολικά νότια κάτω από γαλάζιο καρφωμένο
Με χρυσά καρφιά χωρίς κανένα σύννεφο;
Ποιος αλλάζει το χρώμα σιγά σιγά δίνοντας
Το γλυκό ρόδινο; Ποιος φέρνει αργόσυρτο
Το γλαυκό και ύστερα το γκρίζο μεταλλικό
Και σκοτεινό; Και ποιος μαύρη πονετική
Κουβέρτα θα ρίξει να ζεστάνει το πικρό
Κορμί σου; Έτσι θα ζεις πια τις ημέρες
Και τα απογεύματα ώρα την ώρα ώσπου
Ο χρόνος ίλιγγος θα σβήσει τα μάτια σου.
*
ΓΑΛΑΖΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ
Στο τέλος θα αφήσουμε κάτι σκουπίδια χρήσιμα
Για τον κάδο κάτι άσπρα σκατά σκόνη να την πάρει
Ο άνεμος για να την φτύσει στο μαύρο χώμα.
Τί άλλο; Ά ναι-μπορεί να μας δοθεί γαλάζιο χρώμα
Για τη γέφυρα που θα στήσουμε ανάμεσα
Στα δάκρυα μάτια μας.
*
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
μονόλογος ποιητού
Ας ήτανε να μου έκοβαν το δεξί να μην γράφω πια.
Ας με άφηναν έρημο στη μοναξιά να υμνώ τον έρωτα
Να χαίρομαι την βροχή στα λυρικά δάκρυά μου
Να μην με κόβουν κομμάτια οι άρπαγες του ψωμιού
Χρήμα χαρτί που κάνουν τα ρημαγμένα σωθικά μου.
Ας ήτανε να ήμουν λωποδύτης στην Αραβία σε πέτρα
Να μου έκοβαν το δεξί μ’ ένα χέρι ζητιάνος καλύτερα
Παρά ριγμένος στη φωτιά που σιγοκαίει. Όμως προβιά
Όπως είμαι καλύτερα για να σκουπίζουν οι έμποροι
Των ψυχών τα αγκάθια χέρια τα σίδερα πόδια τους.
*****
Σωτήρης Παστάκας: Στέφανος Μπεκατώρος, Κομμάτια για Τρία Δάκτυλα, Αίνος, Αθήνα 2005
Ένα ακόμη βιβλίο ποιητή της γενιάς τουʼ70;
Όχι.
Αν η έκπληξη έχει πλέον χαθεί από τους ποιητές τουʼ70 και των άλλων γενεών, αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της ποιήσεως παγκοσμίως. Η ποίηση μοιάζει σαν να έχει εξαντλήσει την προωθητική της δύναμη, μετά από ιστορία τόσων εκατοντάδων αιώνων, και οι επικοί ποιητές παραμένουν ακόμη και στις ημέρες μας οι μεγαλύτεροι. Ξαναδιαβάζουμε Όμηρο, με ευχαρίστηση, αλλά τη νέα συλλογή του ποιητή τη διαβάζουμε υποχρεωτικά και εξ ανάγκης. Ξέρουμε ότι δεν θα μας εκπλήξει, ξέρουμε εν ολίγοις τι μας περιμένει, κι η ανάγνωσή της περιπίπτει αυτομάτως στις προσδοκίες μας. Έχουμε μάθει να περιμένουμε την έκπληξη από αλλού: την επιστήμη, την αστροφυσική, την τεχνολογία. Η ποίηση πλέον, σε φαντασιωτικό επίπεδο έχει πάρει την κατιούσα. Αυτό δεν έχει φυσικά να κάνει μόνο με τους ποιητές τουʼ70, αλλά με την ποίηση εν γένει όπως γράφεται και εισπράττεται σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη γη σήμερα.
Ένα κοιμητήριο για μικρές και μεγάλες παροδικότητες, μας προσφέρει ο Στέφανος Μπεκατώρος στο νέο του βιβλίο, κι είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να διατυπώσει κάτι παρόμοιο. Ποιητής της γενιάς του ʼ70, και μάλιστα πρώτος ανθολόγος της, την γνωρίζει από την καλή και την ανάποδη, μια και υπήρξε ο μόνος που παραιτήθηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων, κι από όλες τις επίσημες θέσεις και τα αξιώματα, που άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι «ομότεχνοί» του κατέχουν με νύχια και δόντια.
Ποιήματα που επιτέλους μας εκπλήσσουν, όμορφα και άσχημα δεν έχει σημασία, ποιήματα που βγαίνουν από τη στάση ζωής και ποίησης του συντάκτη τους. Ένας συντάκτης της ατακτοποίητης ζωής με τα σκατά της είναι κι ο Ποιητής. Η λέξη «σκατά» επανέρχεται αρκετές φορές στα ποιήματα αυτής της συλλογής, χωρίς να μας ενοχλεί και χωρίς να περισσεύει. Περισσεύουν τα σκατά γύρω μας. Τα σκατά του Στέφανου Μπεκατώρου μας είναι ευπρόσδεκτα.
Κυρία μου ό,τι σκατά
Κι αν είμαστε-ποιητές δήθεν συγγραφείς δήθεν
Διανοούμενοι δήθεν άνθρωποι των γραμμάτων
Γλύπτες δήθεν ιερείς-μήπως δεν καταλήγουμε
Όλοι στο σκοτάδι; Σπυριά σταριού στο άβυθο
Μας ρίχνουν πηγάδι και τίποτε την πτώση μας
Δεν πρόκειται να σταματήσει.
(δημοσιεύθηκε στο πρώτο (και μοναδικό) τεύχος του περιοδικού ΑΨΕΝΤΙ, τον Απρίλιο του 2006
http://www.poiein.gr/archives/216/index.html
************
Βασίλης Καλαμαράς: Ο Στέφανος Μπεκατώρος Κηδεύτηκε στην Κεφαλονιά
«Αφήστε με να σας πω τι είναι ποίηση/ Αφήστε με να απαντήσω τι είναι ποίηση/ Είναι ένα καντήλι που καίει αίμα/ Το αίμα μου»
Ο Στέφανος Μπεκατώρος στα εξήντα του χρόνια δεν άντεξε τη συντριβή του χρόνου, όταν η μοναξιά θεριεύει και οι φίλοι λιγοστεύουν. Η κηδεία του έγινε χθες στην Κεφαλονιά. Είχε γεννηθεί το 1947, με ρίζες από την Κεφαλονιά και την Κωνσταντινούπολη. Αρχισε να δημοσιεύει ποιήματα το 1968, χωρίς να παραλείπει τις σπουδές του. Τον είχαν κερδίσει η χημεία, η νεοελληνική λογοτεχνία και η βιβλιοθηκονομία. Την πρώτη δεν την άσκησε ποτέ. Τις άλλες δύο τις υπηρέτησε ώς το τέλος: θα τον θυμόμαστε πάντα ως μαχόμενο βιβλιοθηκάριο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Η ποίησή του βγαίνει κατευθείαν από τα συμφραζόμενα της δικτατορίας και την προϊούσα ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας, με τα χαρακτηριστικά της μεγαλούπολης Αθήνας, η οποία ποτέ δεν έγινε μητροπολιτικό κέντρο: αντικαθιστούσε τη μνήμη του παρελθόντος με το σύγχρονο αίσθημα του άγχους που τυφλώνει. Ο Στέφανος Μπεκατώρος αναζήτησε στο πένθος του μεταπολεμικού ανθρώπου τον τόνο που έδωσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, ενώ ο Μίλτος Σαχτούρης του κλειστοφοβικού δωματίου οριοθετεί το σκηνικό των ποιητικών του χώρων.
Η ποιητική ανθολογία «Η Νέα Γενιά, 1965-1970» (1971), με πρωτοεμφανισθέντες ποιητές, καθώς και η συμμετοχή του στη σύνταξη των τόμων «Κατάθεση ’73» και «Κατάθεση ’74» των εκδόσεων «Μπουκουμάνη», θεωρήθηκαν χειρονομίες αντίστασης εναντίον της δικτατορίας. Στην συγκεντρωτική έκδοση «Πατριδογνωσία 1968-1998» βρίσκουμε τα ποιήματα μιας τριακονταετίας. Η «Δυστυχία στα δάχτυλα» ήταν η τελευταία επίκληση στα φάρμακα της τέχνης, χωρίς λύτρωση.
Η έκδοση των «Απάντων» του αυτοκτόνου ποιητή Αλέξη Τραϊανού αποτέλεσε μια πράξη φιλίας. Στις μεταφράσεις έργων του Πόε ήταν η ψυχική συγγένεια που τον οδήγησε στην απόδοση του Αμερικανού συγγραφέα στα ελληνικά. Τα δοκίμια του Ελιοτ πολύ αγάπησε και παρέδωσε έναν τόμο στην ελληνική βιβλιογραφία.
( Έτσι μετέδωσε το θανατό του ο Β. Καλαμαράς, στην Ελευθεροτυπία)
***************
O Αλέξης Ζήρας γράφει στην Αυγή.
Ζητούσε διαρκώς έναν λόγο που θα του πρόσφερε ένα αίσθημα σταθερότητας και θα του δημιουργούσε τη σιγουριά της ενότητας, και τούτο γιατί με την υπεροξυμένη ευαισθησία του πολλές φορές έφτανε στο σημείο να μεταμορφώνει σε δική του ψυχική αρρώστια τη νοσηρότητα που διέπει κάθε έκφραση του δημόσιου βίου μας. Σ’αυτά, δηλαδή στα θέματα που σχετίζονται με την προσωπική, ηθική μας στάση απέναντι στα κοινά, ήταν ανυποχώρητος και εξαιρετικά καυστικός. Σε σημείο υπερβολής, όπως γνωρίζαμε όσοι από τους συνομιλήκους του συνεχίζαμε να τον θυμόμαστε με την τρυφερότητα και τη θλίψη του “από χρόνια χαμένου αδελφού”. Δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα, αλλά νομίζω ότι ουσιαστικά ο Στέφανος κυνηγούσε παντού ένα άπιαστο φάντασμα γενναιότητας, ευθύτητας, άδολης ειλικρίνειας, αγγελικής αθωότητας. Και, υπερασπιζόμενος τώρα τη σκιά του -επειδή ο ίδιος πλέον έχει περάσει στην άλλη όχθη- πιστεύω πως ήταν απολύτως αδύνατο για έναν με τη δική του, παθιασμένη ιδιοσυγκρασία, να μην αισθάνεται ξένος και αποσυνάγωγος. Είχε συνεχώς το βασανιστικό συναίσθημα ότι ζούσε σε έναν κόσμο που τα καταφύγιά του κλείνουν το ένα μετά το άλλο~ ότι διέσχιζε μια εποχή στην οποία η εντιμότητα μετρά ως γραφικότητα.
Ο Μπεκατώρος δεν μιλιότανε. Μικροκαμωμένος. Με πήρε από μπροστά. Είχε χάσει το κριτήριο. Τώρα που διαβάζω τη συνέντευξή του το καταλαβαίνω:
Μην επιχειρήσει όμως κανείς ν’αναζητήσει καλύτερους στις νεότερες γενιές. Το μόνο που τουςενδιαφέρει κι αυτούς είναι να βρουν εκδότη και διαπλοκές για να εκδώσουν και να προωθήσουν το έργο τους.
Και στην ίδια συνέντευξη:
Γράφω γύρω στα τριάντα χρόνια: στίχους, δοκίμια, βιβλιοκρισίες,μελέτες, σχόλια και πιο εκτεταμένα κείμενα για τον πολιτισμό και τηνπολιτική στον τόπο μας, για τη λεγόμενη πνευματική ζωή και τους κατ’επίφασιν διανοούμενους, για τις βιβλιοθήκες -όλα τούτα βρίσκονται σ’ένα βιβλίο μου που δεν επήγε παρά σ’ ένα-δύο βιβλιοπωλεία και που δενέγινε καν γνωστό: το Πνεύμα της Αντίστασης (Ερμείας, 1994). Εχω κάμει και λίγες μεταφράσεις. Γι’ αυτά τα θέματα έχω καταθέσει απόψεις σε περιοδικά και εφημερίδες -χωρίς ποτέ να προκαλέσω δημόσιο διάλογο ή να λάβω δημόσιες, ευθείες απαντήσεις ή να δεχτώ δημόσια επίκριση ή έπαινο. Εχω κάποια δραστηριότητα και λίγες καλές κριτικές και γνώμες γι’ αυτήν από κάποιους αξιόλογους ανθρώπους. Λοιπόν, πληρώνω πάντα, όπως και πιο παλαιά, για να εκδώσω ταβιβλία μου κι όχι μόνο αυτό, ιδρώνω, τρέχω από δω κι από κει για ναβρω εκδότη, να τον πληρώσω και να εκδώσει τα βιβλία μου, που δεν αναγγέλλονται πουθενά, που δεν τα γνωρίζει κανείς (μόνο εκείνοι στουςοποίους τα χαρίζω), που δεν κρίνονται, δεν κυκλοφορούν σεβιβλιοπωλεία (σε 2 ή 3 μόνο), που δεν υπάρχουν στην αγορά. Ενας εκδότης μού είπε ότι σήμερα ποιητής χωρίς δημόσιες σχέσεις είναι χαμένος από χέρι.
Ο Στέφανος Μπεκατώρος, που πέθανε άδοξος, δείχνει τι θα ακολουθήσει με μια πλειάδα άλλων καθώς η παρακμή θα μεγεθύνεται. Δείχνει ακόμα τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκονται όλοι εκείνοι που δεν έχουν αντοχές στην άρνηση. Γιατί θα έπρεπε άραγε να έχουν; Το ποσοστό πάντως της ευθύνης μου υπάρχει σε ένα βιβλίο με ποιήματα που μου χάρισε. Γιατί με το μέτρο της δικής του καρδιάς είμαστε όλοι ένοχοι. Και η απελπισμένη αναμονή μιας απάντησης στο “Μ’ ακούει κανείς;”, τον είχε κάνει ανίκανο ακόμη και να δεχτεί την αγάπη . Τι μένει; Ίσως το χαμόγελο πίσω από τους χοντρούς πρεσβυωπικούς φακούς στην οδό Σόλωνος.
Απάντησε Στέφανε, απάντησε: Τι είναι ποίηση;
**************
Καταγράφοντας τη σκοτεινή ζωή στη μοναξιά της πόλης
Η ποιητική γέννα του Στέφανου Μπεκατώρου
Του Σωτηρη Γουνελα*
Στέφανος Μπεκατώρος
Πατριδογνωσία (1968-1998)
εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 295
Συγκεντρωμένη εδώ η ποιητική δουλειά του Στ. Μπεκατώρου από την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Terra Rossa» του ʼ68 ώς και αυτή του ʼ98 με τίτλο «Ο ουρανός είναι το χώμα». Κάθε ποιητής και ο πόνος του, θα μπορούσα να προτάξω αρχίζοντας αυτό το αναγνωστικό κείμενο. Η διαδοχική σειρά των βιβλίων του Μπεκατώρου βεβαιώνει και επιβεβαιώνει την εμμονή στον πόνο, την ενασχόληση με έναν μόνιμο πόνο, τη συναναστροφή μαζί του και την αναμονή της γέννας, την αναμονή να έλθει ο καρπός του πόνου, να γεννηθεί ποίημα. Βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι στην ποίηση, όχι ίσως από πάντα αλλά ωστόσο από παλιά, ο πόνος κινεί τα φυλλοκάρδια για το τραγούδι της ψυχής, η μελαγχολία, η θλίψη, η νοσταλγία, η ανάμνηση, όλα κυκλοφέρνουν τον ποιητή και γονιμοποιούν τη δουλειά του, αν όχι τη γλώσσα του: η ποίηση είναι κατάσταση της καρδιάς, όπως βεβαιώνουν δύο παλαίμαχοι, ο Λορεντζάτος και ο Σαχτούρης.
Ο ποιητής «βλέπει»
Φαίνεται, ωστόσο, ότι στους καιρούς μας κάποιοι, και μάλιστα εδώ στην Ελλάδα, καλούνται να εκφράσουν έναν πόνο ψυχής που ανεβαίνει από τα έγκατα, όταν ο άνθρωπος-ποιητής νιώθει την αλλοίωση της ζωής, τις λαβωμένες ψυχές, τη μιζέρια, τη μικροψυχία, τη ματαιοδοξία, το πλήθος των ψευδαισθήσεων, την άγνοια του αληθινού, την προσήλωση σε ποταπά και ευτελή πράγματα, καταστάσεις, εικόνες. Εν μέσω της γενικής ειδωλοποίησης και ειδωλολατρίας, ο ποιητής –και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Στ. Μπεκατώρος– αποτραβιέται σε μια κάμαρη, ένα κάποιο κατάλυμα, ένα δώμα, μια γωνίτσα, έναν ιδιωτικό χώρο οικείο και εκεί μέσα θωρακίζεται ή προσπαθεί να αντέξει τις επιθέσεις που δέχεται η ευαισθησία του, η εγρήγορσή του, η συναίσθηση του πραγματικού, η επιμονή να βλέπει. Γιατί ο ποιητής «ορά» ανεξαρτήτως του τι κάνει η κοινωνία στην οποία ζει, οι συνάνθρωποί του, η οικογένεια του –αν έχει–, το οικείο του περιβάλλον, οι φίλοι του, οι γνωστοί, οι συγγενείς: υπάρχει τουλάχιστον μια κατηγορία –ας πούμε– ποιητών οι οποίοι «βλέπουν». «Βλέπουν» με μια αμεσότητα, γυμνώνοντας τα πρόσωπα και τα πράγματα από τις μάσκες και τα προσωπεία μιας έκπτωτης κοινωνικοποιημένης ζωής όπου βασιλεύει η επιβίωση, η μηχανοποιημένη εργασία, η λέπρα της οικονομοκρατίας και της ανελέητης σπατάλης, η αποξένωση.
Χαρακτηριστικό δείγμα το «Δάκρυ» από τη συλλογή «Περιορισμένος χώρος» του ʼ75 (σ. 79) που εκφράζει με ενδοφλέβιο, θα έλεγα, τρόπο τη συνάφεια ψυχοσωματικής βίωσης και ποιητικής γέννας: Ο,τι κι αν γίνει / θα επιστρέψει κάποτε το ποίημα / ό,τι κι αν γίνει / θα σε γυρέψει κάποτε το ποίημα / ήσυχο κλάμα του νερού στην πηγή / φύλλωμα δέντρου όταν ξεψυχάει το απόγευμα[…].
Ο πνευματικός θάνατος
Στην κύρια όψη της δουλειάς του ο ποιητής οικειώνεται τον θάνατο, τον πνευματικό θάνατο του κόσμου των ανθρώπων και του ίδιου, βυθίζεται στη σκοτεινιά της ψυχής και του νου. Ο Μπεκατώρος συλλαβίζει, θα τολμούσα να πω, μια μύχια συνομιλία με αυτή τη σκοτεινιά και την καταγράφει: πρόκειται για την αφανέρωτη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων κλεισμένων στη μοναξιά της πόλης, στη μιζέρια, στην αποξένωση, σε μια νοσηρότητα που δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν, που δεν θέλουν να ομολογήσουν. Δεν λείπει ωστόσο η κάθε φορά νέα ανακάλυψη της ομορφιάς, η νέα συνάντηση με την αγάπη, την αγνότητα, την αλήθεια, τη χαρά, την τρυφερότητα. Και κάπου ανάμεσα μια αντανάκλαση αληθινού φωτός, που φτάνει από τα αναστάσιμα βάθη.
Το σημείωμα αυτό είχε σταλεί στην εφημερίδα όταν ο Στέφανος Μπεκατώρος αναχώρησε (26 Ιουνίου 2006) για το μεγάλο ταξίδι ή, όπως έγραψε ο ίδιος σε ένα από τα μικρά πεζά του, «Σε λίγο θα σε πάρουν τα φτερά για εκείνο το εκτυφλωτικό φως που άναψε έξω από τον ύπνο ή μέσα στον ύπνο κάποτε». Πέρασε τη ζωή του δοσμένος στην ποίηση και τους ποιητές, θα έλεγε κανείς, αφού αυτούς προπαντός συναναστράφηκε (ακόμη κι όταν εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος) και αυτούς μετέφραζε (πιο πολύ το δοκιμιακό τους έργο) σε θαυμάσιες μεταφράσεις (π.χ. Ελιοτ, Πόε κ.λπ.). Ωστόσο, το βάρος έπεφτε σε όσους με αφετηρία την ποίηση πήγαιναν πέρα απο την ποίηση, με αναφορά τον στίχο τoυ Ελιοτ «The poetry does not matter». Εντελώς πρόσφατα επανεκδόθηκε το έργο του Πόε «Ο χρυσός σκαραβαίος», σε δική του μετάφραση, σχόλια και εκτενέστατο επίμετρο, από τις εκδ. Πατάκη (2η έκδοση 2005). Στις ίδιες εκδόσεις δυό χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει η τελευταία ποιητική δουλειά του «Δυστυχία στα δάχτυλα».
**************************
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ
Γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα καταγόμενος από την Κεφαλλονιά και την Κωνσταντινούπολη. Έκανε σπουδές χημείας, νεοελληνικής λογοτεχνίας και βιβλιοθηκονομίας. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1966 και εξέδωσε (στο διάστημα 1968-1998) έξι ποιητικές συλλογές και μια επίτομη έκδοση εξ αυτών με τίτλο “Πατριδογνωσία 1969-1982” (α΄ έκδοση: 1982, β΄έκδοση: “Πατριδογνωσία 1968-1998”, Ελλ. Γράμματα 1999). Το 2002 εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο “Δυστυχία στα δάκτυλα” (εκδ. Πατάκη). Το 1971 δημοσίευσε (σε συνεργασία) την ποιητική ανθολογία “Η Νέα Γενιά, 1965-1970” με ποιήματα ενός αριθμού τότε πρωτοεμφανισθέντων ποιητών. Το 1991 επιμελήθηκε (σε συνεργασία) την έκδοση των “Απάντων” του φίλου του ποιητή Αλέξη Τραϊανού. Μέσα στην τριακονταετία 1974-2006, εκτός από ποιήματα, δημοσίευσε (σε εφημερίδες, περιοδικά και αυτοτελείς εκδόσεις) μελέτες και δοκίμια για πρόσωπα της λογοτεχνίας, κριτικές παρεμβάσεις και προτάσεις για το ζήτημα των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα, κριτικά σχόλια και παρεμβάσεις (για ζητήματα λογοτεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά) καθώς και μεταφράσεις από τα αγγλικά. Επιμελήθηκε βιβλία καθώς και εκπομπές στο ραδιόφωνο (για την ποίηση). Για ένα διάστημα έγραψε κριτική βιβλίου στις εφημερίδες “Η Αυγή” και “Η Πρώτη”. Το 1993 κυκλοφόρησε πολυσέλιδη συλλογή κειμένων του (δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες) για φαινόμενα νεοελληνικής παρακμής αλλά και πνευματικής αντίστασης (“Το πνεύμα της Αντίστασης: για τον πολιτισμό και την πολιτική”). Στα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών συνέβαλε στη σύνταξη των τόμων “Κατάθεση ΄73” και “Κατάθεση ΄74” (εκδόσεις Μπουκουμάνη), που θεωρήθηκαν εκδηλώσεις συλλογικής πνευματικής αντίστασης. Από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση δική του, κυκλοφόρησαν οι τόμοι δοκιμίων του Τ. Σ. Έλιοτ “Δεν είναι η ποίηση που προέχει: για την ποίηση και τους ποιητές”, το 2003, και “Δάντης: Θεία Κωμωδία και Νέα Ζωή”, το 2005 και το αφήγημα “Ο χρυσός σκαραβαίος” του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, με δικά του σχόλια και εκτενέστατο επίμετρο, το 2004. Πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2006.
http://www.captainbook.gr/author/18075/stefanos-mpekatoros
http://www.skroutz.gr/books/a.18075.%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%8E%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%A3%CF%84%CE%AD%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%82.html
http://www.protoporia.gr/author_info.php/authors_id/909966
Ζητώ συγγνώμη, έχω σαλτάρει μετά την εγχείρηση, έχω βρικολακιάσει κι άρχισα το ρεμάλι να πίνω πάλι. Λοιπόν, ο Στέφανος Μπεκατώρος -κι εδώ βρίσκεται η διαφωνία μου- … μας λέτε “πέθανε άδοξος”. Άδοξος είναι ο Ζήρας και ο κάθε Ζήρας. Να κάτι τέτοια με αφιονίζουν. Για τους ποιητές του ’80… να παίξουμε ανθολογώντας… Εγώ θα μιλήσω όταν έρθει ο τόπος στην ώρα του κι η ώρα στο δόξα πατρί για τον Γιώργο Κακουλίδη. Ναι καλέ μου κύριε μεταφραστή του “Ποιητή στη Νέα Υόρκη”… υλικό μας λείπει… υλικό ΠΟΛΕΜΙΚΟ.
Percy Bysshe Shelley, A Defence of Poetry,1821
“Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου” (απόδοση Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Πέρα από κριτικές και διαμάχες και απόψεις καθ΄ όλα σεβαστές μέσα στη θύελλα του σήμερα, εμείς οι καλοί και οι κακοί αναγνώστες που γνωρίσαμε λίγο το Στέφανο Μπεκατώρο και στα καλά και στα κακά, ευχαριστούμε το ΠΟΙΕΙΝ που θυμάται έναν εξαιρετικό ποιητή. Προσωπικά νοιώθω τη θεωρεία των γενεών σαν μια γραφειοκρατική ανάγκη κατάταξης, δικαιωμένη ίσως μόνο για τη γενιά του 30 για πολλούς και διάφορους λόγους που δε θα ήθελα να ανοίξω τώρα.
Συμφωνώ με τον κύριο Σταμπόγλη στα περί γενεών. Μετά τη Γενιά του ’30, το χάος… Ίσως μόνο μία ή δύο παρατεταμένες μεταπολεμικές γενιές που εκβάλλουν στις μέρες μας… Άλλωστε, οι ποιητές, όταν σκέφτονται με βάση γενιές -σαν κριτικοί και ιστορικοί λογοτεχνίας δηλαδή- χάνουν την ποίηση. (Το αντίστροφο δεν ισχύει απόλυτα. Η κριτική και η ιστορία της λογοτεχνίας μπορούν να εκφράζονται και ποιητικά). Μάλλον, οι ποιητές, θα ήταν πιο έντιμο και ταιριαστό να σκέφτονται με βάση γέεννες και αιωνιότητες…
Τέλος, η παραδοσιακή ανάγκη κάθε γενιάς ποιητών να αντιπαραβάλλεται και να αντιτίθεται στην αμέσως προηγούμενή της, όπως το παιδί στον γονιό, είναι παρωχημένη. Ο καθένας πια στη λογοτεχνία, διαλέγει ή συναντά κάποτε τυχαία τους προγόνους του, που μπορεί να ανήκουν σε οποιαδήποτε εποχή του ιστορικού παρελθόντος (αλλά εσαεί ποιητικού παρόντος). Με αυτούς τους προγόνους-πρότυπα θα συναγωνιστεί και θα συγκρουστεί.
Δεν υπάρχουν “άδοξοι”, δηλαδή αδικημένοι, ποιητές… Ο Shelley, με την καταληκτήρια φράση της Υπεράσπισής του, τους βάζει στη θέση τους…
Τιμή, λοιπόν, στον “άδοξο” (και παραπονεμένο) ποιητή Στέφανο Μπεκατώρο. Έστω και μετά θάνατον. Είναι και αυτό μια κατάφαση…
“Το μυαλό μας κάνει μαιάνδρους απίθανους προκειμένου στο μέλλον να σταδιοδρομήσει στα εργαστήρια, στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, οπουδήποτε οσφραίνεται όφελος χειροπιαστό. Προκειμένου όμως να καταλήξει σε μια ‘συνειδητοποίηση του είναι’ (πλάγια ή κυρτά γράμματα στο πρωτότυπο) παραμένει στην πρώτη του Δημοτικού.”
Οδυσσέας Ελύτης: Η Μέθοδος του “Άρα”.
Η γενιά του ’30… μια δράκα αστών.
…………………………………………………………….
Anne Clark-Our Darkness (1984)
Through these city nightmares you’d walk with me
And we’d talk of it with idealistic assurance
That it wouldn’t tear us apart
We’d keep our heads above the blackened water
But there’s no room for ideals in this mechanical place
And you’re gone now
Through a grimy window that I can’t keep clean
Through billowing smoke that’s swallowed the sun
You’re nowhere to be seen
Do you think our desires still burn
I guess it was desires that tore us apart
There has to be passion
A passion for living, surviving
And that means detachment
Every-body has a weapon to fight you with
To beat you with when you are down
There were too many defence between us
Doubting all the time
Fearinf all the time
Doubting all the time
Fearinf all the time
That like these urban nightmares
We’d blacken each other skies
When we passed the subway we tried to ignore our fate there
Of written threats on endless walls
Unjustified crimes carried on stifled calls
Would you walk with me now through this pouring rain
It used to mingle with our tears then dry with the hopes
That we left behind
It rains even harder now .
Συμφωνώ, Δημήτρη. Κάτι τέτοιο ήθελα να γράψω, αλλά το απέφυγα για να μην οξύνω τα πνεύματα.
Τα πνεύματα όμως οξύνθηκαν, ούτως ή άλλως…
Η Γενιά του ’30, με όλα όσα μπορεί να της καταμαρτυρήσει κανείς, είχε μια συνοχή και ένα όραμα… Είχε στέρεες βάσεις και άνοιξε νέους ορίζοντες. Και, ακόμα και αν υπήρξε κατεστημένο, άθελά της (μάλλον) δημιούργησε “περιθώρια” πολύ ενδιαφέροντα (π. χ. Σκαρίμπας και κάποιοι θεσσαλονικείς).
Επίσης, δεν έχω καταλάβει ακόμα την εμμονή κάποιων στην κριτική και την καταδίκη της λεγόμενης “Γενιάς του ’70”. Ίσως η “γενιά του ’80”, ακόμα ανδρώνεται…
Υ. Γ. Ισχυρίζομαι απλά, ότι η Γενιά του ’30 υπήρξε, πράγματι, η τελευταία μεγάλη λογοτεχνική γενιά. Τίποτε άλλο. Και ένας Καβάφης, ή ένας Καρυωτάκης, που ψιλοθάφτηκαν ή αποσιωπήθηκαν απο τον πυρήνα της, την υπερκέρασαν άνετα και βρήκαν το κοινό τους (και τους μιμητές-συνεχιστές τους) στον συρφετό του μεταπολέμου…
Άλλωστε, το άλλο ρεύμα, που πάτησε απάνω του επικρίνοντάς το αυτή η Γενιά, η λεγόμενη (μη αστική) “ηθογραφία” μας συγκινεί και μας αρέσει ακόμα, κυρίως γιατί είναι αυτό που νιώθουμε ότι για πάντα χάθηκε… (π. χ. Παπαδιαμάντης).
Ω! Αγαπητέ κύριε Ράπτη, τι θίξατε τώρα…
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Αποσιωπήσεις, εκδ. Το Ροδακιό.
… και φυσικά σημαντικότατη η ανάρτηση.
Ελπίζω ότι είπα πράγματα αυτονόητα. Ευχαριστώ, και συγγνώμη για την παρέκβαση απο το θέμα της ανάρτησης.
Το αίμα μας, θέλει να πει ο ποιητής. Το αίμα μας…
Καλό ξημέρωμα.
ΜΑΘΟΥΣΑΛΑΣ
-Κάθε 10 χρόνια και γενιά ,
έλεγε ο ποιητής το 1999 ,
γέρος πια σωστός Μαθουσάλας
-ναι είμαι παλιός
εγώ παρολίγο να μπω
στη γενιά του 30
πριν 69 ολόκληρα χρόνια
νέο παλληκάρι τότε βαθυστόχαστο
και βαρβάτο
αλλά κάποιοι της κλίκας
με εμπόδισαν
και με αποσιώπησαν
Όμως πια αυτούς κανείς δεν τους θυμάται
δικαιοσύνη
κι ύστερα κατοχή , κυνηγητά , εμφύλιος
σταμάτησα για λίγο τις προσπάθειες
κι έχασα 2 ολόκληρες γενιές
69 χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι
αλλά φαίνομαι πάντα νέος
90άρης βαρβάτος
κωτσονάτος
λέω να προσπαθήσω να εισχωρήσω
στην καινούργια γενιά του 90
ή τουλάχιστον στη γενιά του 80
ή έστω στου 70
χτυπώ δυνατά τις πόρτες
ελπίζω να μου τις ανοίξουν
φίλος ληξίαρχος ποιητής μου έλεγε σήμερα πως ο πρώτος ανθολόγος των ποιητών της μετέπειτα “γενιάς του εβδομήντα” υπήρξε ο Δημήτρης Ιατρόπουλος…όσοι έχουν στοιχεία παρακαλώ, να μας ενημερώσουν
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΑΝΘΟΛΟΓΙΑ , 1971
υπάρχει στη εθνική βιβλιοθήκη
εκείνη την εποχή είχε κάνει θόρυβο
τώρα είναι σπάνιο
Το παρακάτω το θέλει κανείς;
JOSE LEZAMA LIMA, POESIA COMPLETA, INSTITUTO DEL LIBRO/LA HABANA, CUBA, 1970
Αγαπητέ κύριε Λαλιώτη;
Υπαχουν πολλές λεπτομέρειες και για την ΑντιΑνθολογία του Δ. Ιατρόπουλου και για τον αγαπημένο φίλο Στέφανο Μπεκατώρο στο βιβλίο μου “Πρόσωπα στην ομίχλη”, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2012.