
Φυγή στην Αίγυπτο
… ο διώκτης εμφανίστηκε από το πουθενά.
Στην έρημο, που ο ουρανός επέλεξε το θαύμα για να γίνει
λόγω ομοιότητας, όταν διανυκτέρευσαν μαζί,
άναψαν φωτιά. Στην σκεπασμένη με χιόνι
σπηλιά, δίχως να αντιλαμβάνεται τον ρόλο του,
το βρέφος λαγοκοιμόταν με το χρυσό φωτοστέφανο
των μαλλιών του, τα οποία είχαν αποκτήσει την επίμονη συνήθεια
να λάμπουν – όχι μόνο στο βασίλειο των μελαψών,
σήμερα, – αλλά σαν αστέρι,
από τότε που εμφανίστηκε η γη: παντού.
25 Δεκεμβρίου 1988
Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»
Ακριβή μου, βγήκα σήμερα αργά το βράδυ από το σπίτι
να πάρω μιαν ανάσα φρέσκου αγέρα, που φυσάει από τον ωκεανό.
Το δείλι έσβηνε στην πλατεία με την κινέζικη βεντάλια,
και τα σύννεφα στριφογύριζαν, σαν το καπάκι του πιάνου.
Πριν από ένα τέταρτο του αιώνα είχες ένα πάθος για την κούνια και τους φοίνικες,
ζωγράφιζες με νερομπογιές στο σημειωματάριο σου, σιγοτραγουδούσες,
διασκέδαζες μαζί μου, αλλά μετά συνάντησες τον χημικό μηχανικό
και, κρίνοντας από τα γράμματα σου, έγινες αφόρητα ανόητη.
Τώρα σε βλέπουν σʼ εκκλησιές της επαρχίας και στην μητρόπολη
στις αγρυπνίες για κοινούς φίλους, που φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον
στη σειρά • κι είμαι χαρούμενος που στον κόσμο υπάρχουν αποστάσεις
πολύ μεγαλύτερες, από εκείνη που χωρίζει εμένα από σένα.
Μην με παρεξηγήσεις. Τίποτα πια δεν μου θυμίζει η φωνή, το κορμί,
το όνομα σου • κανείς δεν τα εξαφάνισε. Μα για να ξεχάσει ο άνθρωπος
μια ζωή, χρειάζεται, κατʼ ελάχιστον, μιαν άλλη. Κι εγώ έζησα την δική μου.
Μα κι εσύ ήσουν τυχερή • που αλλού, εκτός από τις φωτογραφίες,
θα είσαι πάντα χωρίς ρυτίδες, νέα, χαρούμενη και παιχνιδιάρα;
Βλέπεις ο χρόνος, όταν συγκρούεται με τη μνήμη, αντιλαμβάνεται πόσο άδικος είναι.
Καπνίζω στο σκοτάδι και εισπνέω την σαπίλα της άμπωτης.
Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»
Για τα 100 χρόνια
από τη γέννηση της Άννας Αχμάτοβα
Κάθε σελίδα και φωτιά, μυλόπετρα και σπόρος,
τσεκούρια ακονισμένα και κωνική κοτσίδα –
ο Θεός να σας φυλάει • ιδιαίτερα τα λόγια
της συγχώρεσης και της αγάπης, σαν αυτά που είπατε με την δική σας τη φωνή.
Τριγμός αχνός ακούγεται, μα ήρεμος είναι ο σφυγμός σʼ αυτά
και μια παρηγοριά • μονότονα είναι και πνιχτά,
αφού μία είναι η ζωή, αυτά από τα χείλη τα θνητά
ακόμη κι από το υπερπέραν ακούγονται πιο καθαρά,
Ψυχή μεγάλη, πέρα από τη θάλασσα βαθιά υπόκλιση σου κάνω
γιατί τʼ ανακάλυψες – σʼ εσένα και στη σήψη
που αναπαύεται στην πατρίδα, και που χάρη σʼ εσένα
θʼ αποκτήσει το χάρισμα της φωνής στην κωφάλαλη Οικουμένη.
1989
Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο».
Κανάλι Λάντσβερ, Βερολίνο
Το κανάλι, στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα
Λ., σα σβησμένο τσιγάρο,
έχει ουσιαστικά πνιγεί στα χόρτα.
Από τότε έχουν αποθέσει τόσα πολλά τριαντάφυλλα
Που ʽναι εύκολο να τρελαθεί ο τουρίστας.
Το τοίχος – από μπετόν είναι ο προάγγελος του Κριστό –
φεύγει από την πόλη για το κάρο και την αγελάδα
μέσα από χωράφια βαμμένα στο χρώμα του αίματος •
καπνίζει το τσιγάρο της επιχείρησης.
Και ο ξένος βγάζει το φόρεμα
της ιθαγενούς γυναίκας, – όχι ως Κατακτητής,
αλλά ως σχολαστικός υφαντής,
Έτοιμος να ξεγυμνώσει
εκείνο το άγαλμα, το οποίο θα ζήσει πιο πολύ
από την αντανάκλαση του στο κανάλι,
στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα.
1989
Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»
Αντίο.
Ξέχασε με.
Και μη με κρίνεις.
Σα να ʽταν γέφυρα
Τα γράμματα μου κάψε…
Ο δρόμος σου ας είναι ανδρειωμένος
Ευθύς ας είναι
Και απλός.
Το φως του αστεριού
Μέσʼ στο σκοτάδι για σένα
Ας φέγγει.
Την χούφτα ας σου ζεσταίνει η ελπίδα
Στην φωτιά σου.
Ας έχει θύελλες,
Χιόνια, βροχές,
Και της φωτιάς το λυσσασμένο ουρλιαχτό…
Στο μέλλον επιτυχίες να σε προσμένουν,
Πιο πολλές, απʼ ότι εμένα.
Η μάχη,
Που στα στήθη σου λαγοκοιμάται
Ας είναι όμορφη και δυνατή.
Είμαι ευτυχής για κείνους
Που, ίσως, πορευτούν μαζί σου.
Ημερολόγιο του Ρότερνταμ
1
Βρέχει στο Ρότερνταμ. Λυκόφως. Τετάρτη.
Ανοίγοντας την ομπρέλα, σηκώνω το γιακά μου.
Τέσσερις ημέρες βομβάρδιζαν την πόλη,
κι η πόλη χάθηκε. Οι πόλεις
δεν είναι άνθρωποι να κρυφτούν στην είσοδο
την ώρα της νεροποντής. Οι δρόμοι, τα σπίτια,
σʼ αυτές τις περιπτώσεις, δεν τρελαίνονται
και, πέφτοντας, δε ζητούν εκδίκηση.
2
Ένα μεσημέρι του Ιουλίου. Στάζει από την βάφλα
Στο παντελόνι. Χορωδία παιδικών φωνών.
Γύρω μου – οι ογκόλιθοι καινούργιων κτιρίων.
Ο Λε Κομπιρζιέ μοιάζει πολύ με την Λουτφάφε,
γιατί και οι δύο έβαλαν τα δυνατά τους
ώστε νʼ αλλάξει η μορφή της Ευρώπης.
Εκείνο που πάνω στην οργή τους θα ξεχάσουν οι κύκλωπες,
ήρεμα θα τʼ ολοκληρώσουν τα μολύβια.
3
Όσο πανδαμάτωρ κι αν είναι ο χρόνος, το πρόσθετο μέλος όμως,
μην βρίσκοντας τρόπο να ξεχωρίσει από το στόχο,
αιμορραγεί. Πολύ περισσότερο – από την πανάκεια.
Νύχτα. Μετά από τρεις δεκαετίες,
πίνουμε μπύρα κάτω από τα μεγάλα αστέρια του καλοκαιριού
στο διαμέρισμα του δωδέκατου ορόφου –
στο ίδιο ύψος με εκείνους που κάποτε
ήρθαν εδώ πετώντας.
Ρότερνταμ, Ιούλιος 1973
Ο εξερευνητής του πόλου
Φαγώθηκαν όλα τα σκυλιά. Στο ημερολόγιο
δεν απέμεινε καμιά σελίδα. Και οι χάντρες των λέξεων
σκεπάζουν την φωτογραφία της συζύγου, στο μάγουλο της
μια μύγα δίνει τις τσιμπιές της αμφιβολίας.
Πιο πέρα, μια φωτογραφία της αδελφής. Δεν λυπάται την αδελφή του:
πορεία για την μεγάλη ανοιχτωσιά!
Κι η γάγγραινα, μαυρίζοντας, φτάνει στα πλευρά,
σαν κάλτσα κοπέλας του βαριετέ.
22 Ιουλίου 1978
Ο καλλιτέχνης
πίστευε στο κρανίο του.
Πίστευε.
Του φώναζαν:
«Ανόητο είναι!»
Οι τοίχοι όμως έπεφταν,
το κρανίο
αποδείχτηκε πολύ δυνατό.
Σκεφτόταν: πίσω από τους τοίχους είναι καθαρά.
Σκεφτόταν,
ότι παρακάτω θα είναι πιο απλά.
…. Γλίτωσε από την αυτοκτονία
χάρη στα άθλια τσιγάρα.
Άρχισε να περιδιαβαίνει χωριά,
Σʼ αγροκτήματα ευγενών,
Κιτρινισμένα και μακριά:
Έγραφε για τους ναούς
Του Ιούδα και της Μαγδαληνής.
Και αυτό ήταν τέχνη.
Μετά, μέσα στη σκόνη του δρόμου,
Έμποροι αλατιού με γκρίζα μουστάκια
Τον έθαψαν κατά πως άρμοζε.
Δεν διάβασαν ευχές γιʼ αυτόν,
Απλά τον σκέπασαν με λάσπη.
Στην γη όμως απέμειναν
Οι Ιούδες και οι Μαγδαληνές!
Ο ορισμός της ποίησης
στη μνήμη του Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Υπάρχει ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο πριν την εκτέλεση
είδε τον ήλιο να υψώνεται πίσω από το κεφάλι του στρατιώτη
Και τότε είπε:
– Παρόλα αυτά ο ήλιος ανατέλλει…
Πιθανόν αυτή να ήταν η αρχής του ποιήματος/
Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τα παράθυρα των δωματίων των γυναικών,
πίσω από τα παράθυρα στα διαμερίσματα των συγγενών,
πίσω από τα γραφεία των συνεργατών.
Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τους τάφους των ομοϊδεατών.
Να θυμάσαι
πόσο αργά πέφτει το χιόνι,
όταν μας καλεί ο έρωτας.
Να θυμάσαι τον ουρανό,
που απλώνεται πάνω στην υγρή άσφαλτο,
όταν μας θυμίζουν την αγάπη προς τον πλησίον.
Να θυμάσαι
πως σέρνονται πάνω στο τζάμι οι θολές σταλαγματιές της βροχής,
παραμορφώνοντας τις αναλογίες των κτιρίων,
όταν μας εξηγούν τι πρέπει να κάνουμε.
Να θυμάσαι
πως πάνω απʼ την αφιλόξενη γη
σβήνει τα τελευταία απλωμένα χέρια
ο σταυρός.
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
να θυμηθείς την μεγάλη σκιά,
που έπεφτε από ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο.
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
θα θυμηθείς τα μεγάλα κύματα του ποταμού,
που λάμπουν θαρρείς κι είναι πτυχές φορεμένου παντελονιού.
Και την αυγή,
θα θυμηθείς τον δρόμο,
από τον οποίο θα σε οδηγήσουν οι φρουροί.
Να θυμηθείς
πως ανατέλλει ο ήλιος
πάνω από τους ξένους σβέρκους των φρουρών.
Το ποίημα των τυφλών μουσικών
Οι τυφλοί περιπλανιόνται τη νύχτα.
Τη νύχτα είναι πολύ πιο απλό
Να διασχίσεις την πλατεία.
Οι τυφλοί ζουν ψηλαφιστά.
Ψηλαφίζοντας,
Αγγίζουν τον κόσμο με τα χέρια
Δίχως να ξέρουν το φως και τη σκιά
Και ψηλαφίζοντας τις πέτρες:
Από πέτρες είναι φτιαγμένοι οι τοίχοι.
Σε βάρος τους ζουν άντρες.
Γυναίκες.
Παιδιά.
Λεφτά.
Γιʼ αυτό ακαταμάχητοι
Καλύτερα να παρακάμψετε τους τοίχους.
Η μουσική κρύβεται σʼ αυτούς
Οι πέτρες μπορεί να καταπιούν την μουσική.
Η μουσική πεθαίνει σʼ αυτές,
Έτσι όπως τις αρπάζουν τα χέρια.
Είναι κακό να πεθαίνεις τη νύχτα.
Είναι κακό να πεθαίνεις ψηλαφίζοντας.
Πάει να πει είναι πιο απλό για τους τυφλούς.
Ο τυφλός διασχίζει την πλατεία.
Το ιντερμέτζο του Ιούλη
Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τʼ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μʼ αγάπησε, μʼ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στʼ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ʽναι φάρος μέσʼ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.
Απόσπασμα (1)
Οκτώβριος –της μελαγχολίας και των κρυολογημάτων ο μήνας,
και τα σπουργίτια – το προλεταριάτο των φτερωτών,
καταλαμβάνουν στις εγκαταλειμμένες αγροικίες
τις φωλιές, σαν το Ινστιτούτο Σμόλνι.
Μα φυσικά και η κουρούνα είναι εδώ, οπωσδήποτε.
Αν και γενικά, για το μυαλό των πτηνών
δεν υπάρχει χειρότερη έννοια από εκείνη του χειμώνα.
Εκεί όπου ο Ίκαρος του Βορρά βάζει όλη του τη δύναμη
Στην πτήση.
Γιατί η τσιριχτή κραυγή
Ηχεί για μας σαν το τραγούδι του πατριώτη.
Απόσπασμα (2)
Μια ημέρα του Νοέμβρη, όταν στέκονται
μόνο τα γυμνά ανεμοδαρμένα δέντρα
και το αναπάντεχο παραμονεύει,
περπατάω αργά κατά μήκος της κιονοστοιχίας
του παλατιού, τα τζάμια του οποίου νιώθουν το δειλινό
και τα περιστέρια που ήρθαν τσούρμο
στην γεμάτη αποτσίγαρα ζυγαριά
της τυφλής θεάς. Το παλιό ρολόι
δείχνει το σωστό χρόνο
το νερό κυματίζει, και τα σύννεφα πάνω από το πάρκο
δεν ξέρουν μη ξέροντας τι να κάνουν
κι αφήνουν κατά λάθος τον ήλιο να φανεί.
Γιόζεφ Μπρόντσκι ΕρανίσματαΕισαγωγή – Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Γιόζεφ Μπρόντσκι: ανέστιος, άπατρις και κοσμοπολίτης
«Το 90% της καλύτερης λυρικής ποίησης γράφτηκε post coitum», γράφει ο ποιητής. Μετά τον οργασμό, λοιπόν. Με άλλα λόγια, «τα καλύτερα έρχονται χωρίς προειδοποίηση ανάμεσα στα πόδια».
«Θα αναφέρεστε σε μας σαν μια παρεκτροπή», έγραψε κάποτε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, στίχος που τοποθετήθηκε από την Άννα Αχμάτοβα ως επίγραμμα στο ποίημά της «Το τελευταίο ρόδο», το 1962.
Η μετάφραση αυτή είθε να γίνει σύντροφος όλων εκείνων στους οποίους ανήκει η ποίηση, όχι δηλαδή σʼ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σʼ αυτούς που την έχουν ανάγκη.
* * *
Γεννήθηκε ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι στο Λένινγκραντ, στις 24 Μαΐου 1940. Ο πατέρας του, Αλεξάντερ Ιωσήφοβιτς Μπρόντσκι, ήταν φωτογράφος, εβραϊκής καταγωγής, πράγμα που συχνά τον οδηγούσε στην ανεργία λόγω του ιδιότυπου σοβιετικού αντισημιτισμού που επικρατούσε τότε.
Η μητέρα του, Μαρία Βολπέρτ- Μπρόντσκι, ήταν μια χαρισματική γυναίκα, η οποία είχε ταλέντο με τις ξένες γλώσσες, γεγονός που τη βοηθούσε να σώσει την οικογένειά της, πολλές φορές, από το φάσμα της πείνας.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα κοινοβιακό διαμέρισμα του Λένινγκραντ, όπου πολλές φορές οικογένειες ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη. Το νεαρό αγόρι με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά, από πολύ μικρή ηλικία έδειξε το χαρακτήρα του. Αν θα θέλαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε όλη του τη ζωή, θα μπορούσαμε να το κάνουμε χρησιμοποιώντας τρεις όλες κι όλες λέξεις. Αμφισβήτηση, Ανυπακοή, Ανατροπή. Αυτός ήταν ο Ιωσήφ Μπρόντσκι.
Στίχους άρχισε να γράφει σε νεαρή ηλικία, στα 18 του χρόνια. Νωρίτερα είχε ήδη βιώσει τον αποκλεισμό στο σχολείο, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Από τα 15 του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως εργάτης, μεταλλουργός, βοηθός στο νεκροτομείο της πόλης. Παράλληλα, όμως, άρχισε να μαθαίνει ξένες γλώσσες. Τα πολωνικά ήταν η πρώτη γλώσσα που έμαθε μόνος του ώστε να μπορεί να μεταφράσει στα ρωσικά τα έργα του Czeslaw Milosz και από τα αγγλικά τα έργα του Donne. Ταυτόχρονα, γνωρίζει μέσα από πολωνικές μεταφράσεις το έργο των Κάφκα, Προυστ και Φόκνερ.
Τους πρώτους του στίχους, τους έγραψε το 1955. Γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν πρόκειται να δημοσιευτούν στα λογοτεχνικά περιοδικά της Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία λειτουργούσαν υπό το ασφυκτικό έλεγχο της κομματικής λογοκρισίας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, κυκλοφορούσε τα έργα του σε μικρές αυτοσχέδιες – και ως εκ τούτου παράνομες – εκδόσεις, γνωστές και ως samizdat, οι οποίες κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι, μεταξύ των φίλων του. Ορισμένα από τα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν, την εποχή εκείνη, στο παράνομο λογοτεχνικό περιοδικό «Σύνταξις». Ο νεαρός Μπρόντσκι άρχισε να συναναστρέφεται με όλους τους αποσυνάγωγους του καθεστώτος. Έκανε παρέα με έξαλλα κορίτσια, ανήσυχους νεαρούς, γυρνούσε στα καπηλειά του Λένινγκραντ, όπου αυτοσχεδιάζοντας απάγγελλε τους στίχους του στην εύθυμη ομήγυρη. Εντύπωση προκαλούσε σε όλους η μουσικότητα των στίχων του, το καταγγελτικό τους ύφος, αλλά και η βαθιά εσωτερικότητά τους. Γίνεται αμέσως δημοφιλής, αλλά παράλληλα προσελκύει και την προσοχή της τρομερής μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος, της ΚΑ. ΓΚΕ. ΜΠΕ, η οποία φροντίζει μεθοδικά την εξόντωσή του.
«Στο φύλλο της 29ης Νοεμβρίου 1963 η εφημερίδα “Βραδινή” του Λένινγκραντ δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο “Τα παραφιλολογικά πρωτόζωα”, που άρχιζε μʼ αυτά τα λόγια: “Τα τελευταία χρόνια στην πόλη μας εμφανίζεται στους κύκλους, τους λεγόμενους φιλολογικούς, ένας νέος, ο οποίος αυτο-αποκαλείται ποιητής. Ντυμένος μʼ ένα παντελόνι χρώματος βιολετί, σέρνει μαζί του νυχθημερόν ένα χαρτοφύλακα, που ξεχειλίζει από χαρτιά. Το χειμώνα σουλατσάρει άσκοπα, ξεσκούφωτος, ενώ το χιόνι αναστατώνει τα ατημέλητα, πυρρόξανθα μαλλιά του. Τα φιλαράκια του τον φωνάζουν Όσια • για τους υπόλοιπους ονομάζεται Ιωσήφ Μπρόντσκι”» . Η συνέχεια δεν άργησε να έρθει, όπως διηγείται ο ίδιος ο ποιητής: «Ήταν μια παγωμένη νύχτα… Καθώς βάδιζα, με πλεύρισαν δυο άγνωστοί μου τύποι, μου ζήτησαν τα στοιχεία μου κι εγώ, σαν χαζός, απάντησα: “ναι, εγώ είμαι ο Μπρόντσκι, εγώ ο ίδιος”. Μου πρότειναν να τους ακολουθήσω… θα κουβεντιάζαμε, για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα… Αρνήθηκα, προφασιζόμενος ένα επείγον ραντεβού, και τότε άρχισαν να με χτυπούν… Ένα αυτοκίνητο πλησίασε, μου στρίψανε τα χέρια πίσω απʼ την πλάτη…»
Η δίκη που ακολούθησε ήταν μια παρωδία, άξια των συνεχιστών των τρομερών δικών του 1936.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο υπόδικος θα εισαχθεί προς ιατρική πραγματογνωμοσύνη που θα αποφασίσει αν είναι ψυχοπαθής, ώστε να αποκλειστεί η αποστολή σε καταναγκαστικά έργα σε περιοχή μακρινή. Ο Μπρόντσκι αρνείται να εισαχθεί σε νοσοκομείο, διά τούτο θα οδηγηθεί εκεί βιαίως με τη φροντίδα των οργάνων του αστυνομικού τμήματος Νο 18 του Λένινγκραντ.
Μετά από τρεις εβδομάδες ιατρικής παρακολούθησης, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν ότι «ο ποιητής έχει σώας τας φρένας του», οδηγείται και πάλι στο δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει την πενταετή του φυλάκιση σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων. Σε ηλικία 24 χρονών, ο ποιητής βρίσκεται σε ένα στρατόπεδο κοντά στο Αρχάγγελσκ του βόρειου πολικού κύκλου. Εκεί τον τοποθετούν στο τμήμα κοπριάς του ιπποφορβείου. Έτσι, ο νεαρός Μπρόντσκι όλη την ημέρα καθάριζε τους στάβλους, ενώ τα βράδια, σε πείσμα της εξουσίας, διάβαζε κρυφά μια ανθολογία αγγλικής και αμερικανικής ποίησης, που ένας Θεός ξέρει πώς βρέθηκε στα παγωμένα χωράφια της εσχατιάς της Ρωσίας.
Αμέσως μετά την καταδίκη του κινητοποιούνται οι φίλοι του, με επικεφαλής την μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια, Άννα Αχμάτοβα, η οποία πρώτη διέγνωσε το μεγάλο ταλέντο του Μπρόντσκι και του αφιέρωσε το ποίημα που βρίσκεται στην αρχή αυτού του κειμένου. Ο τίτλος του προέρχεται από τη συνήθεια του Μπρόντσκι, σε κάθε συνάντησή του με τη μεγάλη ποιήτρια, να προσέρχεται κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, συνήθεια εξαιρετικά ακριβή για τα δεδομένα της εποχής, αλλά και για τον τρόπο ζωής του ποιητή.
Χάρη στις προσπάθειες αυτών των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μεγάλος μουσουργός Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Μπρόντσκι απελευθερώνεται μετά από δεκαοχτώ μήνες και επιστρέφει στο Λένινγκραντ. Εκεί συνεχίζει να γράφει και να μεταφράζει, ενώ ορισμένα έργα του δημοσιεύονται ήδη στη Δύση. Το 1965, το έργο του «Στίχοι και ποιήματα» δημοσιεύεται από τον εκδοτικό οίκο Inter-Lanuage Literary Associates της Ουάσινγκτον, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1967, «Η Ελεγεία για τον John Donne και άλλα ποιήματα» εκδίδεται από τις εκδόσεις Longmans Green στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, το 1970, οι εκδόσεις Τσέχοφ στη Νέα Υόρκη, εκδίδουν την ποιητική συλλογή «Μια στάση στην έρημο». Παρά τη διεθνή του αναγνώριση, ο Μπρόντσκι εξακολουθεί να θεωρείται «παράσιτο» για τη σοβιετική εξουσία και του απαγορεύεται να συμμετέχει σε διεθνείς συναντήσεις συγγραφέων, παρά το γεγονός ότι οι οργανωτικές επιτροπές τον καλούσαν. Το 1971 λαμβάνει δύο επίσημες προσκλήσεις να μεταναστεύσει στο Ισραήλ, τις οποίες και απορρίπτει. Αμέσως τον καλούν στο υπουργείο Εσωτερικών και τον ρωτούν γιατί δεν θέλει να μεταναστεύσει στη χώρα των προγόνων του. Εκείνος απαντά με παρρησία ότι η Ρωσία είναι η πατρίδα του, και ότι δεν έχει κανένα λόγο να μεταναστεύσει. Μέσα στις δέκα επόμενες ημέρες οι αρχές εισέβαλαν στο διαμέρισμά που ζούσε, κατέσχεσαν τα γραπτά του, συνέλαβαν τον ίδιο και αφού τον οδήγησαν στο αεροδρόμιο τον έβαλαν σε ένα αεροπλάνο που πήγαινε στη Βιέννη, υποχρεώνοντάς τον σε αναγκαστική υπερορία. Στη Βιέννη συνάντησε τον ποιητή W.H.Auden, ο οποίος φρόντισε να λάβει βίζα για τις ΗΠΑ. Ένα χρόνο αργότερα, ο ποιητής βρίσκεται στο Μίτσιγκαν, όπου διδάσκει στο Queen College για το διάστημα 1973 – 74, ενώ για το διάστημα 1974 – 1980 κατείχε την έδρα Mount Holyoke στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν.
Στη συνέχεια, ο Ιωσήφ Μπρόντσκι έμαθε τόσο καλά την αγγλική γλώσσα, ώστε έγραψε πολλές ποιητικές συλλογές και δοκίμια απευθείας στη γλώσσα αυτή, προκαλώντας το θαυμασμό των συγχρόνων του, αλλά, ταυτόχρονα, διεγείροντας το ενδιαφέρον των ειδικών για το πώς ένας «πρόσφυγας» μπορεί να εμπλουτίσει την αγγλική γλώσσα. Αυτό είχε ως συνέπεια να προσκληθεί να εργαστεί ως επισκέπτης καθηγητής σε πλειάδα φημισμένων αμερικανικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπως το City University of New York, Columbia University, New York University, Smith University, Amherst University, Hampshire College, Mount Holyoke College. Το 1977 η αμερικανική πολιτεία δέχεται την αίτησή του, και έτσι ο Μπρόντσκι γίνεται Αμερικανός πολίτης.
Το 1978 αναγορεύεται σε διδάκτορα των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ. Το 1979 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, από την οποία παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας όταν το διοικητικό συμβούλιο της τελευταίας αποφάσισε να κάνει επίτιμο μέλος της τον Γιεβγένι Γεφτουσένκο, έναν αυλικό ποιητή του Κρεμλίνου. Το 1981 τιμάται με το βραβείο John D. και Cathrine T. MacArthour του ομώνυμου ιδρύματος για το σύνολο του μέχρι τότε έργου του, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «μεγαλοφυές». Ο Joseph Ellis, κοσμήτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, θυμάται τον Μπρόντσκι την εποχή εκείνη να τριγυρίζει στην πανεπιστημιούπολη με μια παλιά Mercedes. Σύμφωνα με τον ίδιο, διέκοπτε τη διάλεξή του προς τους φοιτητές ή τη συνομιλία του με άλλους καθηγητές και καθόταν σε μια γωνιά να γράψει σε ένα φθαρμένο σημειωματάριο που κουβαλούσε μαζί του. Μια από τις αγαπημένες συνήθειες του ποιητή, σύμφωνα με τον Joseph Ellis, ήταν να σκέφτεται δυνατά μπροστά στους φοιτητές του και να εμπνέεται από τη συναναστροφή μαζί τους.
Το 1984 ξεκίνησε μια εκστρατεία ώστε ο ηλικίας 80 ετών πατέρας του να πάρει βίζα από τις σοβιετικές αρχές και να τον επισκεφτεί στις ΗΠΑ. Την επιστολή υποστήριξης του αιτήματός του υπέγραψαν 23 Αμερικανοί λογοτέχνες, μετξύ των οποίων ο βραβευμένος με Νόμπελ Saul Bellow, ο Noel Annan, η Simone de Beauvoir, ο Robert Bernstein, ο John Brademas, ο Matthew Evans, η Nadine Gordimer, ο Vartan Gregorian, η Drue Heinz, ο Andrew Heiskell, η Flora Lewis, ο Alexandre Liberman, o Karl Miller, o John Oakes, o Philip Roth, o Robert Silvers, η Suzan Sontag, o Michael Sovern, o Stephen Spender, o William Styron, o John Updike, η Elizampeth Holtzman, εισαγγελέας του Μπρούκλιν και ο Paul Moore, αρχιεπίσκοπος της Νέας Υόρκης. Παράλληλα, 40 μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου, με επιστολή τους προς τη σοβιετική κυβέρνηση που επιδόθηκε μέσω του Αμερικανού πρεσβευτή Arthur Hartman, υποστήριζαν το αίτημα του ποιητή για τη συνάντησή του με τον πατέρα του. Η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει, το 1983. Το 1986 ο εκδοτικός οίκος Ferrar, Straus & Giroux εκδίδει ένα τόμο με τα δοκίμιά του, με τίτλο «Less than one». Πρόκειται για μια συλλογή τη θεματολογία τους από την πολιτική και την τέχνη και τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο των Αμερικανών Κριτικών, για την κριτική αντιμετώπιση των θεμάτων που διαπραγματευόταν. Την ίδια χρονιά αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της λογοτεχνίας από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1987 η Σουηδική Ακαδημία τού απονέμει το Βραβείο Νομπέλ. Ο Ιωσήφ Μπρόντσκι ήταν τότε μόλις 47 ετών και ο νεότερος ποιητής που βραβεύτηκε στην ιστορία αυτού του παγκόσμιου θεσμού . Ο εκδότης του, Straus, θυμάται ότι ο Μπρόντσκι ενθουσιάστηκε στο άκουσμα της βράβευσής του, ενώ ο ίδιος δεν πίστευε ότι ο ποιητής θα μπορούσε να βραβευτεί σε μια τέτοια ηλικία. Χαριτολογώντας, ο ποιητής δήλωσε δημόσια μετά την ανακοίνωση της βράβευσής του: «ένα μεγάλο βήμα για μένα, ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα». Το 1988, ο ίδιος εκδοτικός οίκος δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή με τίτλο «To Urania», ενώ το 1992 εκδίδεται μια συλλογή δοκιμίων με θέμα την αγαπημένη του Βενετία, με τίτλο «Υδατογράφημα».
Το 1991 ανακηρύσσεται poet laureate στις ΗΠΑ, μια ύψιστη τιμή αναγνώρισης του έργου και της συνεισφοράς του, ως γέφυρας μεταξύ των πολιτισμών . O James Billington, διευθυντής της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου είχε δηλώσει τότε στους New York Times ότι «ο κύριος Μπρόντσκι έχει τεράστιο ενδιαφέρον για την αμερικανική ζωή των μεταναστών. Είναι μια σαφής απόδειξη για το πόσο μεγάλη είναι η αμερικανική δημιουργικότητα σε ανθρώπους που δεν έχουν γεννηθεί Αμερικανοί». Ο ίδιος ο Μπρόντσκι, πάντως, έλεγε συχνά σε φίλους του ότι «είμαι η ιδανικότερη σύνθεση που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Είμαι ένας Ρώσος ποιητής, ένας Άγγλος δοκιμιογράφος και ένας Αμερικανός πολίτης».
Ο Ιωσήφ Μπρόντσκι πέθανε από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμά του, στο Brooklyn Heights, σε ηλικία 55 ετών. Πρόλαβε να ζήσει την κατάρρευση του τυραννικού σοβιετικού καθεστώτος. Μαζί του ήταν η δεύτερη σύζυγός του Μαρία Sozzani και η κόρη του Άννα. Είχε άλλον ένα γιο από την πρώτη του σύζυγο, Maria Basmanova. Ο φιλόξενος τάφος που δέχτηκε το σκήνωμα του ποιητή, βρίσκεται στην πόλη που τόσο λάτρεψε όσο ζούσε, τη Βενετία.
Αμφισβήτηση, Ανυπακοή, Ανατροπή. Οι τρεις αυτές λέξεις χαρακτηρίζουν τη ζωή και το έργο του Ιωσήφ Μπρόντσκι. Συνεπής στις ιδέες του, ποτέ δεν προσπάθησε να ζήσει διαφορετικά απʼ αυτές. Αντιστάθηκε κι αρνήθηκε να υπακούσει σε ένα από τα πιο ολοκληρωτικά συστήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα στον 20ό αιώνα. Ήρθε αντιμέτωπος με τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος και αντί να προτιμήσει την υποταγή και τη μετατροπή του σε αυλικό ποιητή, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι πολυδιαφημισθέντες κατά το παρελθόν, πήρε το δρόμο της εξορίας και καθάριζε κοπριές. Και αργότερα, όμως, όταν στην αναγκαστική του υπερορία του ζούσε στις χώρες ττς Δύσης, δεν θέλησε να ενταχθεί ποτέ σε «κύκλους», «παρέες» και «ομάδες» καλλιτεχνών, αλλά προτιμούσε τη μονήρη πορεία του δημιουργού, έχοντας ως μοναδική αγωνία τη διάδοση της ποίησης όχι απλά ως λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά ως στάσης ζωής, ως καθοδηγητικής αρχής του βίου.
Η ποίηση του Μπρόντσκι είναι άλλοτε κραυγή ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να ζήσει ερήμην, κι άλλοτε ψίθυρος του ερωτευμένου που βλέπει ότι όλα όσα κέρδισε με το χρόνο τα ʽχασε στη στιγμή. Πολλοί είναι εκείνοι που από νωρίς «άκουσαν» τη μουσικότητα της ποίησης του εξεγερμένου αλλά και ερωτευμένου ποιητή, είτε αυτή μιλούσε στη μητρική του γλώσσα, τα ρωσικά, είτε στην αγγλική, τη γλώσσα που λάτρεψε και έμαθε τόσο καλά ώστε να γράφει στίχους απευθείας σʼ αυτή.
Η προσωπικότητα, η ζωή και το έργο του Ιωσήφ Μπρόντσκι θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπόδειγμα ενός πολίτη του κόσμου, Εβραϊκής καταγωγής Ρώσος ποιητής που ένα μεγάλο μέρος της ζωής του έγραψε και δημιούργησε στις ΗΠΑ. Το κείμενο που παραδίδουμε σήμερα στον Έλληνα αναγνώστη είναι μια πρωτότυπη γέφυρα που ενώνει τους ελληνικό, εβραϊκό, ρωσικό και αγγλοσαξονικό πολιτισμό.
Η επιλογή των ποιημάτων έγινε από διάφορες ποιητικές συλλογές και στη μετάφρασή τους κατεβλήθη προσπάθεια να διατηρηθεί αυτή η μουσικότητα του πρωτοτύπου. Αν είναι επιτυχής ή όχι, θα κριθεί από άλλους. Κάθε όμως αμάρτημα, αβλεψία ή λάθος βαρύνει αποκλειστικά τον μεταφραστή, ο οποίος αναλαμβάνει στο ακέραιο την ευθύνη του.
Το αντί-δωρο μου στον κ. Μίχο
Καθολικά αιχμάλωτος της προσωπικής μου ελευθερίας,
προσπαθούσα επί ματαίω να ζωντανέψω μια φωτογραφία
Μια φωτεινή δέσμη φωτός διαπέρασε
τα άδεια κομμάτια της νύχτας σκίζοντας το χάος
Η θαυμαστική σιωπή των αμίλητων φιγούρων υπαινισσόταν
Την αιρετικότητα της παρουσίας στο παίγνιο των φενακισμών
Μια αθέατη σχισμή στο βαθύ κόκκινο την ώρα της νηνεμίας
Οδηγεί στα έγκατα του οπτικού πεδίου της φαντασίας
Μια λιγνή σκιά
Μια παράξενη αρσενικιά πίκρα
Ο φραγμός στο επέκεινα
Ταξιδεμένο το πρόσωπο κι οι εικόνες φωλιάζουν στα μάτια
Ο ίσκιος ερωτοτροπεί με τα γρανάζια του χρόνου
Η κάμαρα στενεύει
Μαζί της κι ο χρόνος
Το αμετάθετο σπαργανώνεται στη μελαγχολία της ματαίωσης
Στο βάθος του σκοταδιού μια απόπειρα ανταπόκρισης από ένα κόσμο αναπόδραστης οδύνης
Κάθε σώμα κι ένα σπίτι
Ένα λουλουδένιο κουκούλι ακούγοντας στα σφυρίγματα του αγέρα προσπαθεί να ισορροπήσει με την άβυσσο
Άχραντος ο νυγμός του ερωτισμού δεξιώνεται το νοικάρη στον ανεόρταστο βίο
Ευμενίζοντας την ξεγνοισιά του τίποτα εναφθολμίζομαι ένα σώμα ερωτικό και πέραν του θανάτου
Οι ενύπνιοι πόθοι, μια άβυσσος παρανοήσεων, αντιφεγγίζουν το οδοιπορικό μιας μακρόσυρτης κραυγής προς τη γλυκιά μέθη
Αθήνα 16 Ιουνίου 2004
Μεταξουργείο
Ο Joseph Brodsky είναι ο ποιητής που σφραγίζει το τέλος του εικοστού αιώνα με τους στίχους του (θέλετε για λόγους βιογραφίας, θέλετε λόγω συμπτώσεων προσωπικού βίου και γεωπολιτικής σύμπνοιας;). Αν ο Μπορχές ορθώνεται μπροστά μας σαν την υψηλώτερη κορυφή το δεύτερον ήμισι του εικοστού αιώνα, ο Μπρόντσκυ μας δείχνει το τέλος του.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση λοιπόν, διάβασα τα μεταφράσματα του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, παραπέμποντάς σας ταυτόχρονα στις παλιότερες αναρτήσεις μας:
http://www.poiein.gr/archives/2359/index.html
http://poiein.podomatic.com/entry/2008-07-24T08_46_26-07_00
oταν υπεφερες εγω υμνουσα τον βασανιστη σου-συλλογικη μνημη-θα εκοβα τις φλεβες μου ,πιο βαθια ,μα εκατσα να δω την συνεχεια.
κι αληθεια χαιρομαι που γλιτωσες μικρε μου φιλε,..,τωρα η σειρα μου να υποφερω απο τους βασανιστες-συλλογικη ευθυνη