
Το Α΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/15994/index.html
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : « Ο ΦΑΝΤΗΣ ΚΑΡΡΟ ΣΕ ΣΤΡΟΦΗ ΦΟΥΡΚΕΤΑ » , εκδόσεις ΕΡΑΤΩ, 1988
ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
Σου είχα πει και τότε
πως ο χρόνος είναι ο θάνατος
ας περιμένουμε αποταμιεύοντας
λίγη ανάσταση…
Αλλά κάθε δική μου αλήθεια είναι φρενίτιδα
κάθε δική μου λέξη
για τις ενοχές, για το παρελθόν
για την αμοιβαιότητα των δακρύων
είναι φρενίτιδα.
Ο πόνος τώρα ανεμίζει μεσίστιος
στις αντένες της νύχτας
ο έρωτας δραπετεύει
με άλματα αγαλμάτινα
με διασκελισμό γεμάτο αστέρια.
Σου το΄ χα πει και τότε
πως ο Άχρονος είναι ο άτρωτος
κι η φράση ακούστηκε
σαν παρανοϊκό θρόισμα ουρανού
κάπως σαν τράνταγμα της ύλης…
Τώρα το βλέπεις
πως κάθε δική μου αλήθεια είναι επικίνδυνη
κι αλλόκοτη για τους ανθρώπους…
ΑΔΕΞΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
γλιστρώντας από την ανεμόσκαλα της ψυχανάλυσης
ο φίλος μου φώναξε:
«Ο τάφος είναι το άσπρο της ανυπαρξίας»
και τα μάτια του εξατμίστηκαν
γεμάτα μεταστάσεις πυρακτωμένου υλισμού.
Πέθανε μέσα από πολλές διαδρομές.
Κι ύστερα τον είδα
να περιστρέφεται γύρω απ΄ το σώμα του
σε ομόκεντρους αγωνίας
με έκπληκτο χάος στις ερειπωμένες του κόγχες.
Άνοιξα τα χέρια μου θυμίζοντας την ωραιότητα…
Το πνεύμα του τότε λαμπάδιασε από εξανθήματα
σαν φλεγόμενη δεκαετία
στον αιώνα της κηροζίνης
κι άκουσα την ψυχή του να πέφτει με πάταγο
και τα τεμαχίζεται σε ίχνη απατηλότητας.
Τότε μόνο το΄ νιωσα καθαρά πως δεν ήξερε
ούτε καν να τραυλίζει αντίκρυ στον θάνατο
και ανέβαινε σε χάρτινες σκαλωσιές
για ν΄ αποφεύγει το δέος…
Τότε είδα την καρδιά του
τυφλό άνεμο από τα αχανή
και το άυλο να τον σπαράζει σε ταχύτητες φωτός
στο αέναο θρυμματίζοντας με ηλεκτρόνια
την εφήμερη αφέλεια της απιστίας…
CAPRICCIO
Στον Niccolo’ Paganini
Ίσως και να΄ χεις δίκια για την θάλασσα
/υγρό μπλε προς τα τίποτα το άυλο/
ενώ κάποιο θρόισμα πράσινο χαρούμενου ερπετού
διαπερνά την ανυπαρξία του ορατού
παραμένοντας άστεγο.
Δεν έχει κατοικία κάθε ελιγμός
και κάθε κίνηση
ανατέλλοντας στις βραχώδεις εκτάσεις
της πραγματικότητας.
Το φεγγάρι βουτηγμένο
στον ηλεκτρολύτη των ματιών σου
επαργυρώνει το δέρμα της νύχτας…
Α! αυτή η βαθύτατη νύχτα
με τους ανεξίτηλους λεκέδες του σύμπαντος
που άλλοι ονομάζουν άστρα
κι άλλοι ενοχές.
Με δοξάρι ανεστραμμένο
εκτείνεσαι στις σπειροειδείς νηφαλιότητες
καθώς το φως
γλιστράει στους θάμνους του βιολιού
φανερώνοντας γυμνά τα μέλη της μουσικής.
Ναι, τώρα έχεις δίκιο απόλυτο
με το ξέσκισμα των ήχων τσακίζοντας
την πεισματική νοοτροπία της ασάφειας.
ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΑ ΧΕΙΛΗ
Κι αν μείνω πάλι
αντίκρυ
στα ανέσπερα βλέφαρά σου
γυμνός και άθλιος
το αστρικό μου κομπολόι
παίζοντας
με αναίτια δάχτυλα
μετρώντας
τις ίριδες του υλισμού…
κι αν αφεθώ
στα εξατμιζόμενα ρήματα
δήθεν στοχαστής
δήθεν μοιραίος ερευνητής
κι όθεν γελοίος
μην αποστρέψεις το πρόσωπο
μην αφαιρέσεις
το ίχνος του γνόφου σου
που με κατοικεί…
ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Με την απότομη λάμψη του αναπτήρα
έσπασε το κέλυφος του σκοταδιού
κι απεκαλύφθησαν
τα σώματα
στον κρημνό των διαστάσεων
όπως ακριβώς
τα ραδιοϊσότοπα ζωγραφίζουν
σε φωτογραφικό σκοτάδι
αποκαλύπτοντας
τα πανέμορφα Factors
τις γονιδιακές αρμονίες
τα άυλο σε ύλη.
Έτσι ακινητοποιήθηκε η αλήθεια
μέσα στον λαβύρινθο του οργασμού
με αστρικό απόηχο
ενώ διαστέλλονταν με στροφικούς σπασμούς
απέραντος χορός πολυχρωμίας
το σημάδι της Αριάδνης
εκτεινόμενο στο άπειρο.
Η ΠΥΛΗ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Μπήκα ανώνυμος στο λευκό σου δωμάτιο
σιωπηλός
σαν το μικρό παιδάκι στο δωμάτιο των γονιών του
σε είδα, έμοιαζες νεκρή
/πρόβα θανάτου κι ο ύπνος/
ενώ τα σκεπάσματα
από συνήθεια ανεβοκατέβαιναν ήμερα.
Τότε κατάλαβα
πως η ζωή μας διαρρέει
μέσα στους δαιδαλώδεις σωλήνες της επιθυμίας
να πρωταγωνιστούμε
σπαράζοντας μέσα μας ο ένθεο φύσημα
κι ύστερα βουτάμε φλεγόμενοι
στα κολυμβητήρια των ονείρων
καταπίνοντας
το χλώριο του ασυνείδήτου.
Κοιμάσαι
και το μέτωπό σου χαράζει
από εξαίσια βιολογική ενότητα
κοιμάσαι
κι ανατέλλουν γοτθικοί ουρανοί
ο χρόνος παίζει
με παιδική αδεξιότητα τους κύβους των ημερών
κοιμάσαι
με τις αθώες βλεφαρίδες σου
χωμένες στο άπειρο
κοιμάσαι
κι ενοχλείς τον θάνατο…
ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΛΙΠΟΘΥΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ
Διψασμένα φαντάσματα πυροβολούν το φως
ερινυώδεις λέξεις
ξεδιπλώνουν βαθυπράσινο σκοτάδι
λεπτή απόχρωση του λιωμένου
απ΄ τον χρόνο
ξεσκισμένου ορίζοντα.
Τι πληγώνει όμως τώρα
την αφή του συνειδητού;
Αιμάτινα νεφελώματα
διανύουν τους διαύλους των ειρμών
ελευθερώνοντας το μάγμα της απουσίας
το σώμα του ονείρου γεμίζοντας
μεταστάσεις σκιάς.
Θαμπές οι ακτίνες των προσώπων τους
αποκεφαλίζονται
με το ίδιο ξυράφι που ο χρόνος
έκοψε τις φλέβες του.
Και να το μικρούλι σπουργίτι συναίσθημα
σιωπηλά ψιθυρίζοντας
διατρέχει
προσεκτικά ε την κλωστή του πάθους
των πληγών την ιλιγγιώδη πολυφωνία.
Έκτοτε δεν συναντήθηκαν
παρά μονάχα σε τυχαίες λέξεις
ανασύροντας
μέσα από θάμνους λήθης
τους λανθασμένους έρωτες
τις άστοχες των πόθων τους δονήσεις…
ΡΟΠΤΡΟ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Από το παράθυρο
είχε δραπετεύσει κι όλας το βλέμμα σου
όταν γλίστρησες μέσα στη νύχτα
και χάθηκες…
Μάταια ο πίνακας με τα κουδούνια στην είσοδο
φώναζε το όνομά σου.
Τώρα πια δεν απέμεινε
παρά ο συρμός των ηλεκτρονίων
στο θυροτηλέφωνο
σαν αστραπή λυμένη σε ηλεκτρόνημα
τραγούδι παράφωνο
του άταφου χωρισμού…
ΚΑΠΟΙΑ ΛΕΠΤΗ, ΛΕΠΤΟΤΑΤΗ ΣΧΙΣΜΗ
Ξηρός πάγος ραγίζει μέσα μου
καθώς αγγίζω με παρθένα μάτια
το αμείλικτο τοπείο.
Αδιέξοδος ήλιος
τυλίγει ξανά με κόκκινους επιδέσμους
το ουσιώδες στήθος σου
το γεμάτο βασανισμένα λουλούδια.
«Μονομαχούμε με τον θάνατο
μόνο και μόνο
για να σφίξουμε μια γαλάζια παπαρούνα
μέσα στ΄ άσπρα μας δάχτυλα»
συνήθιζες να μου λες
όταν συνομιλούσαμε τα βράδυα.
Όμως αυτό το βράδυ δεν είπαμε τίποτα
διασχίσαμε με τη μουσική μιας γυναίκας
το βυθό του ταξιδιού μας προς το αόρατο.
Από τότε επικοινωνούμε μονάχα με το βλέμμα…
Πρέβεζα 11/9/86
ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ ΕΠΩΔΥΝΑ
Πυκνό άρωμα ανέβαινε
στις κερκίδες του Ηρωδείου
/ο ανάπηρος πολιτισμός μας
που εξαχνώνεται
μέσα σε τεχνητούς παράδεισους/
κι έξαφνα
ήχος από μέλλον προφητείας
κατήργησε την υποκρισία
κομματιάζοντας τα ηλίθια χαμόγελα
των φασιανών
με όραση των φωτονίων
στην αιχμηρή του μπακέτα
με το σθένος
του ανθρώπου που υποφέρει από ωραιότητα
ο Κριστόφ Πεντερέτσκι.
Η φωνή του προσπέρασε τα ευγενή αρώματα
διαπέρασε τα σώματα
αγγίζοντας την κραυγή του Ανθρώπου
με χέρι παιδικό
καθώς ξιφομαχούσε με τον θάνατο
από το πόντιουμ πηδώντας στον αέρα
για ν΄ αποφεύγει τα χτυπήματα…
Κι ο εικοστός αιώνας πιο πέρα χούφταλο
με κόπο σέρνοντας τα ηλεκτρονικά του μηχανήματα
κοιτούσε με αμηχανία.
ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Προχωρώντας αλόισια προς την άκρη
μιας απόκρημνης ακτίνας κυανίου
συνάντησε τον ίδιο διάδρομο
ήρθε και πάλι
στο τοίχωμα της μνήμης η παλιά αίσθηση
χάρισμα γεννημένο σε χαμένη παράσταση
χιλιάδες χρόνια πριν
του ανθρώπου που είναι άρχοντας
της μεγάλης πολικής νύχτας
κι εξουσιάζει
ένα φως αδιάκοπα κυμαινόμενο…
For 2000 yarw I was lost
look, my face’ s full of starbust
no I’ m not a cloudy ghost
I just came back at last
Κυρίες και κύριοι
…. o William Shakspear !!!
ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ
Δεν υπάρχει σαν ιππότης ο θάνατος
ούτε παίζει σκάκι στις παραλίες.
Τον θάνατο τον γνωρίζουν μονάχα
οι σχιζοφρενείς, οι δαιμονισμένοι
κι οι νεκροί.
Οι ασκητές αγνοούμενοι.
Οι καλλιτέχνες αεροβάτες.
Οι υπόλοιποι γιορτάζουν
τα μελανά ιωβηλαία της φθοράς
πάνω στα πυρηνικά τους ποδήλατα
καταψύχοντας τη ματαιότητα
σε υγρό άζωτο.
Το παρακολουθήσατε βέβαια κι εσείς το Τσάλεντζερ
το ακριβότερο βεγγαλικό των αιώνων
όταν αγκάλιαζε το τίποτα
τινάζοντας στον αέρα
απίθανα χιλιάρικα ψευδαισθήσεων.
Όλη ιστορία του δυτικού ανθρώπου
είναι ένα καρτεσιανό χαντάκι προς την κόλαση
η πλήρης άγνοια του θανάτου.
Ο ΦΑΝΤΗΣ ΚΑΡΡΟ ΣΕ ΣΤΡΟΦΗ ΦΟΥΡΚΕΤΑ
Το όνειρό του έσπασε μέσα στο πιο τρελλό σκοτάδι του
χειμώνα, τινάζοντας στον αέρα θραύσματα θολότητας και
εξατμίστηκε αφήνοντας ανήμερο τίποτα…
Ακριβώς όπως όταν αντικρίζεις ένα ψεύτικο τριαντάφυλλο
κι η φαντασία πάει ν΄ αφεθεί στις μαγικές σκιές των αερίων…
έξαφνα η αφή σε προδίδει… ουτοπία απόλυτα απτή
κι απόλυτα πλαστική, άοσμη παγίδα για μεγάλα κορόιδα ή
για μεγάλους της νωχελικής απάτης εραστές.
Τεράστιος πύργος από τραπουλόχαρτα σωριαζόταν μπροστά
του το μέλλον… Φόρεσε λοιπόν κι εκείνος το πλατύ γαλάζιο
καπέλο του, με την μαύρη κορδέλλα που υποδύεται τις
ξεριζωμένες του σκέψεις, μπήκε στο ναρκωτικό του σκάφος
και σφήνωσε το τιμόνι στο ξανθό κοριτσίστικο υπερπέραν.
Εκεί κατοικούσε Χαϊδεύοντας τα ξωτικά των αστερισμών,
αγκάλιαζε τις μάγισσες με χειρονομίες ολοένα πιο άδειες,
παραμιλούσε με ακατάληπτους υπερήχους, διασχίζοντας
κάθε μέρα μια τυφλή λεωφόρο από έβενο.
Ώσπου είδε το φως και συνομίλησε με το φως και προσπάθησε να αγγίζει το φως…./ ακανθώδης επανόρθωση/
… τουλίπες φωσφόριζαν ολοζώντανες στο συνθετικό σκοτάδι.
Από τότε ζει βυθισμένος στο αόρατο, αφήνοντας ενίοτε
σπειροειδή ψηφία στον αέρα, ανώνυμος, μέσα στην τόση
επωνυμία του πλαστικού…
Αφού ευχαριστήσω κι εγώ ακόμη μιά φορά τον Α. Ψάλτη που είχε την ευγένεια και κυρίως την αγάπη να προβάλλει τα ποιήματά μου, να σας υποδείξω δύο – τρία σημεία που έχουν γίνει λάθη από παραδρομή και τα είδα σήμερα καθώς ξαναδιάβαζα την δημοσίευσή σας, αφού την πρώτη φορά δεν είχα δεί τα ποιήματα, αλλά μόνο το επίμετρο.
1) Στο 6ο ποίημα ο σωστός τίτλος είναι
“Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ”
και όχι η ΠΥΛΗ.
2) Στο ποίημα “ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ” (11ο)
ο πρώτος στίχος είναι
for 2000 *years* I was lost αντί *yarw*
3) Στο ίδιο ποίημα ο δεύτερος στίχος είναι
look my face’ s full of *stardust* αντί *starbast*
Ευχαριστώ και πάλι
Γ. Β.