(Απόσπασμα από τη 2η Σκηνή: Κυανοπώγων και Ελισάβετ.
Σε αίθουσα του πύργου του)

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ:
Μόλις έσβησε το τελευταίο αστέρι.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ: (σα μαγεμένη)
Κλειδί έχεις στο λαιμό;
Λάμπει, σα να ʽναι από χρυσό.
Τι ανοίγεις μʼ αυτό;

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ:
Την πόρτα στη νυφική την κλίνη
που κρύβει ένα μυστικό: αμαρτία είνʼ η επιθυμία!
Κι επιθυμία είνʼ η αμαρτία.
Το ξέρουμε αυτό!
Του Θεού είμαστε παιδιά και του Σατανά.
Κι αν πέθανε ο Θεός για την ανάγκη της σάρκας,
το μυστικό παραμένει ίδιο:
η σήψη κι ο θάνατος πηγάζουν
απʼ τη βαθύτατη ανάγκη της σάρκας.
Κι απʼ το αδηφάγο μίσος!

(Το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα. Τα φώτα σβήνουν)

Τα μεσάνυχτα, εσύ, φιλήδονη νύφη,
τη σήψη θα γνωρίσεις και τον θάνατο.
Κόρη ηδονική, τα μεσάνυχτα
του θανάτου θα γίνεις λουλούδι.
Ήρθε η στιγμή να μάθεις αυτό το γλυκό μυστικό.
Πέθανε κάποτε ο Θεός για την ανάγκη της σάρκας.
Κι ο Σατανάς από τότε την ηδονή
του θανάτου γιορτάζει!


(Κλείνει μια πόρτα και ορμά πάνω της)

Το φτερούγισμα του θανάτου, άκου!
Σήψη και θάνατος και υπέρτατη ηδονή
απʼ το αίμα γεννιούνται, το πορφυρό και φωτεινό.
Γλυκύτατη νύφη, έλα!
Ασύγκριτη χαρά είνʼ το μίσος, η σήψη κι ο θάνατος,
που γεννά το παράφορα κόκκινο αίμα.
Νύφη, τρέμεις; Έλα, λοιπόν!
Σʼ αγαπώ, να το ξέρεις!
Όμως πρέπει να σε κατακτήσω.
Είναι θέλημα Θεού το λαιμό να σου κόψω!

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Ω, όχι! Μη! Βοήθεια!

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ:
Κρίνο μου λευκό, το αίμα σου ποθώ.
Από θάνατο γλυκό να σπαρταράς, θε να σε δω!

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Θεέ μου, βοήθα με!
Τέρας, εσύ, της Κόλασης!

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ:
Απʼ τα σπλάχνα σου θα ρουφήξω
την παρθενική σου ντροπή.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Γιατί με τραβάς απʼ τα μαλλιά;
Λυπήσου με!

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ:
Ρόδο αγνό κι ανθηρό,
στο βωμό σʼ οδηγώ.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Άσπλαχνε! Άσε με!
Στου Χριστού το αίμα σε ξορκίζω!
Έλεος!

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ: (γελώντας τρανταχτά)
Στου Χριστού το αίμα, λοιπόν! Στου Χριστού το αίμα!

(Τη σέρνει στο σκοτάδι. Ακούγεται μια φρικιαστική κραυγή.
Μετά μια δεύτερη. Ακολουθεί βαθιά σιωπή. Ύστερα
εμφανίζεται αυτός, γεμάτος αίματα, τρεκλίζοντας,
σα μεθυσμένος)

ΚΥΑΝΟΠΩΓΩΝ: (με σβησμένη φωνή)
Θεέ μου!

Σχόλιο:

Μετά από τις αποτυχημένες παραστάσεις των έργων του 1906: Η Μέρα των Νεκρών και Φάτα Μοργκάνα, ο Τρακλ συνεχίζει τη θεατρική συγγραφή με: Ο Θάνατος του Δον Ζουάν, το 1907, και το 1910 με δυο έργα για κουκλοθέατρο: Κυανοπώγων και Κάσπαρ Χάουζερ.
Ο Κυανοπώγων εμφανίζεται αρχικά σε λαϊκές αφηγήσεις της Γαλλίας, που συγκεντρώνει ο Σαρλ Περρώ σε έκδοση του 1697, με τίτλο: Ιστορίες και Παραμύθια από το Παρελθόν. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο δολοφόνος γυναικών γίνεται δημοφιλές θέμα στην ποίηση, την όπερα και στο θέατρο. Βία και Έρωτας αποτελούν τυπικό μοτίβο εκείνης της εποχής στην τέχνη. Το συγκεκριμένο κείμενο το επεξεργάστηκε ο Τρακλ αρκετές φορές, όπως προκύπτει από τη μελέτη του χειρογράφου, όμως έμεινε ημιτελές και αδημοσίευτο. Όπως σε όλες σχεδόν τις πρώιμες δημιουργίες του, έτσι και εδώ είναι αναγνωρίσιμες οι έντονες επιρροές από τη μπωντλαιρική ποίηση και τη νιτσεϊκή σκέψη.