Θεσσαλονίκη 2011

 

Η ανάσα συντεταγμένη είναι που λιώνει το κρύο κυνηγώντας φαντάσματα στων αστικών πεδίων ανάμεσα τα χάσματα έχοντας ξεπλύνει την αμαρτία με υδράργυρο στριφογυρίζει ο καπνός σαν αιλουροειδές και κραδαίνει την πείνα της ύπαρξης ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΟΛΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ θέτοντας παραλλήλους κύβους να εναρμονίζονται τα σύμπαντα και οι ρόγχοι και οι παρίες και οι βρυχηθμοί και οι κβαντώσεις και οι ξεχασμένοι νεκροί προσανάμματα όπως φόδρα ο καπνός στον προσεταιρισμό της ψυχής από την σάρκα στον δαίδαλο οι κραυγές αφομοιώνονται κοράκια και νόστοι και σιρόπι στάζει από το στόμα τα στήθη πετιούνται πλησίστια στον ουρανό όσο σπουργίτια συνεχίζουν τα πηγαινέλα

Ο τελευταίος απέμεινε να γράφει για τον κόσμο ήταν καπνός καπνός που έμοιαζε με πέτρα δεν είχε χαμόγελα θλιμμένα μάτια ή άλλες εκφράσεις γνώριμες απλά φράσεις έγραφε για το αμφίλεκτο του ανθρώπου νοτισμένος κεραίες ραδιοκύματα έπιαναν μικρά οράματα έκαμναν λάστιχα να βολιδοσκοπούν προθέσεις η τήξη της ύπαρξης και οι κατάλογοι που διελάνθαναν των ομήρων της ύλης το Χάος κύριοι είναι Ο της Ζωής Χορηγός

Ήταν πετρωμένα σύννεφα που κοίταζαν οι άνθρωποι και πίστευαν πως είχε επέλθει πια η ώρα της κρίσεως και μυρμήγκια μάζευαν μπιχλιμπίδια και τρόφιμα παλιά βιβλία και ρούχα που δεν ήταν της μόδας ηλεκτρονικές συσκευές ντιβιντί με οδηγίες πώς να επιβιώνεις υπό συνθήκες κινδύνου κουβέρτες μπουκάλια ξεθυμασμένα αρώματα όλα για τα σπιτικά τους σαν ο καιρός μάζευε και φαινόταν πως η στιγμή θα προσέπιπτε κεραυνός πάνω στα μεταλλικά τους κεφάλια ω Κόσμε διάβρωσε τα πλούτη των υιών και των θυγατέρων σου

Ήταν σπασμένα τα μεγάλα αστραφτερά μάρμαρα της Αμφικτυονίας οι παλιοί θεοί είχαν γίνει πια κόμιξ που επωλούντο σε τιμές ευκαιρίας στις υπαίθριες αγορές τα παράθυρα δεν έδειχναν πια ήλιο θάλασσες βουνά μήτε πια ουρανό μαύρες μαύρες χαραμάδες και πίνακες με κυκλώματα που γυάλιζαν στο μάτι σαν κόσμος τέλεια τεντωμένος τα χαρούμενα πρόσωπα έχουν φυτρώσει πια κάγκελα και αιωρούνται σύρματα στις καδένες που βρίσκονται τυλιγμένες στους ελικώδεις λαιμούς των ανθρώπων μνησικακία είναι να αρνείσαι να συγχωρήσεις το τίποτε ειδικά όταν το κάτι που αγγίζουν τα χέρια είναι όξινος αφρός που λιώνει και λιώνει και καίει τα κύτταρα κορμιά να μην ξοδεύονται σε συγκατανεύσεις πλαστικών ονείρων έτσι τους πρέπει

Ήταν φορές που κοίμιζε τις αϋπνίες του μέσα στην πόλη στην αστική υπερσυνείδηση που συνήθιζε να εκκολάπτει την περιώνυμή του ηττοπάθεια δεν έπρεπε ποτέ του να ξεχάσει πως οι κλειδαριές που δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει ήτανε ψέμματα μόνο ψέμματα αρκούσε να φανταστεί τις πόρτες και να σχεδιάσει με τα δάχτυλα τις συναρμογές τους σε κάθε επίπεδη επιφάνεια έτσι θα στρογγύλευε ο Κόσμος έτσι θα γυάλιζαν τα δάκρυα του έρωτα στις εσοχές και δεν θα χρειαζόταν πια να κοιμάται

Δεν αρκεί να ψαχουλεύεις τα περιθώρια να προσπαθείς να χαράξεις πληγές στα συρματοπλέγματα του κόσμου να πασχίζεις να καταρρίψεις τα αναθρεμμένα ψεύδη να κοπιάζεις να ξεπεράσεις όρια βαλμένα από ξένες μήτρες πιο χρήσιμο είναι να επινοείς εσύ τις μετρικές μονάδες του χρόνου και του χώρου και να επιβάλλεις τριγύρω τις προβολές των δικών σου μύθων χαμογελαστός και αξιοπρεπής

Καθυστερούσαν πάντα μιλούσαν για τον όλεθρο μην λέγοντας τίποτα σαν να ʼταν κάτι μακρινό τα πάντα ήταν καθηλωμένα μπροστά στους λειψούς θυμούνταν να ξετυλίξουν ρητορείες και να υποσχεθούν καθετί χαμένο κάνανε ελέγχους και όλο έλεγαν στους ανθρώπους πως οι θυσίες θα πιάσουν τόπο φιλμάκι ασπρόμαυρο με τις γνωστές ατάκες και το κλασσικό ανχάπι εντ έχει δεν έχει χρώμα είναι θάνατος να κάνεις τον άνθρωπο μηχανή να βάφεις την συνείδηση με κόκκινο κραγιόν να ταΐζεις μυαλά σακάτικα με σαπισμένη ελπίδα και τα κορμιά να κρεμιούνται σαν κρέατα προς άγραν τηλεθεάσεως είναι μακρύς ο καιρός τους οι άνθρωποι παράτησαν τον εαυτό τους μες σε κλειδωμένα υπόγεια τα όνειρα κατήντησαν σαπουνόπερες είχαν άπαντες λησμονήσει το Χάος

Κι αν έχεις να κρεμάσεις φωτογραφίες πάνω στην καρδιά σου που κοιτάζει αποσβολωμένη το τίποτα από το κάτι κι αν ξεφυλλίζεις αναμνήσεις στα παλιά σου τετράδια που ʽχες ξεχάσει ότι ήταν δικές σου να τρέχεις σε κείνο το πρόσωπο στον καθρέφτη εκείνο λέει πάντα την αλήθεια πως υπάρχεις στην στιγμή και ταυτόχρονα στο πουθενά να λευτερώσεις την ύπαρξη σε μια βαθειά κατάνυξη πως είναι ιερός τούτος ο άνθρωπος που παρακολουθείς να σέρνεται κουφάρι συντετριμμένα κομμάτια δαγκωμένα στους δρόμους των αιμάτων στις καλογυαλισμένες εικόνες στα ψέμματα οράματα στις τροχοπέδες ανοίκειων στόχων είναι δύσκολο να αγαπάς είναι δύσκολο να αποκτάς είναι τρομερό να ζεις σε τούτα τα χώματα ακούς τον εαυτό σου μόνο και μόνο για να βεβαιωθείς πως υπάρχεις ανοίγοντας τα μάτια να ξέρεις ο Κόσμος μια θάναι μια δεν θάναι

Ένυδρος δεν έχω χάσει την σήψη από τα μάτια μου μήνυμα σε μια στάση του μετρό έξω μαίνονταν πόλεμος φωτιές σκιές καπνοί και άνθρωποι υπέργειοι σαν σύννεφα κανείς δεν είδε αυτό που ήταν γραμμένο και ήταν η θλίψη του ανθρώπου πάνω σε μάρμαρο θλίψη χαρακωμένη ξεπλένοντας με χώμα τα δάκρυα του αιώνα η γη μάς γέννησε και τίποτε άλλο η γη τίποτε άλλο η ελπίδα είναι μια ακόμα ηδονή που μας φέρνει εγγύτερα στον θάνατο ό,τι υπάρχει είναι απώλεια

Έχω χρόνο μονάχα για έναν χορό σ κ έ φ τ η κ ε ο δύσκαμπτος ανθρωπάκος αντικρύζοντας στον καθρέφτη τον γνώριμο σαλτιμπάγκο εκείνον που πάντοτε συνήθιζε να συναντά στους δρόμους των ήχων η θέλησή του να βγει να μιλήσει να δει κατέληξε μια τραγωδία που δεν έβρισκε σκηνή για να παιχτεί τα σκούρα φώτα αντανακλούσαν μια θλίψη στα πεζοδρόμια όπως η νύχτα φαινόταν στα μάτια των σταχυών και τα κοράκια όλο να πετάνε

Θυμήσου αυτό που πάντοτε ήταν καρφιτσωμένο στην άκρη της ίριδας των ματιών σου ΜΙΑ ΑΠʼ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΝ ΜΙΑ ΑΠʼ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΝ δεν είναι χειρότερο να είσαι μετανάστης σε μια ξένη πατρίδα μα το νάσαι μετανάστης καταμεσής της ξένης σου καρδιάς εκεί οπού τα πάντα πληρώνονται σε άλλο νόμισμα ο χρόνος μετριέται σε άλλες μονάδες οι εποχές διαδέχονται αλλοιώτικα η μία την άλλη και άλλα χρώματα βασιλεύουν εκεί ο ήλιος ανατέλλει και δύει ανάποδα και οι ήχοι πατάνε σʼ άλλες νότες τα τραγούδια που θα λένε οι Εραστές θάναι άγνωστα γκροτέσκα και δεν θα τα γνωρίζεις μα πάντα να θυμάσαι όλα όσα κρέμονται στις ίριδες των ματιών ανάσα μʼένα τρέμουλο σαν θα λυγίζεις στο υποταγμένο φως υπό την σκέπη των πελμάτων

Ήλιος θάτανε η κοινή ζωή τα χέρια μέσα στα χέρια μου τα μάτια μέσα στα μάτια μου η καρδιά που θα χτυπούσε δικιά μου το ίδιο χώμα κάτω από τα πόδια θάτανε το Σύμπαν τι άλλο να ζητήσει κανείς παρά την μέρα μέσα στην νύχτα και την νύχτα μέσα στην μέρα

Έχει ερωτευτεί ένα δράμα το δράμα της ζωής του στο ρωγμώδες κάταγμα των χειλιών της που ποτέ δεν κατάφερε να βουτήξει έμεινε κρεμασμένος στο χείλος των αναμνήσεων και πιότερο σʼ αυτές που δεν χαράξαν το κορμί του ζωή βουτηγμένη στο τίποτα αυτή είναι η ανταμοιβή της αρετής ποιος αγαπάει τις ρωγμές τού τίποτα ποιος μπορεί να αντέξει την απουσία ποιος μπορεί να σταθμίσει την απειλή του κόσμου παντού πάνω στʼ αλωνισμένα στήθη να τον τιμωρούν γίνηκε συνήθεια να τιμωρεί τον εαυτό του κύκλος φαύλος εξακολουθητικός μια εκκρεμής καταδίκη που δεν χωράει εφέσεις και φτάνει κάθε στιγμή στην ανάγνωση της αποφάσεως πριν την τιμωρία πέφτοντας στο πιο βαθύ πηγάδι στον σκοτεινό κυκλώνα τού εγώ έχει ερωτευτεί ένα δράμα το δράμα της ζωής του το δράμα της ανάσας το δράμα του Φωτός το δράμα της συνείδησης της ύπαρξής του έξω πάλι να βρέχει

Μια γυναίκα έφυγε αφήνοντας κάτω στο πάτωμα ένα μαντήλι μια φωτογραφία και ένα απαγχο-νισμένο τριαντάφυλλο κάποια κομμάτια της δίχως αμφιβολία είχαν αυτοκτονήσει αφήνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στην μέσα μεριά της πόρτας έτσι κι αλλοιώς τα πάντα καίγονται φεύγοντας

Ωρολόγιος χτύπος θέλω να σε δω κανονικός ρυθμός αναπνοή σιωπή που αναρριχάται δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο στην πλάτη της γυναίκας σε θαυμάζω λατρεύω κάθε κύτταρό σου οι ήχοι από τους δρόμους μού θυμίζουν πως από τότε που γεννήθηκα περίμενα να σε ερωτευτώ και τώρα που σε βρήκα ο χρόνος δέθηκε κόμπος στον λαιμό μου δεν προλαβαίνω συγγνώμη και πάντα νομίζω πως κάνω την λάθος κίνηση λέω τα λάθος λόγια στέκομαι μπροστά στα μάτια σου και ο αέρας δεν είναι αρκετός για νʼ αναπνεύσω μήνες τώρα χρόνια τώρα το άδειο δωμάτιο έχει γεμίσει με φωτογραφίες κολλημένες στους τοίχους σελίδες από βιβλία και εικόνες από άστρα που εκρήγνυνται δεν μπορώ πια να κοιτάζω τους ανθρώπους από το μπαλκόνι δεν μπορώ να στέκομαι στην θέα τους με φοβίζουν πια οι άνθρωποι κι έχω απομείνει μόνος να θυμάμαι αλλά δεν έχω και πολλά πράγματα να θυμάμαι μονάχα ένα βλέμμα έχω μονάχα ένα βλέμμα ποτέ δεν συμβαίνουν όταν χρειάζεται οι κατάλληλες λέξεις να πεις ή οι κατάλληλες πράξεις να κάνεις την κομβική στιγμή x σου διαφεύγει η τιμή της μεταβλητής το μυαλό αποσαθρώνεται και το λάθος ξεχύνεται όπως ουράνιο τόξο μετά από βροχή ή άλλως παραμένεις παγωμένος σαν πέτρα το πήρα απόφαση θα βγω έξω θα πάρω τους δρόμους θα ψάξω και πάλι να σε βρω να βυθιστώ βαθειά μέσα στα μάτια σου να ξαπλώσω στην μυρωδιά σου να αρθώ νενικημένος κι ας είμαι ρέστος μέσα έξω

Κοκκίνιζε όταν την κοίταζε αυτός αισθανόταν πύρινο τον έρωτά του να την καίει την έλεγαν Στέλλα κοκκίνιζε από ντροπή και πόθο κι όσο ωρίμαζε μέσα της ο έρωτας τόσο πιο πολύ παραδινόταν ανασταίνεται ο Κόσμος σαν τα λουλούδια ανθίζουν πρόφερε αργά το όνομά της Tritolium Stellatum εκείνη έρρεε τα λουλούδια κομίζουνε την Ομορφιά πρωτίστως σʼόσους ξέρουν νʼ αγαπούνε

Η ομίχλη μπορούσε να ξεγελάσει πάντα μπορεί να ξεγελάσει η ομίχλη ειδικά όταν εκείνος περνούσε από το απέναντι πάρκο και έφτιαχνε σήματα με τις πέτρες στο χώμα και στο πεζοδρόμιο κάπνιζε στριφτά τσιγάρα έβηχε κάποιες φορές είχε μακριά μαύρα μαλλιά και φορούσε μαύρο σακκάκι μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι κάποιες φορές καθόταν και διάβαζε μόλις έπεφτε το σκοτάδι κάτω από μια λάμπα που μισόφεγγε πάντα μισόφεγγε εκείνη η λάμπα τις νύχτες λες και κανείς δεν ενδιαφερόταν να την φτιάξει εκτός βέβαια αν δεν ήταν χαλασμένη ποιος μπορεί να είναι σίγουρος ποτέ γιʼ αυτά τα πράγματα κάποιες φορές περνούσαν άνθρωποι παρατηρούσαν τα σήματα και άλλαζαν τις θέσεις από τις πέτρες και έφτιαχναν άλλα σήματα μετά περνούσε πάλι εκείνος ο άντρας τα έβλεπε και έφτιαχνε από την αρχή άλλα σήματα λες κι έτσι μόνο επικοινωνούσε με τους ανθρώπους δεν τον είχε δει κανείς να μιλάει με την φωνή του η ομίχλη μπορούσε να ξεγελάσει πως όλα όσα συνέβαιναν ήταν κανονικά πως ο άντρας αυτός και όλοι οι άλλοι άνθρωποι που περνούσαν από το πάρκο ήταν χαρούμενοι ευχαριστημένοι από τις ζωές τους πάντα μπορεί να ξεγελάσει η ομίχλη κάποια μέρα έτσι απλά εκείνος δεν εμφανίστηκε στο πάρκο η ομίχλη είχε πια αρχίσει να διαλύεται κανείς δεν τον ξανάδε

Το πισί έχει τα μάτια του πεινασμένου τίγρη έχει μια υφή που διψάει να σε ρουφήξει και να μην βρουν παρά τα ίχνη από τις τελευταίες σου ανάσες τα αποτυπώματά σου στην καρέκλα καθώς τα δάχτυλα που κρατούσαν σφιχτά τους βραχίονες η ψυχή σου μπορεί να γίνει πόρνη εκεί μέσα να σε πουλάνε και να σʼ αγοράζουν
από φθηνά καθάρματα μέχρι ακριβοπληρωμένοι πράκτορες της ειρήνης αόρατα ψηφία λιώνουν αργά αργά τα κύτταρά σου κάγκελα υψωμένα κραυγάζουν τις ρηχές σου εμμονές που καψαλίζουν τα σπλάχνα η πλησμονή έχει πικρή γεύση ειδικά αν δεν είναι μαθημένα τα δόντια κι ο ουρανίσκος σου ο κόσμος είναι ένα ψυχαναγκαστικό λαγούμι μες σε υγρή βρωμιά και σορούς από αγωνιστές κι ιδεολόγους καρφωμένους στις λόγχες της υποταγής αν θες να γλυτώσεις αρκεί να βρεις την πόρτα που έχει κι απʼ τις δυο της πλευρές το χαμόγελο της ίδιας γυναίκας έτσι θα θυμάσαι πως με το νʼ αγαπάς πρώτʼ απʼ όλα τα ελαττώματα των άλλων και τα λάθη τους θα μπορέσεις να γευτείς τι σημαίνει να φιλάς χείλη αληθινά να συγχωρείς και νʼαξίζει εκείνοι πουλάνε εξαρτήματα φτηνά για να σε συνδέσουν σε τοίχους σε μεταλλικά αντικείμενα σε μια ζωή δεμένη από ʼνα σχοινί η μοναξιά σου ξετυλίγεται στο κάθε κλικ του ποντικιού η φύση έξω συνεχίζει να μεγαλώνει ερήμην σου και πιο πολύ θʼ αρχίσεις να φοβάσαι την βροχή

Το όνομά της Αναΐς το όνομά του Αρίστιππος κι ο έρωτάς τους ένας άραβας που γυρνούσε πέρα δώθε στις παραλίες και χάθηκε σε μια κάποιαν έκλαμψη ηλίου

Γυαλί και σκόνη και είδωλα ντυμένα την σάρκα να φαντασιώνεσαι πως κατά την απουσία όλα είναι εκεί το φως είναι όλα που καθρεπτίζεται στο σκοτάδι σου να ακούς την ηχώ σου την ηχώ να φεύγει και να μην γυρίζει πίσω σε μια σήραγγα βαλμένος που συγκλίνει να αρκείσαι στην προσμενόμενη στροφή που θα αλλάξει τα πάντα χιλιοστά μόνο να απέχει η συντριβή σου

Ρούχα πεταμένα παντού στο δωμάτιο κι ένα συμβόλαιο από μια δουλειά που δεν έγινε ποτέ τα παλιά μου χαρτιά γεμάτα λέξεις αφημένα στοίβες στοίβες στο πάτωμα μαζί με βιβλία παπούτσια κάλτσες ξυραφάκια αφρό ψαλίδια και αποσμητικά όλα ένα παράξενο μείγμα αν τα παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις εμένα σαν σε φωτογραφία συχνά σκέφτομαι να φύγω απʼ το σπίτι και να δωρίσω όλα μου τα υπάρχοντα σε αστέγους και φτωχούς τα χαρτιά με τις λέξεις μου να στείλω σε φίλους που κάποτε κάναμε παρέα και σε γυναίκες που γεννήσαν σπάνια δάκρυα στα ψηλά βράχια των ματιών μου αποφάσισα πως δεν μου αρέσω στις φωτογραφίες μια νύχτα που ο ουρανός δεν είχε αστέρια

Από τότε που σε γνώρισα κεριά αντικατέστησαν τα χέρια μου δεν προλαβαίνω να σε ακουμπήσω λιώνουν και γίνονται εκρήξεις τα μάτια μου και σαν ράβδοι μεταλλικές ραγίζουν το σώμα και τα πόδια μου γκρεμίζομαι αδειάζει η καρδιά μου από τη λάβα κι ο νους διαγράφεται λες από λογισμικό ιό είμαι σαν πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και γύρω δεν βλέπω πια φώτα σαν να φωλιάζει μέσα σου το μπλακάουτ κι η μάνα να με γέννησε συρμάτινο ψεύτικο απομίμηση ανθρώπου φτιαγμένου σε κάποια χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας λες να υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα στα πανέρια των λαϊκών αγορών στο περίμενε της συναλλαγής

Εισήλθαν στα κύματα εκείνα έδιωξαν τον πόνο σαν μια φρικτή ηδονή που τελειώνει το ξημέρωμα μαζί με την τελευταία ικμάδα σιωπής ο αέρας χαράκωνε τα βλέμματα κι η γαλήνη υψώθηκε τύμβος κάτω από τα χαλαρά βλέφαρα της κατάψυξης αυτήν είχαν ανάγκη γαλήνη και αρμονία η αποζήτηση της ομορφιάς είναι σαν τʼαγκίστρι στο στόμα υπόσχεται το χόρτασμα μα κουβαλά τον θάνατο γαλήνη λοιπόν και αρμονία και εκείνη την ήρεμη αυτοκτονία των φιλοσόφων

Η νύχτα είχε χτες καρφιά ήτανε Κάρφεια νύχτα πνευμόνια χτυπούσαν σαν τύμπανα κι εκτόξευαν πίεση στα σάρκινα τοιχώματα έβραζε το μυαλό και σαν σφαίρες τόποι τόποι σφύριζαν τα κύτταρα και στρίγγλιζαν κομμένες οι φλέβες ο ύπνος σαν ζύγωνε τρόμαζε και κορμί για έρωτα δεν έβρισκε έφευγε κάθε φορά μʼ ένα ταβόρ ένα ξανάξ ή με το ερίτιμο υπνοστεντόν κι η εικόνα του θεού χαρακωμένη να κοιτάει απʼ το ταβάνι κάτω ενώ ο Χρόνος σαν βαμβάκι το αίμα ρουφούσε οι προσευχές απʼ το παλιό προσευχητάρι του παππού και της γιαγιάς είχαν σχεδόν σβηστεί κάποιες λέξεις μονάχα αχνοφαίνονταν στην σελίδα 54 να ελίσσεσαι στο σαθρό στο γλυκό και την Άβυσσο

Πάτησε πόδι στο τίποτε να το ανακατέψει με τʼ άπειρο κι είχαν πλατύνει οι τόποι είχανε γίνει διάφανοι ένα με τους χρόνους και την αντίληψη το νερό γινόταν ατμός καθώς το ρουφούσαν τα μάτια κι η χαμωμένη υδρόγειος φαινόταν πια ενέργεια και ρεύμα ηλεκτρικό και πηγαινοερχότανε πάνω στα καρδιοχτύπια το φως σαν εσώρουχο έγδυνε τον άσχημο κόσμο το πριν και το άδειο τα βλέμματα συσσωρεύονταν σαν γαντζωμένα λες από βιτρίνες με λαμπιόνια και στολίδια κι έτρεχαν σάλια για τα πλούτη μα αυτά δεν είναι πλούτη τα πλούτη είναι άλλα είναι όσα δεν αγγίζεις όσα δεν βλέπεις όσα αόρατα μεγαλώνουν μέσα στων δέντρων τα φύλλα ή ανέμελα κολυμπάνε στον αέρα και τʼ ανασαίνεις όσα πάλλονται μικροσκοπικά στα κύτταρα και σου χαρίζουν την Ζωή μα δεν αντέξαν δίχως πλούτη και ξέρασαν βέλη πυρηνικά τα μάτια άρπαξαν φωτιά και μʼ ένα στόμα βούιξαν οι άνθρωποι πως δεν την αντέχουνε την Ομορφιά δεν τηνε θέλουν κι εκείνος ή ό,τι είχε απομείνει απʼ αυτόν σιώπησε για πάντα πάτησε πόδι στο τίποτε και στο τίποτε τον επετάξαν.