Ανθολογούνται οι: Γιώργος Ευθυμίου, Ανέστης Μελιδώνης, Μεταξία Μητούση, Ελένη Μούτσιου, Ιλεάνα Νίκολσον, Εριφύλλη Πιερίδη, Ασημίνα Ρεβύθη, Αστέριος Τούτιος

Γιώργος Ευθυμίου, Εαυτολογία

Μου είπανε πως είμαι ένας.
Ωραία είπα, εύκολα θα διαλέξω.
Μα αυτοί, εκεί μέσα μου, αμέτρητοι είναι.
Ποιον να διαλέξω πες μου;
Ποιος ένας είμαι;
Ποιος ένας δεν είμαι;

Το ακούσανε και οι παστρικοί,
και αρχίσανε οι σκοτωμοί,
αρχίσανε οι μάχες.
Και είπαν,
αυτός που θα ‘ναι νικητής,
αυτός που θα επιζήσει,
αυτός ο Ένας θα ‘μαι.

Μα έλα να δεις,
στάζει το αίμα ποταμός,
όμως νεκρός κανείς δεν πέφτει.
Μόνο θεριεύουν και μόνο μεγαλώνουν.
Και όσο συγκρούονται,
όλο γεννοβολάνε.

Μα είναι το αίμα τους,
όλο δικό μου αίμα.
Και είναι οι ανάσες τους που αγκομαχούν,
σε τούτη την παλαίστρα,
όλες δικός μου αέρας.
Μα πες μου, πες μου,
πως να αποποιηθώ τις χίλιες μου υπάρξεις;
Αυτές μ’ ορίζουν,
αυτές μου δίνουν σχήμα.

Μα και με τον κόσμο,
πάλι τα ίδια και τα ίδια.
Ένας μου είπαν είν’ και αυτός,
μία και η ζωή,
κι έτσι και εγώ να ζήσω.

Μα είναι ο κόσμος ποταμός,
ηφαίστειο που βράζει.
Οι σταγόνες του είμαστε εμείς,
εμείς και η λάβα.
Το σχήμα του δικό μας είναι.

Κάτω απ’ τον παχύ φλοιό του,
τα αντισώματα εμείς είμαστε.
Εχθρό δεν έχουμε,
και έτσι παλεύουμε μεταξύ μας.
Κι όσο συγκρουόμαστε, τόσο ενωνόμαστε.
Κι έτσι ο κόσμος μεγαλώνει.
Κι έτσι ο κόσμος απλώνει.

Ανέστης Μελιδώνης, Κυματισμοί

Έτσι που σε φαντάστηκα
και διαπέρασες τον κόσμο μου
κομήτης
χαραγμένος με ερωτόλογα.
Έτσι που σε άγγιξα
κι άνθισες
στο χάσιμο ενός χαδιού
από κυκλάμινα.
Έτσι θα σ’ αγαπώ
βιολί ξεστρατισμένο από ορχήστρα συμφωνική
όνειρο κοιμισμένου βιβλικού θεού
άμαξα που χρέωσε τα άλογα
με ελευθερία.

Μεταξία Μητούση, ΙV

Απόψεις, απορρίμματα, έξεις και λέξεις, μαζί να συνέχονται στη ρύμη του λόγου.

Παράλληλα, με κινήσεις παράδοξες και ελλειπτικές, παραπατούν έρποντας σε σωρούς επιχειρημάτων των χεριών και του στομάχου.

Ο πόνος ίσως, μέμφομαι τη μοίρα, υπήρξε οδυνηρός, πλουσιοπάροχος, χωρίς φραγμούς και προσθαφαιρέσεις.

«Ποια ελευθερία μου λες νʼ αδράξω; των ηθών, των σκοπών ή της αρετής;», μουρμουρίζω με τα χέρια κομμένα και ραμμένα στα τσεπάκια άλλων.

Τασάκια γεμάτα υπολείμματα σιωπής, καμμένη ενοχή στο χρώμα της στάχτης.

Βουλιάζω σε ουρανούς κι αστέρια μα δεν μπορώ ούτε αφʼ υψηλού να με κοιτάξω.

Για ποια συνείδηση να λέμε; του εαυτού, της «εαυτής», των πολλαπλών εαυτών που σπαρταρούν στο φως μια ξέρας;

Παραδομένη στην ιστορία των ερώτων που σφαδάζουν στα νύχια των αφηγήσεων, τρεμοπαίζει λίγη ζωή ανάμεσα στις λέξεις.

Αφήνω τα κενά τους μεγαλύτερα να βολευτεί καλύτερα η ζωή στην τελευταία της κιβωτό.

Ελένη Μούτσιου, Ρεύματα νύχτας

Αδάμαστη η νύχτα διεγείρει τις μνήμες
Εμβολίζοντας το κύκνειο σώμα
Αρνητικά περήφανη για τη νίκη της
Αμύθητα ανασαίνει ο χρόνος πάνω σου
Αμύθητα κι οι ρωγμές του
Απηχούν την απουσία σου
Φωταψίες λύπης
Προορισμένες στη διάρκειά της
Παλίρροιες αντιφατικές
Να τυραννούν τις σιωπές
Τα αισθήματα, που είναι πάντα ίδια
Παράξενα μόνα.

Ιλεάνα Νίκολσον

φειδωλές λέξεις φωλιάζουν κάτω από αποστεωμένα μάγουλα

σύμφωνα ξερά τραυλίζουν άναρθρες κραυγές

χρόνια έχει στεγνώσει ένα φωνήεν στην ακρινή πλευρά του στόματος

κάπου δεξιά δεν λέει να ξεδιψάσει

λέξεις θεέ μου λέξεις

έσπειρες μιλιά μα ξέχασες τις λέξεις

δειλά κατακάθια εξουσιάζουν λαρύγγια

και γίνεται η σκέψη ο πιο δειλός μονόλογος

σαπισμένα δόντια τρυπάνε την αφάνεια της νιότης

η γλώσσα βαράει περίσσιο σάλιο με μανία

συνθλίβει τα σαγόνια στη κάθοδο της προσμονής

άκου πως κροταλίζει εδώ η σιωπή

άφωνες είναι οι νύκτες μου σε τούτη μου τη ζήση

η τραμουντάνα τις απώλεια ακόμα να φανεί

το πρώτο πρόσωπο ενικού είναι πάντα αδέσποτο και με φοβίζει

δυσήλια μου πίστη μην τα παρετάς
(υ.γ. ορθογραφικά λάθη πολλά μα η αισθητική μου κρίση αυτά λέει ότι ταιριάζουν στις λέξεις.)

Eριφύλλη Πιερίδη, Mαταιότητα

Προσπάθησε μεγάλος να γεννεί,
στα μάτια της ήθελε να φανεί σπουδαίος
αποστερώντας κάθε ζωντανή ικμάδα της ζωής
βυθίζονταν ολοένα μέσα στη μεγαλοπρέπεια και στο δέος.
Έσπρωχνε τον εαυτό του σε μεγάλες επιδόσεις,
σε κουραστικούς, δυσβάστακτους αγώνες,
σε τρόπαια που ορμητικά διεκδικούσε για χάρη
μοναχά δική της.
Υπόταζε την ωραία απλότητα στην δίνη, χανόταν,
βούλιαζε ολημερίς στο μεγαλείο, γινόταν όλο και
πιο μακρινός φίλος του εαυτού του για να αποκτήσει
το όμορφο κορμί της.
Και φτάνοντας στο τέλος πια παρέδωσε στα πόδια της
το ομοίωμα ενός ανθρώπου που κάποτε τόσο πολύ την
αγαπούσε.

 
Ασημίνα Ρεβύθη, Αρχαία θλίψη

Οι γονείς μου πέθαναν σ ένα γλέντι της Άνοιξης,
ο πατέρας μου σκηνοθέτης,
η μητέρα μου λουλουδού σε γάμους της θλίψης,
δεν τους γνώρισα, βρήκα τον εαυτό μου
σε μια βρώμικη κούνια, παρατημένη
σʼ ένα νεκροταφείο από καθρέφτες,
οι πρώτες μου βόλτες άγνωστες κηδείες,

όταν είχα κέφια
με πήγαινα σʼ ένα κόκκινο τσίρκο,
εκεί τις Κυριακές ο ήλιος για χάρη μου ακροβάτης,
έπεφτε από χρώμα σε χρώμα κι εγώ γελούσα,
στο τέλος της παράστασης με μια επικίνδυνη χειρονομία
μου χάριζε το καπέλο του,

φίλους δεν είχα, μονάχα αυτά τα καπέλα,
γυρνούσα με αυτά εκεί που με βρήκα,
βράδιαζε, οι νεκροί με λέξεις τάραζαν τον ύπνο μου,

έτσι πέρασαν τα χρόνια μου, ως που μεγάλωσα
κι έμαθα τον έρωτα από πένθιμα πουλιά,
παντρεύτηκα κάποιον είχε δικό του νεκροταφείο,
δεν δούλευα εκεί, έγινα πόρνη, πουλούσα ότι είχα,
Καπέλα.

Αστέριος Τούτιος, Μην αφήνεις την ομορφιά να σε ξαφνιάσει

Ήρθε η ώρα σου λοιπόν να πλανευτείς
Δε σού ‘φταναν τα έτοιμα κι εύκολα προσεγγίσιμα
Κι εκείνο το μικρό σου σύμπαν
ήταν πολύ μοναχικό

Αν τυχόν βρεις την ομορφιά
μόνο μη σε ξαφνιάσει
Με το κεφάλι καθαρό και την καρδιά γεμάτη στα μάτια κοίταξέ την
Κι αγκάλιασέ την

(Κι άμα δε βρίσκεις λέξεις, δεν πειράζει)