Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή

 
Σ.Α.: Ποια είναι τα πρώτα ακούσματα που θυμάστε από το ελληνικό τραγούδι;

Κ.Μ.: Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία σε δύσκολες εποχές, μετακατοχικές και εμφυλίου πολέμου Ό, τι άκουγα ήταν από το κρατικό ραδιόφωνο της εποχής, το γαλλοθρεμμένο ελληνικό τραγούδι και από τους πιο μοντέρνους, τις τζαζ μουσικές του Πλέσσα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά τον εμφύλιο, η πόλη μου, η Λαμία, δέχτηκε πολλούς εσωτερικούς μετανάστες και σχηματίστηκαν οι λεγόμενες παραγκουπόλεις, εκεί άκουσα τα δημοτικά τραγούδια που τραγουδούσαν στα πανηγύρια. Την ίδια εποχή, από το στρατόπεδο της Λαμίας, ξεκίνησε το εκστρατευτικό σώμα που πήγε να πολεμήσει στην Κορέα. Αυτοί οι φαντάροι τα βράδια, στην έξοδό τους, άκουγαν από τα γραμμόφωνα τα ρεμπέτικα, και από εκεί μυήθηκα στο αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι.

 
Σ.Α.: Πότε ήρθαν οι πρώτες στιχουργικές απόπειρες;
Κ.Μ.: Ποιητικούς στίχους έγραφα από τα δώδεκά μου χρόνια. Ένας σπουδαίος δάσκαλος όταν ήμασταν στις πρώτες τάξεις, κατόρθωσε να «πάρει» από εμάς κείμενα και να τα εκδώσει στην Αθήνα, στον Μπεχλιβανίδη -ένα χρόνο μετά την αποφοιτήση μας- ως βιβλίο με τον τίτλο «Αγριολούλουδα». Αυτός μας μύησε στο να γράφουμε στίχους. Επίσης ήμουν τυχερός γιατί είχα μια καλή βιβλιοθήκη στο σπίτι μου καθότι ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος και από μικρός είχα «ξεσκονίσει» όλη την παλιά ποίηση. Θυμάμαι να μιμούμαι τις στιχουργικές τεχνικές του Κάλβου, του Παλαμά, του Βαλαωρίτη κ.ά και να απαγγέλλω δικά μου ποιήματα στις εθνικές γιορτές. Τα θέματά τους ήταν ερωτικά, πατριωτικά, φυσιολατρικά. Πολιτικά ποιήματα δεν μπορούσαμε να γράψουμε βέβαια. Ο πατέρας μου ήταν εξόριστος εκείνη την εποχή. Ήμασταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε κατηχητικό και μόνο ομαδικά στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Την πρώτη «κοσμία διαγωγή» την πήρα διότι με έπιαναν να παρακολουθώ τους θιάσους χωρίς την άδειά τους.

 
Σ.Α.: Στη σημερινή επαρχία πόσο πιστεύετε ότι «λειτουργούν» οι περιοδεύοντες θίασοι και καλλιτέχνες;

Κ.Μ.: Τα πράγματα έχουν νοθευτεί ιδιαιτέρως αρνητικά όμως και θετικά. Υπάρχει η τηλεόραση και το διαδίκτυο και έτσι ένας νέος της επαρχίας μπορεί να έχει σημαντικά πράγματα στη δισκοθήκη του. Ο μεγάλος μας συνθέτης Μανόλης Καλομοίρης έγραφε στα απομνημονεύματά του ότι στα 40 του χρόνια, μετά από 20 χρόνια δηλαδή καριέρας, άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά την Ενάτη Συμφωνία, στο Παρίσι. Σήμερα ένα παιδί ακόμα και φτωχό μπορεί να έχει 4 εκτελέσεις της Ενάτης Συμφωνίας στο σπίτι του.

 
Σ.Α.: Έτσι και ο ανταγωνισμός των θιάσων και των καλλιτεχνών αυξάνεται, το πώς θα «πουλήσουν» την πραμάτεια τους.
Κ.Μ.: Φυσικά. Σήμερα δεν ανταγωνίζεσαι μόνο το διπλανό σου συνθέτη ή θίασο αλλά παγκόσμια μουσικά και θεατρικά ρεύματα. Σήμερα κανένας συνθέτης δεν θα τολμούσε να γράψει τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές». Την εποχή εκείνη ο Χατζιδάκις λειτουργούσε ο δάσκαλος του γένους με μεγάλη τόλμη βέβαια. Σήμερα θα τον κατηγοριοποιούσαν -απαξιωτικά- οτι κάνει έθνικ ή είναι ελληνολάτρης.

 
Σ.Α.: Φοιτητής στην Αθήνα ποια ήταν η σχέση σας με το ελληνικό τραγούδι;
Κ.Μ.: Συναυλίες και μουσικές εκδηλώσεις με τη σημερινή έννοια του όρου δεν υπήρχαν τότε. Έπρεπε να έρθει η γενιά του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι ώστε να αρχίσει η διάχυση του καλού τραγουδιού στις μάζες. Από το 1957 όμως που μπήκα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δάσκαλό μου τον Δημήτρη Ροντήρη, γνώρισα τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Δήμο Μούτση και τη Γιοβάννα οι οποίοι σπούδαζαν στο μουσικό τμήμα του Ωδείου και κάναμε παρέα στην αυλή. Επίσης, λίγο αργότερα, κατά τη θητεία μου ήμουν μαζί με την περίφημη ομάδα των 15, στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Ήταν ο Βασίλης Ζιώγας, ο Χάρυ Κλυνν, ο Γιώργος Μαρίνος, ο Σπύρος Ευαγγελατος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και άλλοι. Έτσι προέκυψαν και τα πρώτα μου τραγούδια. Το 1961-62 βγήκαν οι πρώτοι μας δίσκοι με τον Μαρκόπουλο που τραγουδούσε η Βούλα Πάλλα και ο Κώστας Χατζής, τα τραγούδια «Μαυρομαντιλούσα», «Φεγγάρι μου» κ.ά. Το 1963-64 γνώρισα τον Γιάννη Σπανό και γράψαμε τα τραγούδια μας με την Καίτη Χωματά. Μέσα στη δικτατορία γνώρισα τον μακαρίτη Βασίλη Κουμπή, που ήταν τότε πιανίστας του Γιώργου Μαρίνου και γράψαμε τα «Καραβάκια», τον «Χαρίλαο» και το «Όταν κλαίει ένας άντρας», που τραγούδησε ο Δημητρης Μητροπάνος, από τις πρώτες του ηχογραφήσεις.

 
Σ.Α.: Γράφατε πάνω στις μελωδίες που σας έδιναν ή μελοποιούσαν μόνο στίχους σας;
Κ.Μ.: Ποτέ δεν έχω γράψει πάνω σε μια μελωδία, δεν έχω την ικανότητα, μόνο το «Καφενείον η Ελλάς» γράφτηκε πάνω σε μουσική. Χρειάζομαι τα μέτρα και κάποια λόγια απλά ως οδηγό. Οι «Αποδημίες», ο δίσκος που έκανα με τον Γιάννη Σπανό, γράφτηκε έτσι. Είχε μελοποιήσει ο Σπανός 7 ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και μετά την άρνηση του ποιητή να εκδοθούν (είχε θυμώσει με την επιτυχία των μελοποιήσεων του Θεοδωράκη καθώς έβλεπε οτι είχε γίνει ο ίδιος λαϊκός μέσα από ένα άλλο είδος) μου ζήτησε να γράψω εγώ στίχους. Έτσι προέκυψε ο δίσκος, που οφείλω να πω οτι δεν έκανε μεγάλη επιτυχία, ακούστηκε λίγο μόνο το «Μια φυσαρμόνικα».

 

 

 

 
ΣΑ.: Και ερχόμαστε στα 1970 και στο περίφημο «Χρονικό».
Κ.Μ.: Για το οποίο πρέπει να πω το εξής ώστε να ξεκαθαριστεί μια παρεξήγηση που υπάρχει. Το έργο γράφτηκε πριν τη δικτατορία. Μάλιστα το βράδι της 20ης Απριλίου 1967 δοκίμαζε τα τραγούδια η Μαρία Φαραντούρη στο σπίτι του Μαρκόπουλου. Επίσης πρέπει να πω οτι για τα τραγούδια αυτά είχαν δοκιμαστεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όμως δεν του πήγαιναν καθόλου ως ύφος, όπως και η Φαίη Νούσια, που είναι τραγουδίστρια στη χορωδία της ΕΡΤ. Μετά το πραξικόπημα γράφτηκαν μόνο το «π.Χ» και το «Πώς να σου τραγουδήσω». Τότε λογοκρίθηκαν δυο τραγούδια, το «Μια νύχτα στα Μεσόγεια» -που δεν καταλάβαμε γιατί δεν «πέρασε»- και το «1945» (Σαν τελείωσε ο πόλεμος). Ο Μαρκόπουλος βρήκε πρόσφορο έδαφος -ο Θεοδωράκης ήταν αυτο-εξόριστος και ο Χατζιδάκις ήταν στη Νέα Υόρκη- και έφερε την αλλαγή τότε, άλλαξε το χρώμα της ενορχήστρωσης, έβγαλε το μπουζούκι και τη λαϊκή ορχήστρα και έβαλε την κρητική λύρα, το σαντούρι κ.ά. Βεβαίως σταθήκαμε τυχεροί διότι ερμήνευσε το έργο η θεϊκή φωνή του Νίκου Ξυλούρη.

 

 

 

 
Σ.Α.: Επόμενος σταθμός η επίσης περίφημη «Ιθαγένεια», 1972.
Κ.Μ.: Είναι ένα έργο για το οποίο καμαρώνω. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είχε μάλιστα πει πως ο στίχος «Χίλια μύρια κύματα μακριά το Αιβαλί» είναι ό,τι σημαντικότερο γράφτηκε μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα. Το έργο δεν είχε τη φόρμα που έχει το τραγούδι, δεν έχει μετρημένο στίχο και ήταν μια πρωτοτυπία η μελοποίηση του Μαρκόπουλου. Πρέπει επίσης και εδώ να πω οτι όταν το άκουσε ολοκληρωμένο το βράδι της ηχογράφησης ο Νίκος Γκάτσος, μου είπε οτι προτιμούσε το «Χρονικό» καθώς ήταν πιο κοντά στη τραγουδιστική φόρμα. Και στους δυο αυτούς δίσκους προσπάθησα να δώσω την τραυματική περιπέτεια του Ελληνισμού. Το ίδιο επιχείρησα και χρόνια αργότερα όταν έφτιαξα ένα κολάζ από θεατρικά έργα και μελοποίησε εξαιρετικά ο Βασίλης Δημητρίου, με τον τίτλο: «Η Ελλάδα των θαυμάτων, των τραυμάτων, των υπάτων και των πάτων», έργο που δυστυχώς παραμένει ανέκδοτο ως σήμερα. Δεν ήταν μια δοξολογία της Ελλάδας αλλά καταγραφή των τραυματικών εμπειριών της γενιάς μου. Γεννήθηκα σε μια δικτατορία όπως και η κόρη μου γεννήθηκε σε μια δικτατορία.

 

 

 

 
Σ.Α.: Την ίδια εποχή -δικτατορία- γράφετε και τη «Μεγάλη Αγρυπνία» που μελοποίησε η Ελένη Καραινδρου, ο δίσκος όμως κυκλοφορεί το 1975.
Κ.Μ.: Οι στίχοι γράφτηκαν μέσα σε μια εβδομάδα. Η ηχογράφηση και η ενορχήστρωση έγιναν στην Ελλάδα και η φωνή της Φαραντούρη ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο Γιάννης Τσαρούχης. Και αυτό το έργο εκφράζει την περιπέτεια, την εσωτερική οδύσσεια του Έλληνα που περνάει μέσα από τις Συμπληγάδες και τις Σειρήνες, και βγαίνει ράκος, όμως συνεχίζει.

 
Σ.Α.: Ο σύγχρονος Έλληνας είναι «οδυσσειακός»; Έχει στόχους, ζητά την «Ιθάκη»;
Κ.Μ.:Η τραγωδία αυτού του τόπου έχει διατυπωθεί από ένα μεγάλο συγγραφέα που ανακαλύψαμε εκατό χρόνια μετά, τον Χουρμούζη. Στο έργο του «Μαλακώφ» που είναι μια γειτονιά του Παρισιού όπου υπήρχαν τα μεγάλα ραπτικά καταστήματα, περιγράφει το πώς οι Κωνσταντινοπολίτισσες κοκκώνες ψώνιζαν τσάντες καπέλα και φουστάνια από εκεί, αλλά στο σπίτι τους έκαναν ξόρκια, έφτιαχναν τον απήγανο και έλεγαν το φλυτζάνι.

 

 

 

 

Σ.Α.: Περνάμε στα 1979 και στην ιδιαίτερη -και άγνωστη στο ευρύ κοινό- συνεργασία σας με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στο έργο «Ατρείδες».
Κ.Μ.: Είναι μια από τις ευτυχισμένες στιγμές και δικές μου και του Γιάννη, Ήταν μια πρόταση του Δημήτρη Ποταμίτη. Έκανα ένα κολάζ από αρχαίες τραγωδίες και ανάμεσά τους υπήρχαν χορικά που λειτουργούσαν σαν τα songs του Μπρεχτ. Τα ερμήνευε με την κιθάρα του ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου καθισμένος σε ένα σκαμπό. Αποτελεί και τη δική μου πρώτη απόπειρα να μεταφράσω χορικά από την «Ορέστεια».

 

 

 

 

Σ.Α.: Καταλήγουμε στα 1983, στις «Σειρήνες» τη τελευταία μέχρι σήμερα δισκογραφική δουλειά με δικούς σας στίχους και συνθέσεις του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Κ.Μ.: Είναι ένα έργο που παραγγέλθηκε το 1981 από το Φεστιβάλ Αθηνών και που κακώς δεν έχει κυκλοφορήσει σε δίσκο. Στο δίσκο προστέθηκε και ένα τέταρτο μέρος και τραγουδούν ο Τάκης Μπίνης, ο Οδυσσέας Μοσχονάς, ο Αντώνης Παπαιωαννου και ο Βασίλης Σκουλάς. Και ο δίσκος αυτός κινείται στο ίδιο ιδεολόγημα με τις άλλες δουλειές.

 
Σ.Α.: Γιατί δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια;
Κ.Μ.:Πρέπει να εξηγηθώ εδώ ότι θεωρώ πολύ τιμητική αυτή τη συνέντευξη γιατί εγώ δεν είμαι επαγγελματίας στιχουργός. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα καθήσει να γράψει στίχους και θα τους περιφέρει στους συνθέτες. Μου ζητούσαν και το έκανα. Δεν γράφω για το φάκελό μου.

 
Σ.Α.: Από προσωπική ανάγκη έκφρασης;
Κ.Μ.: Έχω σταματήσει να γράφω και ποιήματα αν και εξέδωσα μια ποιητική συλλογή η οποία στον κύκλο της συζητήθηκε. Είμαι άνθρωπος αρκετά αλαζόνας σε διάφορα πράγματα αλλά και με ικανότητες αυτοκριτικής. Όταν διαπίστωσα ότι δεν θα γίνω Ελύτης είπα ότι το μεγάλο μου καθήκον θα είναι να μεταδώσω την ποιητική μου ικανότητα στη μετάφραση του αρχαίου δράματος. Έτσι έχω ευτυχίσει να έχω μεταφράσει μέχρι σήμερα 31 από τα 44 έργα.

 
Σ.Α.: Δεδομένης της επιτυχίας των τραγουδιών σας δεν υπήρχαν συνθέτες που να σας προσέγγισαν;
Κ.Μ.: Κανείς δεν μου ζήτησε ποτέ στίχους. Συνεργασίες όμως για χορικά έχω βέβαια κάνει, όπως με τον Σταμάτη Κραουνάκη ο οποίος μάλιστα υπήρξε πολύ γενναιόδωρος καθώς έδωσε την ευκαιρία σε νέους συνθέτες να μελοποιήσουν χορικά αρχαίων έργων (σ.σ: δίσκος «Χορικά- Αιώνια θητεία στο κάλλος»)

 
Σ.Α..: Πώς κρίνετε τους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες-τραγουδοποιούς όταν συνθέτουν για αρχαία έργα;
Κ.Μ.: Οι «Ιππείς» του Τσακνή, για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι ένα αριστούργημα. Νομίζω πως η ενασχόλησή τους με αυτά είναι αποκαλυπτική και για τους ίδιους, παθαίνουν ένα πολιτισμικό σοκ. Πρεπει να πω ότι έχω συνεργαστεί με τουλάχιστον 22 Έλληνες συνθέτες, από τον Κουρουπό και τον Τσαγκάρη μέχρι τον Αντωνίου και τον Χριστιανάκη.

 
Σ.Α.: Στα τραγούδια τους όμως εμφανίζουν κάποιες «εκπτώσεις» του ταλέντου τους.
Κ.Μ.: Ποιος δεν κάνει εκπτώσεις; Κατηγορούσαν παλαιότερα την Βουγιουκλάκη ότι «εξευτέλισε» αυτά που έμαθε, αφού ήταν μαθήτρια του Ροντήρη. Και τους απαντούσα «γιατί δεν το λέτε αυτό και για τους αρχιτέκτονες που έφτιαξαν την Αθήνα γεμάτη τσιμέντο; Αυτοί είχαν καθηγητές στο Πολυτεχνείο τον Πικιώνη, τον Εγγονόπουλο, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα.Γιατί φταίει μόνο η Βουγιουκλάκη που πρόδωσε το δάσκαλό της και έκανε φτηνό θέατρο»;

 
Σ.Α.: Ποιους στιχουργούς εκτιμάτε;
Κ.Μ.: Εκτός από τον Νίκο Γκάτσο, που ήταν ο δάσκαλος όλων μας και πρωτοπόρος, εκτιμώ τον Πυθαγόρα, τον Άκο Δασκαλοπουλο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Μιχάλη Γκανά, τον Θοδωρή Γκόνη κ.ά. Έχω μάλιστα πει πως αν κάποτε κάναμε μια ανθολογία του λυρικού τραγουδιού του 20ου και 21ου αιώνα δίπλα στον Ουράνη, τον Άγρα, τον Χατζόπουλο θα στέκονταν επί ίσοις όροις τραγούδια αυτών των στιχουργών. Στη νυν περίοδο που διατρέχουμε η στιχουργική πιστεύω είναι πιο σημαντική από τη συνθετική.

 
Σ.Α.: Διάλογος και κριτική γύρω από τα θεατρικά πράγματα της χώρας γίνεται έντονα τα τελευταία χρόνια ενώ αντίστοιχα γύρω από το ελληνικό τραγούδι έχει μετριαστεί. Πού οφείλεται αυτό πιστεύετε;
Κ.Μ.:Υπάρχει μια τακτική αποσιώπησης της κριτικής φωνής. Βλέπω, για παράδειγμα, πολύ αυστηρή κριτική δίσκων από τον Γιώργο Παπαδάκη και δεν του απαντά κανένας, λένε «άσ’ το να περάσει».

 
Σ.Α.: Και το θεατρικό κοινό όμως διαφέρει από το μουσικό. Ποια είναι επίσης η άποψή σας για τις συναυλίες λαϊκών καλλιτεχνών, όπως η Άννα Βίσση, στο Ηρώδειο;
Κ.Μ.: Το θέμα δεν είναι αν η κυρία Βίσση έχει ή όχι μεγάλη φωνή αλλά τι προτείνει. Αν αποφάσισε να μετανιώσει για τις επιλογές της και να τραγουδήσει Θεοδωράκη και Χατζιδάκι ας την ακούσουμε. Δεν κατάλαβα γιατί η κυρία Βίσση είναι χειρότερη φωνητικά από μια τραγουδίστρια του έντεχνου;

 
Σ.Α.: Υπάρχει ένα διαφορετικό ρεπερτόριο που έχουν τραγουδήσει.

Κ.Μ.: Δεν μπορώ να απαγορεύσω, για να σου απαντήσω σε σχέση με το θέατρο, στον Στάθη Ψάλτη να παίξει Αριστοφάνη. Αναλαμβάνει την ευθύνη του. Όταν πρωτοξεκίνησε είχα γράψει: «συγκρατήστε αυτό το όνομα, θα μιλήσουμε για αυτόν. Απογοήτευσε; Αποφάσισε να κάνει τη ζωή του; Δεν έχει σημασία. Ξεκίνησε με Μολιέρο. Όταν πήγαν να παίξουν για πρώτη φορά στην Επίδαυρο ο Βουτσάς και ο Μουστάκας ήταν πιο σεμνοί από ηθοποιούς που έπαιζαν χρόνια εκεί.
Σ.Α.: «Τα έργα της τέχνης», έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης, «ανήκουν σε αυτούς που τα καταλαβαίνουν». Συμφωνείτε;
Κ.Μ.: Ναι, αλλά για να καταλάβουν τα έργα θα πρέπει να μυηθούν σε αυτά.

 
Σ.Α.: Έχετε το άγχος μήπως τα έργα σας δεν θα ανήκουν στις νέες γενιές αφού δεν μυούνται σε αυτά;
Κ.Μ.: Άγχος έχω αλλά όχι σε προσωπικό επίπεδο, από προσωπική φιλοδοξία. Όλα είναι θέμα παιδείας. Δεν μπορεί να μη διδάσκεται η τέχνη στα σχολεία. Ειδικά τώρα που λείπει η επικοινωνία με τη λαική τέχνη, τη συλλογικότητα. Δεν υπάρχει πανηγύρι ούτε καν το παλιό πένθος, τότε που πενθούσαν όλοι μαζί. Μου φαίνεται αδιανόητο σήμερα να ακούω ότι η οικογένεια δεν θα δεχτεί συλλυπητήριες επισκέψεις. Λείπει η παρηγοριά, η μακαριά, η συντροφικότητα..

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, τχ. 145, 2009