Το βιβλίο κυκλοφορεί σήμερα Τρίτη, 17/5/11.
(ΕΚΑΤΗ)
«Μετά γίναμε δέντρο καρφωμένο στη γη και η αναπνοή της σαν κεντητή αψηφούσε το Θεό. Την είδα να παίρνει τα φαντάσματα μου απ’ το χέρι και να στροβιλίζεται με φτερωτά βήματα. Έσερνε ένα χορό που βάραινε τη γη και την σήκωνε στον αέρα.
Η τρύπα στη κοιλιά της μεγάλωνε. Βούλιαξα μέσα στη λύπη. Με ένα πανικό που με καλούσε βούλιαξα και φύτρωσα μέσα της. Άλλοτε σαν ακάθαρτο όνειρο και άλλοτε σαν ανάσα που έκαιγε τη σπονδυλική της στήλη.
Μου είπε, τίποτα σε τούτα τα μέρη δεν μπορεί να βλάψει τον θάνατό μου. Αλλά φοβόταν τη ζωή. Γιατί η ζωή τής έπαιρνε όσο θάνατο είχε απομείνει και τον λιγόστευε.
Η άδεια νύφη που φορούσε μαύρα καθάρισε το χρώμα της, σαν ρουζ το έξυσε μέχρι να φανεί ουρανί και προχώρησε με ανοιγμένη κοιλιά και απομακρύνθηκε. Μια λάμπα που σβήνει. Η λύπη έσταζε από την ανοιχτή τρύπα και γυάλιζε σαν παρκέ. Κομμάτια τριμμένα ιδρώτα την έβαφαν. Μπορούσε να ακούσει το χρέος του πόνου που συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή. Ήταν χαμένη. Σπαταλημένη δύναμη. Μερικές φορές είσαι αυτό που δεν είναι για σένα. Και το ήξερε.
Το δείπνο που κάθεται μόνη της πια, στο άδειο από θεούς βουνό, δεν υπάρχει κανείς να της το προσφέρει. Και έγινε σκιάχτρο για να φοβίζει τα πουλιά, να μην μπαίνουν άλλα πουλιά μέσα στα σπίτια των ανθρώπων και τα ανακατεύουν. Και διαιωνίζουν το κακό της που σαν αυγό μεγαλώνει, σκεπασμένο απ’ τη σκόνη, σε μια γωνία του κόσμου.
Γιατί έχασε τόσο άδικα τον θάνατο μέσα απ’ τα χέρια της.»
(ΔΕΡΜΑ)
«Άρχισε πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος ακτές. Όλες οι όχθες του πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι.
Ο άνθρωπος αφήνει ένα σκληρό τσόφλι να εξηγεί. Αφήνει πίσω του μια αιτία και περιφέρεται. Στην πλάτη του απλώνουν αργά οι εικόνες. Σαν άδικα πνεύματα. Παλιά κεριά. Θα γινόμουν άγγελος, αν ήταν να μην ακούω. Να μην βουίζω ζωή. Περιέχω το ίδιο δέος που περιέχει η θάλασσα.
Όταν φανούν οι καθρέφτες, το πλήθος θα εναντιωθεί στο φως. Να είμαι εκεί. Θα γεμίσει η πόλη καταργημένα είδωλα. Και άμαχος. Αλλά με γυαλισμένες χάντρες, κοιτάζω.
Ένας καταρράχτης τα πρόσωπα. Νεκρές μηχανές. Λείπει η λύπη. Αναγνωρίζω το ακατάπαυστο που δεν θέλουν να δουν. Ο θάνατός τους είναι καρπός. Χάνεται μέσα στο κόκαλο του πορτρέτου και προς τα κει. Έρχεται να γελάσει συνέπειες. Ο θάνατός τους είναι θαμπός. Ασχημάτιστος. Σαν κορίτσι στην εφηβεία.
Παρ’ όλα αυτά, μόνο δείχνουν. Με μια αηδία. Ξεκόλλησε η ψυχή μου να βλέπει. Όλο αύριο είναι. Όλο δεν επιτρέπεται να μιλήσω. Μιλούν. Ημερομηνίες. Η απογραφή των πραγμάτων είναι αποθήκη θανάτου.
Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει τις ίνες των φράσεων απ’ τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του σώπασε λέξεις.
Έβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα.
Πες χάθηκα. Πες το. Της αφήνει το χέρι. Θέλω να χαθώ απ’ το τέλος των πραγμάτων.
Όμως ένοιωσα αυτό που αρμόζει. Και σέρνεται σαν νέος λοιμός. Αναβλύζει από τα σώματα, τα μέρη, τα άδεια βαγόνια που είναι ζωές. Των ανθρώπων. Όχι τώρα, μετά.
Ξεδιπλώνω κάτι που λέγεται θάλασσα. Σαν λιπόθυμο ζώο. Και με συγκίνηση την άπλωσα στο χαλί μου να ετοιμάζεται. Λέει τα κύματα ένα ένα.
Έγινε μια τρομαχτική αλλαγή εδώ. Δεν θέλω να δω. Αν γυρίσω να δω, θα στεγνώσουν όλα.
Μαζεύονται έπειτα οι πράξεις στο εργοστάσιο που σβήνουν τα χρώματα και τις στοιβάζουν. Με καταπληκτική μανία τις φέρνουν οι εργάτριες με γυάλινα χέρια. Τις κουβαλούν ως το τέλος. Φτιάχνουν μικρά βουνά για να πράξουν οι πράξεις και να γίνουν ξεθυμασμένα κρασιά στον ήλιο. Και να στεγνώσουν.
Δεν θα γυρίσω να δω. Αν γυρίσω, στέγνωσαν όλα.
Να θυμάσαι να γίνεσαι. Όταν σου πω. Καιρό τώρα γράφω τον πόλεμο με φωτιά και χρέος προετοιμασμένο. Κάτασπρος, σαν φόβος μωρού πριν τη γέννηση. Οι κολώνες του λαιμού μου έχουν φουσκώσει. Θα τις ρίξω στη θάλασσα με βαρίδια και χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω το αρχαίο τσεκούρι μου.
Και από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός».
Ενενήντα επτά σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου
Τα κείμενα αυτά δεν προσχωρούν σε κανένα κίνημα� έχουν όλα τα κινήματα μέσα τους, μπερδεμένα. Άλλωστε, δεν έχουν αποφασίσει ακόμα, αν είναι δημιουργημένα από τον συγγραφέα τους, ή ο συγγραφέας τους είναι το δημιούργημά τους.
Εκείνο που αναδεικνύεται και υπερασπίζεται σε αυτή την ομάδα κειμένων είναι η ιδέα του φωτός στην πιο απόλυτα σκοτεινή εκδοχή του. Εκεί που τα πράγματα συνεχίζονται με άπειρες δυνατότητες, μέσα στο πέπλο της νύχτας που είναι μνήμη. Αβάσταχτη. Εκεί περιμένουν αβοήθητα σπάνια ευρήματα. Σαν ανυπόφοροι κρύσταλλοι, θαμμένοι.
Και οι λέξεις. Μοναδικό ρεύμα στο κέντρο μιας εποχής που φεύγει, που τελεί σε διάσταση, που αντιγράφει σκηνές. Οι λέξεις, πλήρεις αδιεξόδων. Για όσα δεν ήρθαν. Όσα ακόμη δεν βρέθηκαν. Οι λέξεις που γίνονται άθυρμα, νέμεση, ηλικία. Ούτε ζωντανές, ούτε νεκρές. Μόνο θάνατος που περιγράφει ζωή.
Όταν ο κόσμος φύγει από την εικόνα που έγινε και οι απουσίες μετρηθούν ξανά, ο ανθρώπινος μύθος θα συναντήσει πάλι την εξ αίματος προϊστορία του.
Μέχρι τότε, απώλεια φωτισμού.
Πιο νύχτα δεν γίνεται.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1961. Σπούδασε στο Παρίσι κοινωνιολογία και στην Αθήνα δημοσιογραφία, εγκαταλείποντας και τα δυο στη μέση χωρίς να πάρει πτυχίο. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δέκα βιβλία του, ποίησης και πεζογραφίας.
Τα τελευταία χρόνια διατηρεί μόνιμη στήλη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στο ένθετο «Βιβλιοθήκη», ενώ δημοσιεύει τακτικά κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Από τους πεζογράφους θεωρείται ποιητής και από τους ποιητές πεζογράφος.
μου αρέσανε αρκετά.δεν τον ήξερα τον τύπο.με χαλάει λίγο η ελευθεροτυπία (μυρίζει βραβείο το μέλλον) αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.
Τα γραπτά σας αγγίζουν. Έχετε την ικανότητα να δημιουργείτε ένα υποβλητικό κλίμα. Η πεζόμορφη ποίηση ή αν θέλετε η ποιητικότροπη πεζογραφία ανοίγουν νέους δρόμους. Χαίρομαι που βλέπω τους καρπούς του Γιώργου Χειμωνά νʼ ανθίζουν επιτέλους. Καλή συνέχεια λοιπόν.
“δεν τον ήξερα τον τύπο”, συγνώμη, στο ποιητή αναφέρεστε κ. Καλογήρου; Η αναφορά στον ποιητή ως “τύπο” έχει σχέση με την υψηλή έδρα που κατέχετε στην ποίηση, αν και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο πολύ περισσότερο η παιδεία σας δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Μήπως ξεπεράσαμε κάθε όριο και δεν ξέρουμε τι λέμε. Λυπάμαι πραγματικά.
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για τα κείμενα του Σταύρου Σταυρόπουλου που περιλαμβάνονται σε αυτό το υπό έκδοση βιβλίο του.
Παρακολουθώντας την στήλη που είχε στην Ελευθεροτυπία «Νύχτα είναι θα περάσει», καταλαβαίνει κανείς πως δεν είναι καθόλου εύκολο κάθε εβδομάδα επί δύο συναπτά έτη να έχεις τέτοια παρουσία.
Η γραφή του είναι βαθιά εγκεφαλική και ο ίδιος τολμά να σπάει, να αποδομεί και στο τέλος να αναγεννά τη γλώσσα. Κάθε βιβλίο του είναι κι ένα βήμα μπροστά τόσο για την λογοτεχνία, όσο και για την ποίηση.
Συμφωνώ με τον υπογράφοντα ως Πέρση, πως οι καρποί του Γιώργου Χειμωνά επιτέλους ανθίζουν. Νομίζω ότι αυτό που κάνει σήμερα ο Σταύρος Σταυρόπουλος έχει μεγάλη σχέση με το έργο του Γιώργου Χειμωνά.
δεν ξέρω πόσο θαυμαστής του χειμωνά είναι ο τύπος, αλλά δεν βλέπω καμιά συνέχεια της τέχνης του χειμωνά στα παραπάνω κείμενα.δεν θα καθίσω να εξηγήσω το γιατί.όσοι γνωρίζουν, καταλαβαίνουν.οι υπερβολές της κυρίας χρονιάρη (τύπισσας) είναι μάλλον προιόν συμπλεγμάτων κι όχι κρίσης βασισμένης καν σε προσωπικά γούστα.εγώ είμαι με τον μίχο.
Κύριε Καλογήρου, μην καθρεφτίζετε τα συμπλέγματα σας επάνω μου. Τα προσωπικά μου γούστα, τα κρίνω μόνον εγώ.
Σας ευχαριστώ πολύ που με αποκαλείτε τύπισσα. Αφαιρέστε όμως την παρένθεση.Είναι τίτλος τιμής για μένα. Γιατί ΕΙΜΑΙ ΤΥΠΙΣΣΑ.
Να είστε καλά.
Μήπως καταδέχεται κάποιος από τους μυημένους να μου εξηγήσει τι σημαίνει αυτό το: Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΚΤΕΣ? Παρακαλώ βοηθήστε με τον αδαή!
Κύριε Καλογήρου, μα τον Δία, δείχνετε πολύ παράξενος τύπος! Δηλαδή διαβάζοντας τα πιο πρώιμα έργα του Χειμωνά, την Εκδρομή, τον Αδελφό, τον Γάμο δεν διαπιστώνετε ουδεμία σχέση με τα αναρτημένα; Για καρπούς μίλησα όχι για κλώνους. Όσο για τον Ζερβονικολάκη ομολογώ πως μου είναι άγνωστος, ευκαιρία να τον μάθω. Να είστε καλά κ. Μίχο.
Κατάλευκος καμβάς με μία και μόνο κουκίδα μαύρου χρώματος στην κάτω αριστερή γωνία.
Ανάλυση και παρουσίαση του έργου:
Α) Το άφθονο λευκό συμβολίζει τη μάζα των ανθρώπων που βλέπουν τα πράγματα γύρω τους αθώα, γεμάτα φως και ειλικρίνεια.
Το μαύρο στίγμα στην κάτω αριστερή γωνία συμβολίζει τον άνθρωπο εκείνο που βλέπει τα πράγματα κάτω από άλλο πρίσμα.
Είναι μόνος, νιώθει αδύναμος και απόμακρος από την κοινωνία, η οποία τον χαρακτηρίζει ως διαφορετικό.
Είναι πολλοί οι θεατές του πίνακα αυτού που θα προτιμούσαν το μαύρο στίγμα να μην υπήρχε καθόλου στον πίνακα.
Β) Το μαύρο στίγμα συμβολίζει το σημείο έναρξης για δημιουργία. Το λευκό είναι απλώς ο χώρος που θα χρησιμοποιήσει το μαύρο στίγμα για τη δημιουργία αυτή.
Κάποιοι θεατές θα προτιμούσαν να δουν τη δημιουργία ολόκληρη.
Γ) Η κάτω αριστερή γωνία συμβολίζει την μικρή πολιτική παράταξη της αριστεράς
της οποίας στόχος είναι να καταλάβει το κέντρο και το δεξιό χώρο εάν θέλει
να επιβιώσει ή να εξουσιάσει τον πίνακα, ο οποίος συμβολίζει τον κόσμο.
Είναι αρκετοί οι θεατές οι οποίοι μιλούν για προβοκάτσια και όπλο της πλουτοκρατίας.
Δ) Το μαύρο στίγμα συμβολίζει το μαύρο πρόβατο που είναι στα πρόθυρα της καταστροφής και της απομάκρυνσης από τον καθημερινό τρόπο σκέψης και λογικής(θρησκευτικής, πολιτικής και κοινωνικής)
Στην αίθουσα παρουσίασης είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν τον καλλιτέχνη αφορισμένο, αλλόθρησκο, αναρχικό και παράσιτο.
Το πρόβλημα είναι:
Ένας πίνακας κατάλευκος με μία κουκίδα μαύρο χρώμα στην κάτω αριστερή γωνία είναι έργο τέχνης;
Αγαπητοί γράφοντες, έχω την αίσθηση πως μερικοί από εσάς όχι μόνον δεν καταλαβαίνετε, αλλά δεν δείχνετε και την παραμικρή θέληση για να το πράξετε.
Γιατί το φοβάστε τόσο πολύ το κείμενο του κυρίου Σταυρόπουλου; Τί είναι αυτό που σας κάνει να στέκεστε τόσο αμήχανοι απέναντί του και να θέλετε να το αναλύσετε;
Η κάθε μορφή τέχνης δεν χρήζει ανάλυσης. Το κάθε έργο, προσλαμβάνεται διαφορετικά από εκείνον που θα θελήσει να ασχοληθεί μαζί του. Η κριτική στην τέχνη είναι κάτι τόσο άτοπο και τόσο α-χρηστο. Δηλαδή για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχει καμία χρησιμότητα, εξ ου και το άλφα στερητικό και η παύλα.
Ποιός από σας θεωρεί τον εαυτόν του τόσο ειδικό ώστε να μας κάνει μάθημα πάνω στην λογοτεχνία; Και ποιός μπορεί γενικότερα να σταθεί απέναντι σε κάτι, που το μυαλό του δεν τον βοηθά να κατανοήσει; Γιατί πρέπει όλοι να είμαστε επαϊοντες;
Όσον αφορά στα έργα του Γιώργου Χειμωνά, όλα μα όλα, αρχής γενομένης από τον Πεισίστρατο, έχουν μια γλωσσική ιδιομορφία τόσο δαιδαλώδη και τόσο εγκεφαλική, που μόνον ο ίδιος θα μπορούσε να μας εξηγήσει ακριβώς τί και πώς εννοεί κάθε λέξη και κάθε σημείο στίξης που παραλείπεται ή που βάζει.
Θεωρώ πως ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ίσως να είναι από τους λίγους που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τον Γιώργο Χειμωνά, τόσο σε γλωσσικό, όσο και σε επίπεδο πνευματικότητας και δημιουργίας.
Ας αφήσουμε τις όποιες εγωπάθειες, μικρότητες, αντιπάθειές μας στη άκρη, κι ας επιτρέψουμε στους ανθρώπους που έχουν να προσφέρουν τροφή για σκέψη, να το κάνουν.
Το να αποκαλούμε τύπο ή τύπισσα ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, και μάλιστα να τους αποκαλούμε και συμπλεγματικούς(!), μόνον και μόνο επειδή έχουν το θάρρος της γνώμης τους, μειώνει κυρίως εμάς τους ίδιους.
Κύριε Σταυρόπουλε σας εύχομαι καλή δημιουργική συνέχεια και είμαι σίγουρος πως θα την έχετε. Παρόλο που στην Ελλάδα, ό,τι δεν μπορούμε να φτάσουμε, ως γνωστόν, αντί να πηδήξουμε για να το φτάσουμε το χτυπάμε για να πέσει.
Don ευχαριστώ για το μάθημα
ποιητικής πρόσληψης !
Προς όλους τους ” ακατάληπτους ” :
Κάτι που δεν καταλαβαίνεις μην το
αποπέμπεις . Ίσως έλθει στιγμή που
θα γίνει κτήμα σου .
Αποκαλυπτικός λόγος, με την έννοια μιας πεποιημένης ιερουργίας που προσπαθεί να ανασυστήσει το κύρος της.
Δοκιμάζει μια νέα φωνή πάνω στις λέξεις φιλοδοξώντας να μεταμορφώσει τα πράγματα.
Αρκετός ναρκισσισμός, έκδηλος, σαν του τελετάρχη που αναβιώνει τον πεθαμένο ρόλο του.
Ακαταστασία και χάος, χυμένα μέσα σε μια προσωπική ελευθερία, ερμητική, που όμως επιδιώκει να δοξάσει την ακαταστασία και το χάος της.
Οικείος τρόπος γραφής για μένα. Οικείος σαν νοσταλγική μουσική. Κακοφωνίες για τον παθητικό αναγνώστη, που αναζητά προσιτά νοήματα. Για τον υποψιασμένο αναγνώστη, ίσως, ο σοβαροφανής μελοδραματισμός που κρύβεται πίσω απο τις λέξεις, να κουράσει, αλλά μπορεί και να γεννήσει νέες υποψίες. Ας είναι και αυτές με τη σειρά τους γόνιμες. Σαν ένας κυματιστός καθρέφτης. Σαν μια ιστορία που ιστορεί την ίδια τη γέννησή της.
Ευχαριστώ πολύ κύριε Μίχο για τις επεξηγήσεις που μου κάνατε. Ωστόσο εγώ νομίζω ότι στην πιάτσα της ποίησης επικρατεί απόλυτη νέκρα!Άλλο πράγμα η μωροφιλοδοξία και άλλο η ποίηση! Αιωνία της η μνήμη (της ποιήσεως)!
Κε Μίχο σπάνια σχολιάζω το έργο ομότεχνων κι όταν το κάνω προσπαθώ να στηριχθώ στην ύστερη σκέψη, χωρίς αυτό να εγγυάται και την ορθότητα. Έτσι και η μη ύπαρξη άμεσου σχολίου για τα ποιήματα του κ. Σταυρόπουλου. Η δια της άτοπον απαγωγής διατύπωση σας, ότι γίνομαι υπονομευτής των όσων λέω, δηλ. τον απρεπή τρόπο προσφώνησης από τον κ. Καλογήρου, και σε σχέση με την έλλειψη αυθημερόν γνώμης επί του κειμένου, μάλλον με αδικεί. Αν βέβαια κατάλαβα καλά το σχόλιό σας. Όσον αφορά την άποψή μου επάνω στα ποιήματα, έχοντας δείγματα της γραφής μου, δεν θα πρέπει να περιμένατε ότι θα ήταν αρνητική. Πάντα φιλικά. Ευχαριστώ.
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του «δεν τον ήξερα τον τύπο» (το κουνούπι που με τσίμπησε) από την καθ’ όλα αποδεχτή έκφραση αποδοχής της ποιητικής του δημιουργίας « Και ο Σταυρόπουλος, ωραίος τύπος, τυπάς…:». Όσο δε αφορά την αποφυγή διατύπωσης κρίσης επί των ποιημάτων, παρά μόνο «μια κρίση γούστου κι αυτήν δια του φακού της γραφής σας…:», εξακολουθώ να πιστεύω ότι σε ποιήματα άκρως ενδιαφέροντα όπως αυτά, η κρίση μου δεν θα πρόσθετε, ούτε θα αφαιρούσε κάτι το ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι εγχείρηση σε ζωντανό οργανισμό, χρειάζεται μόνο στην περίπτωση διαπίστωσης οργανικής δυσλειτουργίας και όχι για λόγους ανατομικούς και διδασκαλίας, που συνήθως ασκείται επί πτωμάτων, και ομολογώ ότι για κάτι τέτοιο δεν διαθέτω τα κατάλληλα προσόντα.
Καλό βράδυ.
Έλπιζα κ. Μίχο ότι δεν θα χρειαζόταν διευκρίνιση το ότι το κουνούπι δεν τσίμπησε εμένα, αλλά ήταν ένας χαρακτηρισμός του τρόπου που αντιμετώπισε τον ποιητή ο κ. Καλογήρου. Θα λάβω υπ’ όψη την παρότρυνσή σας, και την αγνώστου λόγου προειδοποίησή σας, για την προσεχή απειλή δηγμάτων κουνουπιών. Αν βέβαια τούτο μπορεί να έχει σχέση με την επισήμανσή σας το βράδυ της παρουσίασης του Αλμανάκ 2010, ότι το Ποιείν, δεν είναι παρά ένας χώρος αγάπης.
Επίσης θα συμμορφωθώ με την υπαγόρευσή σας μέσω του στο Τρακτάτους του Βινγκενστάιν ρηθέν να σωπάσω (ο κ. Καλογήρου θα το έλεγε να το βουλώσω), ως στερημένος γνώσεων συνομιλητής, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο ελεύθερο στο πνεύμα.
Πάντα φιλικά
Τέλος
Κύριε Μουζάκη λυπάμαι που παραφράζετε την παρότρυνσή και την ανάγκη διατύπωσης θέσης πάνω σε κοινωνικοπολιτικά κείμενα, από τους εκδότες ως πρόταση επιβολής λογοκρισίας. Σας θυμίζω ότι σε παρακάτω απάντησή μου προς τον κ. Παστάκα γράφω: “ Αγαπητέ και φίλε κ. Σωτήρη Παστάκα, νομίζω ότι σχόλιο σας στο πρώτο του μέρος συμφωνεί απόλυτα η χθεσινή μου τοποθέτηση που λέει «Συμφωνώ απόλυτα ότι το Ποιείν πρέπει να δίνει χώρο σε οποιαδήποτε άποψη», άρα πάνω σ’ αυτό καμιά διαφωνία. Άλλωστε για το λόγο αυτό θεωρώ και εκτιμώ τη παρουσία του ΠΟΙΕΙΝ σαν σημαντικό βήμα συζήτησης και διαλόγου πάνω στην ποίηση, τον πολιτισμό γενικότερα αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι.” Παρακαλώ λοιπόν μην με κατηγορείται για κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και πολύ περισσότερο στα πιστεύω μου.
Ευχαριστώ
Νερό στο κρασί μας φίλοι. Η παρέα είναι ανοιχτή, το βήμα ελεύθερο, κι όποιος θέλει παίρνει το λόγο. Ας μην κρίνουμε το δικαίωμα καθενός να μιλά, ούτε το πώς βλέπει τα πράγματα, αλλά το περιεχόμενο των λόγων του. Αλλιώς οι παρέες στενεύουν και γίνονται φράξιες.