*

Διαστέλλεται αχόρταγα ο χιτώνας, καθώς αρχαίες σοφίες επανατοποθετούν στο χειρουργείο τον βασιλιά Λωτό…
Ο κύκλος του λάθους πακτωμένος στην κορφή της ανάσας αγκομαχά ανοιγοκλείνοντας τις προεκτάσεις του…
Υπερσυντέλικο προανάκρουσμα στο κελάρι του πάθους τιτιβίζει σαν ουτοπική κουκκίδα τα χάρτινα στρέμματα της αναθεώρησης…
Συστέλλονται από το ψύχος τα δίκρανα της ύπνωσης και η ασπόνδυλη κόμη διαπερνάει το είναι του…
Ζητωκραυγάζουν οι μαριονέττες του Ιερώνυμου, όταν το ανεξήγητο τρίγωνο φοράει τήβεννο ερμητική και σπέρνει με νηπενθές τα όνειρά τους …
Αναβλύζει απ’ την καρωτίδα της στερνής ικεσίας μολυσμένη ανάγκη, μόλις οι μνήμες ριζώνουν στου Ιανού την πλάνη…
Σέπεται η λήθη σαν ενδίδει στης ορμής τη δανεική τους παλάμη και τα νυστεριά γλεντοκοπάνε με τα αποφθέγματα που κυλούν σαν καταρράκτες πορφυροί στα θεμέλια αλυσοδεμένων υδραγωγείων…
Βλεφαρίζει το φεγγάρι στην εκπνοή του Λωτού…
Αχυρένια ψοφίμια βυθισμένα στους αγκώνες του Σίσυφου φυτοζωούν απ’ της έμπνευσης τ’ ανέγγιχτο ήπαρ…
Η Νέμεσις αναμένει ορκισμένη την εκδοχή του ονειρικού λικνίσματος, καθώς αμήχανες ανάσες περιδιαβαίνουν στα χαρακώματα της σκέψης και ο θεριστής φοράει το γυάλινο μάτι του κυκλώνα…
Πήλινα συρματοπλέγματα διακλαδώνονται στα φρένα του νερού σπέρνοντας αμνησία στον κολοσσό του πόνου…
Ανοχύρωτες οι ρίζες του σκότους στάζουν αναπνοές αλλοφροσύνης και ο άγνωστος χορεύει σπαρταρώντας ρυθμικά το δρεπάνι …

*

Μεσάνυχτα…
Διέγραψε όλες εκείνες τις ιδεολογίες που βασίζονταν στο υπόβαθρο του θεωρητικού αυνανισμού…
Μια υπερφυσική ανάγκη, ανάλογη της διάστασης του Άλεφ, σκίζει με τα νύχια τη χαράδρα της αποπνευμάτωσης, καθώς ο θάνατος παίρνει το σχήμα της παιδικής του μορφής…
Ανεβαίνει σαν ποτάμι στο φως και σαλπάρει για το αστρικό ταξίδι του μακρόκοσμου…
Φοράει λοιπόν το περιδέραιο του περιπλανώμενου ιουδαίου και αρχίζει να βαδίζει απʼ την νεκρόπολη στο άπειρο, εκεί που η ύλη συνέθετε το επίγειο σώμα του, αντανακλώντας τον ετεροθαλή πέλεκι…
Κατά τη διάρκεια της κατάσβεσης, εμφανίζεται μπροστά του το ιπτάμενο ζιγκουράτ που τα ανομοιόμορφα επίπεδά του ήταν όσα και οι πληγές που κυλούσαν εκείνα τα σκοτεινά σημεία στίξης…
Πυρ και λάσπη αναδύουν τις αισθήσεις του, καθώς μυστήρια ύδατα ξεπλένουν τις παλάμες της αφέλειας και το κορμί του στέφεται με τις ακτίνες της ακακίας…
Η Δεσποινίς ρουφάει αναθυμιάσεις και φυσάει ανάποδα τον καπνό που σιγοπλάθει φτερά στα πλοκάμια του ερπετού…
Ο αναχωρητής σχηματίζει τον φοίνικα με τους καπνούς του Αθανόρα και ανεβαίνει σαν ατμός την αόρατη σκάλα…
Το πρώτο σκαλί, ως αδιαίρετο ένα, αποκρούει τον υπαρκτό μηδενισμό του επίγειου όναρ, δείχνοντας επιβλητικά τον δρόμο της επιστροφής…
Ασώματος, σαν νεκρώσιμη ακολουθία εν κρύπτω, υποτάσσεται στο σμαραγδένιο τοτέμ μουρμουρώντας ιερογλυφικούς ύμνους…
Ένας δρόμος από χρυσάφι μοιάζει το αίμα που τρέφει το κορμί του κι ο λίθος βαλσαμωμένος με το πικρό μαντζούνι της χολής κρώζει με δέος τα όνειρα που προεξέχουν…
Αθάνατο λιοντάρι της γνώσης κεραυνέ, φώτισε το σκοτάδι με πύρινα σκαλιά…
Ανίκητη μητέρα της φύσης ομορφιά, πλάσε χαϊδεύοντας του δέντρου τα κλαδιά…
Του ονείρου η άτροπος ακονίζει στη γλώσσα της μαχαίρια φονικά και το γέλιο της θρυμματίζει σαν παγοθραυστικό την ελπίδα για αθανασία…
Έντρομος ακούει εκείνο τον αλαζονικό δαίμων που σφυροκοπάει τα πρωινά, θυμίζοντάς του πως άργησε και πάλι για το σχολείο…

*

Πυρακτωμένες εικόνες, δυαδικές σαν ανωτέρες, αναμασάνε τον κρατήρα του οίστρου…
Δίκοπα εντόσθια, κοφτερά σαν τελώνια, τιθασεύουν των απόκρυφων την αισχρή προσταγή…
Δεν ακούω, ούτε μιλάω και φοβάμαι να σκεφτώ… Ενίοτε αναρωτιέμαι…
ΖΙΟΥΣΟΥΝΤΡΑ, ΟΥΤΝΑΠΙΣΤΙΜ, ΜΑΝΟΥ… ποιανού παιδιά είστε;
Αιφνίδια χρώματα, δουλικά σαν μπορντέλα, μοσχοβολάνε της τύψης τη μάχη…
Ο Λωτός που έχω καρφωμένος στο λαιμό ανέλπιδα με κοιτάει και ο ΠΑΖΟΥΖΟΥ τιμωρεί τις αυταπάτες μου…
Άτρωτα άκρα, βυθισμένα στη φλόγα, δίνουν και παίρνουν ζωή…
Ακόμη αισθάνομαι, αναιρώ κι εξελίσσομαι…
Ο κόσμος γεννήθηκε σʼ ένα καλοστημένο παιχνίδι του μυαλού…
Ίσως να ζω σαν μια φέτα απʼ τη σκιά του…
Μʼ ανύπαρκτη κι αυτή αιωρείται σαν της ΚΑΜΡΟΥΣΕΠΑ τʼ απόφθεγμα…
Θα ζήσω σαν τον Μορφέα… Εκεί δεν θα είμαι εγώ… Μα το συνονθύλευμα των άτρωτων ιδεών μου…

*

Μεσόφρυδα της ανοχής, σφυροκοπούσαν οι σκέψεις της ανάγκης…
Καθώς θρυμμάτιζες της ανασφάλειας το κρανίο, εξοστρακίστηκα στης δυσλεξίας το ανάθεμα… Συνάντησα σάρκινα εδέσματα να ίπτανται ανάστροφα στο κανναβάτσο του τρόμου και καραβόσκοινα που τύλιξαν τον άφθαρτο λαιμό…
Μύρισα διαμπερείς κραυγές έτοιμες να συνθλίψουν την διαμάχη της μεταμόρφωσης…
Είδα σιαμαία είδωλα να υπνοβατούν στην φορμόλη σπέρνοντας δυσωδία στης αορτής την παγωνιά… Αντίκρισα αγέλες ερμαφρόδιτων γκουρού, καθώς αναχαιτούσαν το κέρας της ανάστασης και συνέλαβα τον διάβολο μουγκό σαν δραπέτη να μου χαϊδεύει το στέρνο…
Στο καρναβάλι των ψύχων έπλασα αλχημιστές που έσερναν το περίγραμμα μου, όπως η σαρκοβόρα τουλίπα την αφέλεια του ξυλοπόδαρου Ερμή…
Αντίκρισα το ουράνιο πέλαγος να υποβάλλεται σε επέμβαση λοβοτομής και το σκοτάδι να γίνεται αποξηραμένο αιδοίο στο χαρέμι της ανθολογίας…
Διακτινίστικα…
Λεύκες νύκτες σαν φαβορίτες στο ουράνιο κρανίο έσταζαν μάγμα από κρασί και ψιχάδι… Πριν γεννηθώ, ζούσα στις παρυφές των κύτταρων με τις ορμές και τα αγριόχορτα….
Μεγάλωσα, τα αναφιλητά μου σαν κισσοί πλέκουν με νέκταρ κι απόστημα το πάνθεον της λαχτάρας ενώ τα δάκρυα μου σαν κερασφόρα είδωλα προβάλλουν από την πάχνη του λόγου στροβιλίζοντας εξέταση και αρετή…
Αναγεννήθηκα…
Στην άκρη του δρόμου ο Πούσκιν γελούσε τραυλίζοντας πως μια χούφτα μπαρούτι ποτέ δεν ζύγισε όσο μια γραμμή από μελανί και η μάσκα του αδη ποτέ δεν ξαγρύπνησε των τεράτων την γλυκιά προσευχή…