
ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
Γόνγορα
Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός
στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είνʼ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σʼ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!
Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απʼ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.
Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τʼ άσπρα πανιά απʼ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.
Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)
Να βλέπεις, νʼ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθʼ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!
Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλʼ αυτά σε τούτο ʼδώ το τσαλαβούτημα
σε στάσιμα νερά;
Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.
Νάπολη, 1948
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο, τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία, όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στʼ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ʼνα τʼ άλλο, όλη τη νύχτα η πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που πολεμάει, η ιστορία της είναι.
Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει
μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, νʼ ανοίξει τη στιγμή, να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη, λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και κόσμους.
Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα μʼ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απʼ την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει νʼ αναπηδήσει από μέσʼ απʼ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απʼ τον άνεμο του ονείρου, και η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το ποίημα από λέξεις που ʼναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα εκτός από το αίμα,
τίποτʼ άλλο εκτός απʼ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απʼ αυτή τη γραφή για ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.
Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απʼ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσʼ απʼ το αίμα του, και θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει, να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους τον λόγο του, που ʼχει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, νʼ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα, και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, νʼ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω, να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ʼναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες, δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σʼ ένα βάναυσο φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
νʼ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια γαλήνια.
Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του, μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.
Γενεύη 1953
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ
Δεν βρίσκομαι στου κόσμου την κορφή.
Η στιγμή
δεν είναι ο στύλος του στυλίτη,
δεν ανεβαίνει
από τις φτέρνες μου ο χρόνος,
δεν ξεσπάει
μέσα στο κρανίο μου μʼ έκρηξη μαύρη σιωπηλή,
έκλαμψη ταυτόσημη με τύφλωση.
Βρίσκομαι σε κάποιον έκτον όροφο,
βρίσκομαι
σʼ ένα κλουβί που κρέμεται στον χρόνο.
Έκτος όροφος:
φυρονεριά και σφυροκόπημα,
μετάλλων πάλη,
γυαλιά σπασμένα που γκρεμίζονται,
μηχανές με μανία ήδη ανθρώπινη.
Η νύχτα
είναι οχλαγωγία αυτοκαταστρεφόμενη,
στόμα που,
όταν τʼ αγκαλιάζουμε, γίνεται χίλια κομμάτια.
Τυφλή
ξανακολλάει στα ψαχτά τα θρύψαλά της,
μαζεύει
τα σπασμένα της ονόματα, τα διασκορπίζει πάλι.
Με τʼ ακροδάχτυλα κομμένα
ζητά τυφλά, ψηλαφητά να βρει τα όνειρα, την πόλη.
Δεν βρίσκομαι στο σταυροδρόμι:
διαλέγω
θα πει λαθεύω.
Βρίσκομαι
στη μέση αυτής της φράσης.
Και πού με πηγαίνει;
Αντίλαλοι από πτώση σε πτώση,
έργα και ημέρες,
της γέννησής μου ο καταρράχτης:
ημερολόγιο
που ξεφορτώνεται τις μέρες του
ρίχνοντάς τες
στις κοιλότητες της μνήμης μου.
Είμαι ο σάκκος των ίδιων μου των ίσκιων.
Κατηφορίζει
για της μάνας μου τα στερεμένα στήθη.
Λόφοι όλο ζάρες,
λάβες παλαβές,
κάμποι ευκαμπείς,
βορά όλα τους του ασβέστη.
Δύο εργάτες ανοίγουν το λάκκο.
Τσακισμένο
στόμα τούβλινο και τσιμεντένιο.
Ιδού
και το ρημαγμένο φέρετρο:
ανάμεσα από τις σπασμένες τάβλες
το ανοιχτόγκριζο καπέλο,
των υποδημάτων το ζεύγος,
το μαύρο κουστούμι του δικηγόρου.
Οστά, κουμπιά, κουρέλια:
βουνάκι σκόνης ξαφνικιάς
μπροστά στα πόδια του φωτός.
Φως ψυχρό αμεταχείριστο,
σχεδόν κοιμώμενο,
φως της ροδαυγής
που μόλις εροβόλησε τη ράχη,
των τεθνεώτων βοσκοπούλα.
Ό,τι είταν ο πατέρας μου
χωράει σε τούτη τη λινάτσα,
που την απλώνει ένας εργάτης
και η μάνα μου σταυροκοπιέται.
Πριν τελέψει
το όραμα, αφανίζεται:
είμαι στη μέση,
κρεμασμένος σʼ ένα κλουβί,
σε μιάν εικόνα κρεμασμένος.
Η αρχή απομακρύνεται,
το τέλος σβήνει μαρμαίροντας.
Δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή:
βρίσκομαι στην παύση,
δεν τελειώνω ούτε αρχίζω,
ό,τι λέω
ούτε πόδια έχει ούτε κεφαλή.
Στριφογυρίζω μες στον εαυτό μου
και ολοένα σκοντάφτω
στα ίδια ονόματα,
στα ίδια πρόσωπα,
κι εμένανε τον ίδιο ποτέ δεν συναντάω.
Η ιστορία μου δεν είναι δική μου:
συλλαβή ετούτης της σπασμένης φράσης
που μες στο κυκλοειδές της παραλήρημα
επαναλαμβάνει, ξαναλέει την πόλη.
Πόλη, πόλη μου,
στύλε που σε λοιδόρησαν,
λίθε που σε ατίμασαν,
όνομα που σʼ έφτυσαν,
η ιστορία Σου είναι η Ιστορία:
ειμαρμένη
μασκαρεμένη σε ελευθερία,
άστρο
πλανώμενο και δίχως την τροχιά του,
παιχνίδι
που το παίζουμε όλοι αγνοώντας τους κανονισμούς του,
παιχνίδι όπου κανένας δεν κερδίζει,
παιχνίδι χωρίς κανονισμούς,
καπρίτσιο ενός θεού στοχαστικού,
ενός ανθρώπου
που ʼγινε τραυλός θεός.
Οι χρησμοί μας
είναι οι λόγοι του αφασικού,
οι προφήτες μας
είναι μάντεις διοπτροφόροι.
Ιστορία:
πηγαινέλα δίχως τέλος και δίχως αρχή.
Κανείς δεν έχει πάει εκεί,
κανείς
δεν ήπιε απʼ την πηγή,
κανείς
δεν άνοιξε τα πέτρινα ματόκλαδα του χρόνου,
κανείς
δεν άκουσε τον πρώτο λόγο,
κανένας δεν θʼ ακούσει και τον έσχατο,
το στόμα που τον λέει μονολογεί,
κανένας
δεν κατέβηκε στον λάκκο των συμπάντων,
κανένας
δεν εγύρισε απʼ τον κοπρότοπο των ήλιων.
Ιστορία:
σκουπιδότοπος και ουράνιο τόξο.
Κλίμακα
για τα δώματα τα υψηρεφή:
νότες επτά
διαλυμένες μέσα στην αιθρία.
Λόγοι άνευ ίσκιου.
Δεν τους ακούμε, τους αρνούμαστε,
είπαμε πως δεν υπήρξαν:
διαλέγουμε τον θόρυβο.
Έκτος όροφος:
βρίσκομαι στη μέση αυτής της φράσης:
και
πού με πηγαίνει;
Γλώσσα κρεουργημένη.
Ποιητής: κηπουρός επιταφίων.
Εξαιρετική η μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή, μπράβο, φίλε!!
Φίλε Γιώργη
Εμείς οι Ισπανόφωνοι χαιρετίζουμε
την όποια αναφορά στην cultura
της Λατινικής Αμερικής
Να είσαι καλά να μας δίνεις
πάντα τέτοιες συγκινήσεις .
«Ποιητής πριν απ΄ όlα, που σημαίνει ανιχνευτής της ύπαρξης, ο Πάς κατέχει ένα σπάνιο προσόν που συναντιέται μόνο σ’ έναν Valery ή σ’ ένα T.S.Eliot: τη δύναμη να κάνει να συνυπάρχουν παράλληλα και χωρίς συγκρούσεις (αφού από τον καιρό του Αινστάιν μάθαμε πως οι παράλληλοι κάπου συναντιόνται) το ποιητικό τραγούδι και η αναλυτική σκέψη».
J. Cortazar.
Κε Κεντρωτή (μάς) υγιαίνετε.
Αγαπητοί φίλοι του «ΠΟΙΕΙΝ», σας ευχαριστώ όλους από καρδιάς για την ευμένειά σας. Οι τίτλοι των μεταφρασθέντων ποιημάτων του Οκτάβιο Πας είναι οι ακόλουθοι:
Himno entre ruinas
El río
A la mitad de esta frase
Αγαπητέ κ. Ρεούση, τις μεταφράσεις του Πας τις κάνω από τα Άπαντά του – Obras completas (1994). Δυστυχώς, στην Κέρκυρα όπου βρίσκομαι αυτόν τον καιρό, δεν έχω τις πηγές μαζί μου, για να σας πω τους τίτλους των συλλογών. Μόλις κετέλθω στην Αθήνα, θα το κάνω. Σας ευχαριστώ πολύ.
Μίχο, Μίχο, μη μου βάζεις ιδέες! Σ’ ευχαριστώ πολύ, δύσκολε φίλε μου. Να είσαι καλά. Θα μεταφράσω τρία σονέττα του Πας που πολύ αγαπώ και θα τα στείλω στο πάντα φιλόξενο ΠΟΙΕΙΝ. Χαίρε.
«αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες»
«Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.»
«Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη…»
«διαλέγω
θα πει λαθεύω.»
Θα συμφωνήσω κι εγώ με τους προλαλήσαντες. Η μετάφραση φαίνεται, είναι (θεωρώντας δεδομένη την «παραλληλία» της με το πρωτότυπο) εξαιρετική. Τολμώ να πω εξαιρετικότατη. Ο εσωτερικός της ρυθμός λειτουργεί και με το παραπάνω. Θα διαφωνήσω, όμως, ως προς τα ποιήματα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που απαιτεί μεγάλη και κοπιώδη συζήτηση.
Προς το παρόν, θα ήθελα να σημειώσω κάποιες λίγες (επουσιώδεις, αλλά γιατί να υπάρχουν;) αβλεψίες. (Δεν σημειώνω αυτές που θεωρώ συνειδητές ποιητικές άδειες [οι περισσότερες {άκρως} πετυχημένες κατά τη γνώμη μου], δηλαδή τα «σα», «πάγχρωμο», «καλυπτοφόρα», «βομβίζει», «υποτεινόμενες», «ημίση», «ευκαμπείς» και «μαρμαίροντας».)
Ελπίζω ο κ. Κεντρωτής να εκτιμήσει την ελάχιστη, αλλά καλοπροαίρετη, συμβολή μου στο αξιέπαινο πόνημά του:
ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
«Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.»
«Πέφτει η νύχτα στο Τεοτιουακάν.»
(Ή ίσως και «Πέφτει η νύχτα στο Τιοτιουακάν.» [Συνδύασε {σε αυτήν την περίπτωση} τον πρώτο στίχο με τον τελευταίο της στροφής: «Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.»])
«ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,»
«Ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,»
«Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,»
«Ποιο χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,»
«αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,»
«αχηβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,» (Αν και ομολογώ πως μου αρέσει περισσότερο με ιώτα.)
«χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.»
«χνούδι πυκνό και μια ασπαλάκων συμμορία.»
«Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις»
«Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα ήσαν πόλεις»
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
«τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ʼνα τʼ άλλο, όλη τη νύχτα η»
«τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου το ʼνα τʼ άλλο, όλη τη νύχτα η»
«να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που»
«να πιει στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που»
«καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού»
«καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου τού εαυτού»
«και ακονίζω το αφτί, νʼ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει η»
«και ακονίζω το αφτί, νʼ ακούσω θέλω ο άντρας τι λέει, να επαναλάβω τι λέει η»
«πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,»
«πόλη, τι λέει η πόλη και μένει μετέωρη,»
«νʼ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική με»
«νʼ αποθέσουν οι λέξεις τα όπλα και να γίνει το ποίημα μια λέξη μοναδική με»
«του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,»
«του, τα απέραντα φτερά φαρδιά-πλατιά ξεδιπλωμένα,»
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ
«Ό,τι είταν ο πατέρας μου»
«Ό,τι ήταν ο πατέρας μου»
«σε μιάν εικόνα κρεμασμένος.»
«σε μιαν εικόνα κρεμασμένος.»
Και δύο ερωτήσεις για όποιον έχει την ευγενή καλοσύνη παρακαλώ: τι σημαίνουν οι λέξεις «σπιανάδα» και «υψηρεφή»;
Υ. Γ.
Και κάτι εκτός θέματος: τον λίγο καιρό που διαβάζω το περιοδικό σας διακρίνω, ίσως να κάνω και λάθος, μία ανησυχητική –επικίνδυνη– ομοψυχία σε πολλά θέματα. Η συμφωνία στην κοινωνία είναι απαραίτητη, αλλά στην ποίηση είναι κα-τα-στρο-φι-κή. Να προσπαθείτε να διαφωνείτε (δεν εννοώ να πλακωθείτε στο ξύλο, όπως, καλή τους ώρα, οι Σουρεαλιστές). Έστω και με το ζόρι! Ίσως, πάλι, να κάνω και λάθος…
“«Ποιητής πριν απ΄ όlα, που σημαίνει ανιχνευτής της ύπαρξης, ο Πάς κατέχει ένα σπάνιο προσόν που συναντιέται μόνο σʼ έναν Valery ή σʼ ένα T.S.Eliot: τη δύναμη να κάνει να συνυπάρχουν παράλληλα και χωρίς συγκρούσεις (αφού από τον καιρό του Αινστάιν μάθαμε πως οι παράλληλοι κάπου συναντιόνται) το ποιητικό τραγούδι και η αναλυτική σκέψη».
J. Cortazar.
Κε Κεντρωτή (μάς) υγιαίνετε.”
Σπύρος Αραβανής, 05/03/2012
Αγαπητέ κ. Αραβανή,
Πολύ πρόχειρα θα ήθελα να σημειώσω τα εξής:
i. Ποιητής, πριν απʼ όλα, σημαίνει δημιουργός (και όχι ανιχνευτής· πριν απʼ όλα) κόσμου.
ii. Το «σπάνιο προσόν» των Βαλερύ, Έλιοτ και Πας συναντάται πιο πριν στον Μπωντλαίρ και στον Ουίτμαν και φτάνει τουλάχιστον μέχρι και τον Όμηρο. Άραγε μπορεί να υπάρξει «τραγούδι» –και εννοώ (κανονικό) τραγούδι, όχι ποίημα– δίχως (αναλυτική) σκέψη;
iii. Ο Ρίμαν μας έμαθε, όπως και στον Αϊνστάιν, πως όλες οι παράλληλες κάπου συναντιούνται.
εδώ νομίζω πως έρχεται ο Μπλουμ με την αγωνία της επίδρασης. Αλλά μακάρι να υπάρχει κι αυτή γιατί σημαίνει πως υπάρχει κατά κάποιον τρόπο η προηγούμενη γνώση. Γιατί οι ποιητές διαβάζουν μόνο τον εαυτό τους ή άντε στην καλύτερη με βάση τον εαυτό τους. Πάντως ευχαριστούμε τον κ.Κεντρωτή που συνεχίζει να μας προσφέρει σε δύσκολους καιρούς,
(Αγαπητέ) Κ. Μίχο,
Δεκτόν (το εξ αφορμής), αλλά ο νεοεισερχόμενος εξ ορισμού έχει μηδενική μνήμη για τον χώρο στον οποίον πρωτοεισέρχεται. Επιπλέον, η ποίηση (ο ορισμός που αναζητείτε/αι) είναι μία αναμέτρηση με το απόλυτο (ή αν θέλετε κάτι πιο προχωρημένο [για κάποιους άλλους ίσως παρωχημένο]: Είναι ένα «όχι» που λέει «ναι»). Έτσι πάντα βρίσκεσαι στην αρχή (ή στο τέλος). Ας το παραδεχτούμε, όλοι οι ποιητές είμαστε μικρά παιδιά. Και η παροιμία, απαντώ στο ανέκδοτό σας, λέει πως «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Ας παραδεχτούμε και αυτό: όλοι οι ποιητές είμαστε τρελοί (διότι πρέπει να έχεις ένα είδος τρέλας για να αρθρώνεις ένα όχι που λέει ναι). Δείτε, π.χ., το προηγούμενο από το δικό σας σχόλιο του κ. Ρεούση.
Προσωπικά πάντως δεν ζητάω τίποτα… Τι είπατε; Εντάξει, εντάξει, έχετε δίκιο, οι ποιητές είναι γνωστοί και για τη φιλαυτία τους. Εν πάση περιπτώσει, ομολογώ πως αρχίζει να με κουράζει, αν δεν με έχει ήδη κουράσει, η τροπή που έχει πάρει η συζήτηση και φοβάμαι πως καταχρόμαστε έναν ξένο προς αυτήν (τη συζήτηση) χώρο.
@ M.D.: Ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση των αβλεψιών, μόνο που δεν πρόκειται για αβλεψίες. Προσωπικά ακολουθώ το πολυτονικό σύστημα, και σε αυτό τυπώνω τα βιβλία μου. Επίσης δεν είμαι “τριανταφυλλίδειος” ως προς την ορθογράφηση – αυτό είναι προσωπική συνειδητή επιλογή μου. Όταν αναγκάζομαι να γράψω μονοτονικό, βάζω τόνους και εκεί που οι θεσπιστές του δεν τους θέλουν. Αυτό ίσως σας μπέρδεψε. Πάντως σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Αβλεψία πραγματική συνιστά το ότι κάποιοι στίχοι τού ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
έπρεπε να χτυπηθούν με πλάγια και αυτό δεν έγινε. Προφανώς “χάθηκε” ο χαρακτηρισμός στο πέρασμα από αρχείο σε αρχείο.
Κωνσταντίνε μην κλέπτεις οπώρας !!
Οι πατάτες μπλουμ είναι έκφραση
απαξίας των στρατών ( τα στρατά )
τουλάχιστον της δεκαετίας του 50
( που υπηρέτησα εγώ ) και όχι
της θειάς σου της Αγρινιώτισσας
Ο-l-u-r-m-e
κ. Κεντρωτή,
Σχετικά με την «πραγματική» (μάλλον εννούσατε «ουσιαστική», και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα διαφωνήσω) αβλεψία που αναφέρετε και που αφορά μάλιστα το πιο ενδιαφέρον από τα τρία ποιήματα που μας χαρίσατε, αν δεν κάνω λάθος το κείμενο μπορεί εύκολα (σε ένα διαδικτυακό περιοδικό) να αντικατασταθεί από το πρέπον. Αν κρίνω, επιπλέον, από τα σχόλια που ακολούθησαν τη μετάφρασή σας, αυτή πρέπει να είναι και η σύμφωνη γνώμη των πολλών.
Ως προς τα υπόλοιπα, βρήκα εξαιρετικά δυσανάλογη την απάντησή σας εν συγκρίσει με την (επαναλαμβάνω) εξαιρετικότατη μετάφρασή σας. Σπάνια πέφτω στο λάθος να ασχοληθώ με κάτι που θεωρώ πως δεν αξίζει. Η απάντησή σας σχεδόν με προσβάλλει. Και σίγουρα με στενοχώρησε.
Κύριε Ρεούση ίσως μπορέσετε εκ καταγωγής να μου λύσετε μια απορία. Το κολοκάσι γίνεται μπλουμ;
κ. Ρεούση,
Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, θα ήθελα να σας ενημερώσω πως με Μ/μπλουμ, κολοκάσια, γενικόλογα αποφθέγματα, επιπόλαιους χαρακτηρισμούς, υπονοούμενα αμφίβολης προθέσεως και πάσης φύσεως αοριστολογίες (σοβαρή) συζήτηση δεν γίνεται. Καλός ο σουρεαλισμός, αλλά ταιριάζει πολύ περισσότερο στην ποίηση παρά στη διαλεκτική, στην οποία, αν ταιριάζει καθόλου, απαιτείται σπανιότατη δεξιοτεχνία. Όσο για την εριστική διαλεκτική, δεν είναι του γούστου μου ή, το πολύ, την αφήνω για το καφενείο ή το γήπεδο.
Ελπίζω να αντιληφθείτε πως δεν βρίσκω την ποίηση «ελαφρύ» αντικείμενο και να πράξετε δεόντως. Αν όχι, αναμφισβήτητο δικαίωμά σας, αλλά και δικό μου να μην ασχοληθώ δεύτερη φορά. Αρχικά σας είδα συμπαθή, αλλά όλα τα προαναφερθέντα (πολύ) εύκολα οδηγούν στο αντίθετο συναίσθημα και προσωπικά δεν θα το ήθελα.
Παρακαλώ, στο προηγούμενο σχόλιό μου, ας θεωρηθεί το λαθεμένο «απαιτείται» στη σωστή φωνή: «απαιτεί».