
Απαγγελίες Εποχής
Ήταν το δικό μας μπιγκ μπράδερ, το δικό μας άιντολ, τα ωραία καλτσάκια
μιας κοπέλας που γερνάει σήμερα μασουλώντας ευπώλητο, και στα 12 υπήρξε
Ελλάς. Τα μαντιλάκια, τα μπερεδάκια, τα πουλοβεράκια, σε όλους τους τόνους του γαλάζιου και του λευκού. Ο φτωχός στην τελευταία σειρά της παρέλασης με την περίπου στολή που απαιτούσε η μέρα. Το τύμπανο, η αντιπολίτευσις της παρελάσεως, ακόμα και τώρα στα τύμπανα περνάει ο ανθός της μολότωφ του αύριο, κι αυτές οι βόλτες στο δωμάτιο για την απομνημόνευση… Δεν θα μπούμε ποτέ στην Ιστορία σας, μνησίκακα υιοθετημένοι από κλητήρες, αλλά θα δοκιμάσουμε όπως τότε το πρώτο παγωτό της χρονιάς, με το τύμπανο στο χέρι, τη διπλωμένη σημαία, τη συμμαθήτρια που αρχίσαμε να την βλέπουμε αλλιώς… Θα φέρουμε την κιτσαρία της Πέμπτης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης στην Πλατεία Συντάγματος… γιατί όλα αυτά ήτανε θεατρικά… με νόημα διάφορο από την εξέδρα όπως και τώρα… Έτσι θα πάμε, εν πλήρει δόξη για να συναντήσουμε τον Ξένο, να κάνουμε «καπάκια», απέναντι στον κοινό εχθρό… με την ψυχή του από στυπόχαρτο…
Το κρυφό σχολειό
(Ιωάννης Πολέμης)
Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
Κι απ’ την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ’ των προγόνων τ’ άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
Η Φυγή
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
«Τʼ άλογο! τʼ άλογο! Ομέρ Βρυώνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τʼ άλογο! τʼ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.
»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Κάτου απʼ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ʼνʼ λιθάρια.
»Τʼ άλογο! τʼ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξʼ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.
»Βρυώνη, πρόφθασε? ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τʼ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τʼ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.
»Δεν τόνε βλέπετε, σα Χάρος φθάνει
ψηλʼ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετʼ επάνω μου σα να ʼναι φιό.
»Τʼ άλογο! τʼ άλογο, Ομέρ Βρυώνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει…
Άστρα, λυτρώστε με? αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι.»
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Βοριά.
Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τʼ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθʼ η χήτη του, ολόρθʼ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη…
Κρίμα που το ʼθελαν για τη φυγή!…
Ο Λάμπρος το ʼβλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφʼ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Άτι περήφανο, να σʼ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».
Ωστόσʼ ο Αλήπασας, από τον τρόμο,
τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο…
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
το άτι χάθηκε με τον Αλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα?
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια?
αφρούς σα θάλασσα τʼ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.
Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι?
όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.
Τʼ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είνʼ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τʼ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.
Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τʼ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τʼ Αλήπασα τα γένια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κʼ εδείλιασε το μαύρο τʼ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του?
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τʼ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απʼ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
Κʼ εκεί που τʼ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Τʼ αυτιά του ετέντωσε νʼ ακουρμαστεί.
Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Τʼ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,
και δεν τον άφηνε καλά νʼ ακούσει
αν κείνʼ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασʼ ο Αλήπασας, καίετʼ, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.
Τʼ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
και μʼ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμεινʼ επάνω του θολό, σβημένο.
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές…
Αχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τʼ άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τʼ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βιζίρη Αλή».
Κʼ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούετʼ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:
«Βοήθα με,» φώναξε, «Ομέρ Βρυώνη!»
Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.
O Bράχος και το Kύμα
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμʼ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ʼσαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γιʼ άρματα, κούφια βοή γιʼ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μʼ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ʼπε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μʼ εκοίταζες κʼ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σʼ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σʼ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σʼ άνοιγα, το λάκκο πού ʼθεʼ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ʼφαγα, σʼ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Eξύπνησα λιοντάρι!…»
O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ʼταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματʼ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
νʼ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερʼ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κʼ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μʼ αφρούς στεφανωμένο;…
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»
«Bράχε, με λέν εκδίκηση. Mʼ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Mʼ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τʼ αχνάρια…
Mʼ έκαμες ξυλοκρέβατο… Mʼ εφόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μʼ έριξες γιαλούς… Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη…
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμʼ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου.»
O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν να ʼταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κʼ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ʼταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε’ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριαίς κ’ ελπίδες;…
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…
Ολόγυρα σου τα βουνά κ’ οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπο σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγγο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα, που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι
το αίμα σου έγλυφαν κρυφά στα νύχια του φονιά σου…
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου…
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κ’ εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κ’ αιώνια θα να ζήση,
νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!…
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκειαίς, πατέρα
πετούν οι ώραις αμέτρηταις στου τάφου το λιμάνι…]
Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν κι’ ακόμη η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά… Μετα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι’ ο τάφος σου και στο μνημόσυνο σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες… Γέροντα τι σου λείπει;…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιος είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;…
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι’ από το γέρο Δούναβη ως τ’ άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα.
Εβρόντουν κι’ άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,
κ’ ήταν ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια…
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ’ οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ’ εσκότωσε την πλάση…
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βορειά και μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
και με φωνή, που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερρέκαξε κ’ εβρόντησε… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!”…
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι’ από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
κ’ έγεινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;…
Αναστηλώνεται ο Μωρηάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντού παράπονο βαθύ και αλαλαγμοί και θρήνοι…
Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη. Τα ρόδα σας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκιασμένα
αφίνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά σου σφάζει…
Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα… κι’ ο Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…
Φλόγα παντού και σίδερο… δεν θ’ απομείνη λόθρα…
Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα…
Κι’ όταν το χέρι εχόρταινε κ’ έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνη το σπαθί στη θήκη ξαπλωμένο,
εφώναζε ο αντίλαλος… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνι…
κ’ η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τάλογο, να μυριστεί τ’ αγέρι
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…
Ο γυιός τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
κ’ επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βρυώνη…
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στην Σάμο
και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… “Πολεμάρχοι!…
Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού… Κρεμούν τον Πατριάρχη!
“. Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι του Βότσαρή μου την ψυχή για να σε προσκυνήση σου στέλλει αιματοστάλαχτη… Στον τάφο του κλεισμένο το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο, δεν παραδίδει τάρματα, δε γέρνει το κεφάλι… Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη, το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του, και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του και θάφτεται ολοζώντανο… Στο διάβα του τρομάζουν τ’ αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν… Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι, πώμεινε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι το μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι… Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι… Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι’ ο πάγος σαβανώνει… Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι… Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντα του ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του στου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!… Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη… Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλειά μας, κ’ εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας, π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;… Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδα ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα, π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξη να γλυκάνη… ούτε το φως το ακοίμητο που στο πλευρό σου χύνει αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;… ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια… ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια, που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα, και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;… Τι θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νοιώθεις μια ματιά σου πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι’ από τα σωθικά σου πόση θα εβλάσταινε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;… Δε φέγγει μες το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;… Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θα να μείνη ακόμα ποιος ξέρει ως πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα… Κοιμάται κι’ ονειρεύεται… και τότε θα ξυπνήση, όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση το φοβερό μας κήρυγμα… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!… Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!”…
Ματρόζος (Γεώργιος Στρατήγης)
Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια, με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά, σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απʼ τα χιόνια, περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά. Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γερο- Καπετάνος, που ακόμα και στον ύπνο του τον έτρεμε ο Σουλτάνος. Είναι από κείνους που έχυσαν τʼ αθάνατό τους αίμα, από τους χίλιους που έβγαλες Πατρίδα μου χρυσή, είναι από εκείνους που έβαλαν στη κεφαλή σου στέμμα και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί. Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου άλλα, μα κείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα. Σαν έγραψαν με το δαυλό την ιστορία μόνοι, χωρίς γιʼ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει, με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι, άλλοι στα δίκτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί. Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τʼ ατρόμητα λιοντάρια, με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια. Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα, με καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά, εκείνους που ʼχε ναύτες του, με μάτια βουρκωμένα στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ʼλεγε εκεί στην άμμο πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο. « Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θʼ αποθάνω», στο τέλος πάντα μου ʼλεγε μʼ ένʼ αναστεναγμό, « Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο, μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό. Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα, πριν πεθαμένο μʼ εύρετε μια μέρα από την πείνα… Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής απʼ τα Ψαρά κει πέρα, πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα απʼ έξω απʼ την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι σʼ εκείνον πουʼ χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη». Πέντε – έξη ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί, ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει. Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα, πως φεύγει τώρʼ απʼ το νησί και πως ερχόταν πρώτα. «Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής;». «Ποιός Κωνσταντής;». «Αυτός..ο Ψαριανός». «Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ στο υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε στο φτωχοκομείο!». Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού και με σπιθόβολη ματιά μες απʼ τα στήθια βγάνει με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλικαριού: « Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα! ». Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου, στο παραθύρι πρόβαλε να ιδεί ποιος τον ζητεί και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του και να ʼρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή. Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη, κάτι που μοιάζει μʼ όνειρο μαζί και παραμύθι. Τον κοίταξε, τα μάτια του μες τα μακριά του φρύδια, που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά, στον καπετάνιο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια, όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά. Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι, ο ημίθεος το γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι. «Δε με θυμάσαι Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει, «γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!…» «Ποιος το ʼλπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει, «τον καπετάνιο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!…» Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη, τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη
δόξα του εθυμήθη. «Ποιος είσαι καπετάνο μου; Και ποιο ʼναι το νησί σου;». ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό. «Πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε θυμήσου απʼ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό». «Μήπως στη Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη; Στη Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;». «Απʼ έξω απʼ τη Τένεδο…πενήντα πέντε χρόνια επέρασαν απʼ τη στιγμήν εκείνη, σαν φτερό. Σαν να σε βλέπω, Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια.. Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ… Χρόνος δεν ήταν που ʼκαψες στη Χιο τη ναυαρχίδα, κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…» Απʼ έξω απʼ την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα σʼ έβαλε εμπρός μʼ αράπικου αλόγου γληγοράδα μʼ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια και συ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο, που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στʼ αστέρια, σαν δαίμονας μες στον καπνό γλιστρούσες και στον κρότο. Σε καμαρώνω από μακριά…κι οι ναύτες κι οι λοστρόμος μʼ εξόρκιζαν να φύγουμε, τους είχε πιάσει τρόμος, γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι, θάρρος στους ναύτες σου έδινες…δεν βάσταξε η καρδιά μου, σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη και « Όρτσα! Μάϊνα τα πανιά! » φωνάζω στα παιδιά μου. Στο στρίψιμ ο του τιμονιού μας σίμωσες… μʼ αντάρα, ο Τούρκος κοντοζύγωνε, η μαύρη μου καμπάρα αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε, μα σα δελφίνι γρήγορα και κείνος εγλιστρούσε. Οι ναύτες μου φωνάξανε: «Τι κάνεις Καπετάνο;» Και ʼγω τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…» Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο… Κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο του Τούρκου θα σε βούλιαζε, θυμάσαι; σου φωνάζω, «Πρώτος απʼ όλους νʼ ανεβείς», μα δεν μʼ ακούς κι αφήνεις άλλους νʼ ανέβουν… έσκυψα κι απʼ τα μαλλιά σʼ αδράζω και σʼ έσωσα κι εφύγαμε… μα δάκρυα βλέπω χύνεις!…» «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει. Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια στʼ άσπρα τους γένια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια, δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι, όταν του ήλιου το φιλί την Άνοιξη το λειώνει.
Ο ελληνικός ύμνος του Mistral, μετάφραση: Κωστής Παλαμάς
Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια λάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν. Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του! Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου στ’ αμπέλια μας απάνω τα σαρακωμένα. Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Αγάλια αγάλια αποχρυσώνεται το κύμα, να η άνοιξη γυρίζει, μεσ’ στα κορφοβούνια του Προμηθέα τα σπλάχνα σκίζοντας ένα όρνιο μεγάλο, ασάλευτο ξανοίγεται μακριάθε για να διώξεις το μαύρο γύπα που σε τρώει, αρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, το καράβι. Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν’η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Τ’ ανάκρασμα τ΄ακούτε της αρχαίας Πυθείας; “Νίκη στων ημιθέων τ’ αγγόνια!” Από τη ‘ Ιδη ως της Νικαίας τ’ ακρογιάλια ξανανθίζουν αιώνιες οι ελιές. Με τ’ άρματα στα χέρια εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας τ’ ανεβούμε, τους Σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας! Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν΄η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Κ’ έλα, ετοιμάστε τα λευκά φορέματά σας, αρραβωνιαστικές, για να στεφανωθήτε στο γυρισμό τους ακριβούς σας μεσ’ στο λόγγο γι’ αυτούς που σας γλυτώσανε κόφτε τη δάφνη. Αγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη, ας πιούμε ξεχειλη τη δόξα παλληκάρια. Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Ό,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνει, αδέρφια! Στων πυρωμένων τούτων βράχων την λαμπάδα με σάρκα θεία μπόρεσ’ ο άνθρωπος να νοιώση το φωτερώτερο κι απ’ όλα τα όνειρά του. Κι η χριστιανή ψυχή βωβή εκεί πέρα θα είναι; Κ’ εμείς ενός κορμιού ξερόκλαδα εκεί πέρα; Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Το Μαραθώνιο πεζοδρόμο ακολουθώντας κι αν πέσουμε, το χρέος μας έχουμε κάμει! Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα το αίμα μας , θριαμβων αίμα, ταιριασμένο, θα πορφυρώσει τον καρπό τον κοραλλένιο και το σταφύλι το κρεμάμενο στο κλήμα. Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει. Της ιστορίας μάς φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια, Ορθοί! Και πρόβαλε από τώρα το παλάτι στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά μάγια, κι ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη. Στις αμμουδιές της Μέκκας διώξε το ήλιε, το μισοφέγγαρο μακριά απ΄τον ουρανό μας… Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είν΄η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Τι μέρες κι εκείνες…Δεν θα τις χαρακτηρίσω καλές ή κακές. Δυο σημεία μόνο θα αναφέρω. Δεν ξεχνώ ακόμη και σήμερα τη λαχτάρα και την προσπάθεια, ενώ παρέλαζα, να βρω με τα μάτια τον πατέρα μου μέσα στο πλήθος. Και ένα δεύτερο, που είναι λίγο και απόρροια του προηγούμενου, ότι σε όλες τις φωτογραφίες των παρελάσεων στο άλμπουμ μου έχω λάθος βήμα. Φαίνεται η εθνική περηφάνια στα παιδιά δεν ταυτίζεται απολύτως με την πλήρη συμμόρφωση…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,…
Καλό! το έλεγα χρόνια, χωρίς να ξέρω ότι και αυτό ήταν του Βαλαωρίτη.
Υποθέτω, πάντως, ότι δεν ήταν ο σκοπός του να δημιουργήσει τόσες παροιμιώδεις εκφράσεις.
Μάλλον του έκατσε ως παράπλευρη συνέπεια της αδιαφιλονίκητης πρωτιάς των ποιημάτων του στις σχολικές γιορτές.
Ας δούμε και αυτό:
Προοδευτικός λυρισµός
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011, ΝΕΑ
Οπροοδευτικός λυρισµός στηρίζεται σε µια παραδοχή: η Ελλάδα είναι µια ύπαρξη αδικηµένη. Αδικηµένη από το παρελθόν, κατατρεγµένη από το παρόν ενός κόσµου που την εχθρεύεται, ηττηµένη από τον ίδιο της τον εαυτό. Είναι ο πιο ανθεκτικός συλλογικός µας µύθος.
Τα σπλάχνα του µύθου γέννησαν τραγούδια, όργωσαν την ποιητική µας ευαισθησία, έγραψαν µυθιστορήµατα, οργάνωσαν πολιτικές. Ο µύθος αυτός υπήρξε το σηµαντικότερο πολιτικό κεφάλαιο της Aριστεράς. Ηττηµένη πολιτικά και στρατιωτικά στον Eµφύλιο κέρδιζε την συναισθηµατική αποδοχή του ηττηµένου στο άσυλο του «προοδευτικού λυρισµού».
Στη σοδειά του όµως δεν σιτίστηκε µόνον η Αριστερά. Πάνω του στηρίχθηκε όλο το πολιτικό οικοδόµηµα της Μεταπολίτευσης, στο έδαφός του ρίζωσαν όλα τα διλήµµατα, πραγµατικά ή φανταστικά. Η Κύπρος, το «Μακεδονικό», οι σχέσεις µας µε την Τουρκία, οι σχέσεις µας µε την υπόλοιπη Ευρώπη. Πάντα µας αδικούσαν, πάντα ήµασταν οι χαµένοι, η ελληνική κοινωνία είναι µια κοινωνία που αισθάνεται αλληλεγγύη µόνον όταν θρηνεί κάποια αποτυχία. Η επιτυχία είναι για τους άλλους.
Οι εφοπλιστές έσπαγαν πιάτα τραγουδώντας τους καηµούς της φτωχολογιάς, γιατί έτσι αισθάνονταν πιο Ελληνες, κι εµείς εδώ κάναµε συναυλίες για το Κυπριακό και αγιοποιούσαµε τον Μακρυγιάννη, το πρότυπο του αδικηµένου. Η µόνη εξαίρεση ήταν οι Ολυµπιακοί Αγώνες το 2004. Εκεί αποφασίσαµε να πετύχουµε. Τα καταφέραµε, και την εποµένη το πρωί κάναµε ό,τι περνούσε από το χέρι µας για να ξεπλύνουµε το άγος της επιτυχίας.
Τη βγάζαµε. Χρεωµένοι, απαξιωµένοι, αλλά τη βγάζαµε. ∆εν χρωστούσαµε εµείς, αυτοί µας χρωστούσαν που µας είχαν αδικήσει. Οσο για την αξία µας, µόνον όποιος µπορούσε να µοιραστεί τον δικό µας πόνο µπορούσε και να την καταλάβει. Και τώρα που δεν τη βγάζουµε πια ανακαλύπτουµε πως εξαντλήθηκε και το κεφάλαιο του προοδευτικού µας λυρισµού. Τώρα που είµαστε πραγµατικά στριµωγµένοι δεν έχουµε λέξεις για να πούµε αυτό που νιώθουµε. Και φωνάζουµε, καταγγέλλουµε, βρίζουµε, πετάµε γιαούρτια, πέτρες, µολότοφ, σαν τον τρελό του χωριού που κάνει ό,τι µπορεί για να εξαιρεθεί απ’ την απόδοση των ευθυνών.
Ο µύθος του προοδευτικού λυρισµού κήρυξε πτώχευση. Η Ελλάδα που αγιοποιούσε την αποτυχία γκρεµίζεται µε πάταγο γύρω µας.
Αυτό που µας λείπει είναι ένας νέος συλλογικός µύθος, ένα νέο συµβόλαιο για να στεγάσει την ευαισθησία µας και να αποκαταστήσει τους κατεστραµµένους κοινωνικούς ιστούς.
Εργο πολύ σοβαρό για να το εµπιστευθούµε στα χέρια της πολιτικής µας τάξης
Δεν είναι η πατρίδα μας-ΙΙ (2011, σατιρικό)
Δεν είνʼ οι τουρκομπαρόκ βίλες σε οικόπεδες κορυφογραμμές
Αδύνατη η “αξιοποίησις” δημόσιων εκτάσεων
Καλόπιστος χρησικτησία αποφάσεις δικαστικές
σαράντα στις εκατό κατέστησαν ιδιωτικές
με τέτοιο ποσοστό κερδίζεις εκλογές.
Σε παραλιακές ταβέρνες στις μπαζωμένες ακτές
τρωνʼ άξεστοι καταπατητές με τις μερσεντές
με τις γκόμενές τους βαμμένες ξανθιές.
κι οι γεωργιανές γκαρσόνες επίσης ”ξανθιές”.
Λαθρέμποροι, προαγωγοί πρώην αθλητές
παρκάρουν sport “μπέμπα” ή μερσεντές
Ποικίλον όρος ή Αιγάλεω : στις παρυφές
έξω από ένα αυθαίρετο πελώριο chalet
παίρνουν και ΕΚΑΣ! Αςʼ τα μην ρωτάς.
Οι πουλημένοι οι “ταγοί” και οι συνδικαλιστές
”στελέχη” ουρανοκατέβατα μετά τις εκλογές
και βουλευτές ασήμαντοι, παρουσίες θλιβερές
που θα γελούσες ως την Δευτέρα παρουσία
αν δεν μας συνέβαινε αυτή η τραγωδία.
Το πλήθος ενίοτε εκτονώνεται :
έναρξις “επαναστατικών γυμναστικών”
ρίψις γιαουρτιών και νερατζιών
εκτόξευσις τοματών η/και αυγών.
Βαριά ψυχοπαθολογία της αριστεράς
τώρα κατανοώ που θα το πάς
αριστεροί μʼ αθλητικές φυλλάδες,
διαταραγμένοι, φραπό-γαλοι και άλλοι τσαμπουκάδες.
Την ποίηση συνάμα και την λογοτεχνία
εν μέσω κρίσης θεραπεύεται στα Ιλύσια πεδία
” Διανοούμενοι” παρουσιάζουνε, ώ τι αηδία
πονήματα λογοτεχνικά, σπανίως ποιητικές βραδιές
υμνούν πεφωτισμένους ταλαντ-ούχους*-βουλευτές
όπως πέρσι ξεσκόνιζαν εκδότες-μικροκαπιταλιστές
” Μαικήνες” businessmen επί του ασφαλούς :
αφανείς εταίροι με τους πολιτικούς.
το μαύρο χρήμα ασφαλές στην Ελβετία
εξόν απʼ ταʼ άλλα διδάσκουν πατριδοφιλία!
Δεν είναι τα ερειπωμένα αρχαία μέλη μνημείων
τα αγάλματα τα κλασσικά,o εναπομένων κίων
ότι απέμεινε απʼ το ασβεστοκάμινο και την λαθρανασκαφή
καλά που δεν τά ʽ καναν όλα ασβέστη οι χριστιανοί
ή δεν ταʼ χτισαν σε εκκλησιές στην βυζαντινή εποχή
Fallmerayer- Παπαρρηγόπουλος 1-1
δεν δίνω δίκιο σε κανένα
Πάντως ο καπιταλισμός μας είναι βαλκανικός
διαφθορά, εγκάθετοι, μετριοκρατία, νεποτισμός
Τα αποτελέσματα γνωστά πριν το σάλπισμα της κρίσης
Φθάνει η ώρα την μάταιη την μάχη νʼ αφήσεις
………………………………………………………..
Χαμένη η παρτίδα της πατρίδας μας
Σαν Σέρβοι επί Milošević να βγάλουν διαβατήρια
οι νέοι των 700 ευρώ , αξιοπρέπειας εισιτήρια
τόσους …έξυπνους δεν τους σηκώνει ο τόπος
οδόφραγμα οι “έξυπνοι”, για πάντα κλειστός ο δρόμος
Κι εμείς μετά την σύνταξη στην πόλη του Καβάφη
θα κοιτάμε προς βορρά : την Κρήτη, τη Ανάφη
κι ας τους “να βράζουν μες το ζουμί τους”
μέχρι να τελειώσει το νερό κι η άθλια ζωή τους.
24.03.2011
*Ο Χριστός στην Παραβολή των Ταλάντων, περιέγραψε την εργατικότητα και την καλλιέργεια των ικανοτήτων ως την πραγματική περιουσία («τάλαντα») του ανθρώπου. Βάσει αυτής της παραβολής, ο χριστιανικός κόσμος ταύτισε στη συνέχεια την έννοια του ταλάντου με το ιδιαίτερο χάρισμα.
• Ομως δεν πρόκειται περί χαρίσματος, αλλά περί ταλάντων που θα λάβουν αν ξεσκονίσουν ταλαντ-ούχους*-βουλευτές
• Λόγω έλλικψης χρόν ου και επαρκούς έμνπνευσης, το κειμενο μετά την 8η στροφή είναι από το ομότιτλο ποιημα μου που δημοσιεύθηκε περισυ την ίδια ημερα στο ποειίν.
Ελευθερία
Χαμόγελο,
το φως του ήλιου χάρισε,
στα μονοπάτια τα κρυφά,
στα ευλαβικά τα άνθη,
κρύβοντας τα κόκκινα
τα δάκρυα του μόχθου.
Και τον ιδρώτα, γέροντα.
Και τον καρπό του λόγου.
Ο λόγος σου
μαύρη θάλασσα.
Μαρμάρινα λύσσας άλογα,
θυμού και υπερηφάνειας.
Με αίμα ο λόγος άνθισε
και πότισε το πνεύμα.
Φωνές ,καρδιές ηχήσανε,
σαν κάλεσμα καμπάνας.
Με αίμα τα χέρια βάφτηκαν
και η ψυχή με σκόνη.
Το αίμα είχαν για νερό
και τη ψυχή για βόλι.
Στο στήθος το Ελληνικό,
ζωή χαρίσαν, πόνο.
Πόνο γεμάτο λευτεριά.
Πόνο γεμάτο χώμα.
Τώρα…
Περιπλανιέται ο λόγος σου
ανάμεσα στα πεύκα,
στα κυπαρίσσια τα ψηλά,
στον άνεμο, στους βράχους.
Όλοι ξεχάσαν πως χρωστούν
τη δάφνη της ψυχής τους,
στα τάγματα των εκλεκτών
νεκρών της σωτηρίας.
Και τώρα ζουν ελεύθεροι
στο αιμογδαρμένο χώμα.
Φόβος ουδείς μες στις σκιές,
στο λόγο και στις πράξεις.
Και τώρα που ζουν ελεύθεροι,
στο άκουσμα της λέξης,
Ελευθερία, Έλληνες,
απλώς, ελευθερία,
τα μάτια τους πετούν φωτιά,
με μίσος τα γεμίζουν.
Στο στόμα τους μολύβι, σίδερο
και η γροθιά θεριεύει.
Πλάσματα περίεργα, σαθρά,
που γράφουν και διαβάζουν.
Που έχουν νόμους, ηθική,
που έχουν ιστορία.
Όχι, αυτοί δεν είναι Έλληνες.
Είναι παιδιά του κόσμου.
Είναι παιδιά του άναρχου,
της ψεύτικης παιδείας.
Είναι απλώς αμόλυντα,
από του όπλου ζώνη,
από της πείνας το θεριό,
απʼ της σκλαβιάς την κόρη.
Τον πόνο δε γνωρίσανε.
Γυρίζουν το κεφάλι,
μην τους ματώσει η καρδιά,
σα δουν πως λάθος έχουν.
Νίκος Τσίντρος
τη γνώμη μου που θέλετε να μάθετε, όπως βλέπω
στην προτροπή για σχόλια και διάφοράλλα τέτοια
πολυευχαρίστως να την πω, ευθύς μόλις τη μάθω
διότι πολύ μπερδεύτηκα με διάφορους μπερντέδες
για του ένδοξου έθνους τους ταγούς τους τότε και τους τώρα
για καθετί που χαίρεται ο καθένας παρελιάρης
για της ακρίβειας τον καιρό, του δουνουτού τα μέτρα
για τους κολοκοτρώνηδες τους παγκαλονταλάρες
γιαυτό το μόνο που μπορώ με πλέρια βεβαιότη
είναι για το μενού να πω της παλιγγενεσίας
με μπακαλιάρο σκορδαλιά και μπόλικο κρασάκι
θωρώ τη γαλανόλευκη που τύλαε τον κεντέρη
και λέω πατρίδα μου είναι κει ψηλάενα πεφταστέρι
Tamistas, υποκλίνομαι!
ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΜΟΥ 4
Δεν είναι η πατρίδα μας-ΙΙ (2011, σατιρικό)
Δεν είνʼ οι τουρκομπαρόκ βίλες σε οικόπεδες κορυφογραμμές
καλόπιστος χρησικτησία αποφάσεις δικαστικές
σαράντα στις εκατό κατέστησαν ιδιωτικές
με τέτοιο ποσοστό κερδίζεις εκλογές.
Σε παραλιακές ταβέρνες στις μπαζωμένες ακτές
τρωνʼ άξεστοι καταπατητές με τις μερσεντές
με τις γκόμενές τους βαμμένες ξανθιές.
κι οι γεωργιανές γκαρσόνες επίσης ”ξανθιές”.
Λαθρέμποροι, προαγωγοί πρώην αθλητές
παρκάρουν sport “μπέμπα” ή μερσεντές
Ποικίλον όρος ή Αιγάλεω : στις παρυφές
έξω από ένα αυθαίρετο πελώριο chalet
παίρνουν και ΕΚΑΣ! Αςʼ τα μην ρωτάς.
Οι πουλημένοι οι “ταγοί” και οι συνδικαλιστές
”στελέχη” ουρανοκατέβατα μετά τις εκλογές
και βουλευτές ασήμαντοι, παρουσίες θλιβερές
που θα γελούσες ως την Δευτέρα παρουσία
αν δεν μας συνέβαινε αυτή η τραγωδία.
Το πλήθος ενίοτε εκτονώνεται :
έναρξις “επαναστατικών γυμναστικών”
ρίψις γιαουρτιών και νερατζιών
εκτόξευσις τοματών η/και αυγών.
Βαριά ψυχοπαθολογία της αριστεράς
τώρα κατανοώ που θα το πάς
αριστεροί μʼ αθλητικές φυλλάδες,
διαταραγμένοι, φραπό-γαλοι και άλλοι τσαμπουκάδες.
Την ποίηση συνάμα και την λογοτεχνία
εν μέσω κρίσης θεραπεύουν στα Ιλύσια πεδία
” Διανοούμενοι” παρουσιάζουνε, ώ τι αηδία
πονήματα λογοτεχνικά, σπανίως ποιητικές βραδιές
υμνούν πεφωτισμένους ταλαντ-ούχους*-βουλευτές
όπως πέρσι ξεσκόνιζαν εκδότες-μικροκαπιταλιστές
” Μαικήνες” businessmen επί του ασφαλούς :
αφανείς εταίροι με τους πολιτικούς.
το μαύρο χρήμα ασφαλές στην Ελβετία
εξόν απʼ ταʼ άλλα διδάσκουν πατριδοφιλία!
Δεν είναι τα ερειπωμένα αρχαία μέλη μνημείων
τα αγάλματα τα κλασσικά,o εναπομένων κίων
ότι απέμεινε απʼ το ασβεστοκάμινο και την λαθρανασκαφή
καλά που δεν τά ʽ καναν όλα ασβέστη οι χριστιανοί
ή δεν ταʼ χτισαν σε εκκλησιές στην βυζαντινή εποχή
Fallmerayer- Παπαρρηγόπουλος 1-1
δεν δίνω δίκιο σε κανένα
Πάντως ο καπιταλισμός μας είναι βαλκανικός
διαφθορά, εγκάθετοι, μετριοκρατία, νεποτισμός
Τα αποτελέσματα γνωστά πριν το σάλπισμα της κρίσης
Φθάνει η ώρα την μάταιη την μάχη νʼ αφήσεις
………………………………………………………..
Χαμένη η παρτίδα της πατρίδας μας
Σαν Σέρβοι επί Milošević να βγάλουν διαβατήρια
οι νέοι των 700 ευρώ , αξιοπρέπειας εισιτήρια
τόσους …έξυπνους δεν τους σηκώνει ο τόπος
οδόφραγμα οι “έξυπνοι”, για πάντα κλειστός ο δρόμος
Κι εμείς μετά την σύνταξη στην πόλη του Καβάφη
θα κοιτάμε προς βορρά : την Κρήτη, τη Ανάφη
κι ας τους “να βράζουν μες το ζουμί τους”
μέχρι να τελειώσει το νερό κι η άθλια ζωή τους.
24.03.2011
*Ο Χριστός στην Παραβολή των Ταλάντων, περιέγραψε την εργατικότητα και την καλλιέργεια των ικανοτήτων ως την πραγματική περιουσία («τάλαντα») του ανθρώπου. Βάσει αυτής της παραβολής, ο χριστιανικός κόσμος ταύτισε στη συνέχεια την έννοια του ταλάντου με το ιδιαίτερο χάρισμα.
• Ομως δεν πρόκειται περί χαρίσματος, αλλά περί ταλάντων που θα λάβουν αν ξεσκονίσουν ταλαντ-ούχους*-βουλευτές
• Λόγω έλλειψης χρόνου και επαρκούς έμπνευσης, το κειμενο μετά την 8η στροφή είναι από το ομότιτλο ποιημα μου που δημοσιεύθηκε περισυ την ίδια ημερα στο ποειίν.
Tamistas, καλό, ρεμπέτικο, υπηρετεί την ανάγκη για άλλη λαλιά, στα χνάρια του Βάρναλη και του Σκαρίμπα.
Το καλό είναι να συμφωνήσουμε, κατ’ αρχήν ότι όλοι φταίμε: oι πολιτικοί, οι ταγοί, οι διανοούμενοι και οι “διανοούμενοι” , οι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι συνδικαλιστές, οι ψηφοφόροι, οι καταπατούντες και παραοικονομούντες, και μετά ας βρούμε το ποσοστό συμμετοχής του καθενα.
“Το καλό είναι να συμφωνήσουμε, κατ’ αρχήν ότι όλοι φταίμε: oι πολιτικοί, οι ταγοί, οι διανοούμενοι και οι “διανοούμενοι” , οι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι συνδικαλιστές, οι ψηφοφόροι, οι καταπατούντες και παραοικονομούντες, και μετά ας βρούμε το ποσοστό συμμετοχής του καθενα”
Όχι φίλε μου! Ξέρουμε πολύ καλά πόσο φταίει ο καθένας. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να απαιτήσουμε να πληρώσει όσο του αναλογεί!
Όσο για τους Θεοδωροπουλαίους και τους άλλους “αριστερούληδες”, τους βαθειά χωμένους μεσ’ το σύστημα ,με τα προεδριλίκια και τα σεργιάνια σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές δήθεν κουλτούρας, τους έχουμε γραμμένους ότι κι αν λένε. Πάντα τους είχαμε άλλωστε!
Για να πληρώσουν έστω και οι μεγάλοι , οι πρωταίτιοι, εγώ θα διανύω ήδη 10 έτη στην σύνταξη, μαζί με τους κληρονόμους τους.
Ολους “τους έχουμε γραμμένους ότι κι αν λένε. Πάντα τους είχαμε άλλωστε!”
Ετσι εγωιστικά γουρούνια που είμαστε θα κατα
ντήσουμε Αρμενία. Ανώριμες προσωπικότητες, με κοντά παντελονάκια, βαμένες ξανθιές σαν τουρκάλες, αυτοί/ές είμαστε. Ο ναρκισσισμός του εκάστοτε αριστερούλη συγκρούεται με τον δικό μας μικροναρκισσισμό.Καιρός να ωριμάσουμε κι ας κάνει λίγο κακό στην όποια… τέχνη μας.
κ.Παστάκα ΒΟΉΘΕΙΑ !!.
Υπάρχουν μόνον 2078 νευρολόγοι ψυχίατροι (ΕΣΥΕ 2006)για 10 εκ. προς θεραπεία!!.΄
“Καιρός να ωριμάσουμε κι ας κάνει λίγο κακό στην όποια… τέχνη μας.”
Η Ωριμότητα είναι ευφημισμός του Συμβιβασμού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι εγώ δεν τον ξέρω τον κύριο αυτό!
Το ζητούμενο όμως δεν είναι η πραγματικότητα. Αυτήν την ξέρουμε!
Και όχι, δεν τους έχουμε ΟΛΟΥΣ γραμμένους!