Kύκλος τραγουδιών “Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ…” για δυο φωνές, πιάνο, τσέλλο, κόρνο και φαγκόττο κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1979 απο την εταιρεία ΜΙΝΩΣ (MSM 390),με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιάννη Κούτρα και με συμμετοχή των μουσικών Βύρωνα Φιδετζη (τσελλο), Νίκο Σπινουλα (κορνο), Σπύρο Καζιανη (φαγκοττο) και Μιχάλη Γρηγορίου (πιανο).

Το καινούργιο τραγούδι

Ακόμα πιο κοντά -και δεν θα σπάσουν αν δεν σπάσουν τώρα τα δεσμά σου

Δεν θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:

Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;

Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί

Κι όμως, ίσως να ‘τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλεια

Και να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις.

Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου

Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα

Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς

Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας

Πρόσωπα που ‘ταν για μας η στοργή τους πληγή -αυτά θα σου γράψω.

Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικων ποταμιών δεν κοιμούνται πιά οι χλωμοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχές

Στη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβια

Θυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα.

Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο (Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)

Φτάνει πιά η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας

Τα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.

Μες στις μεγάλες πολιτείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν

Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλο

Μες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δεν θέλουν να γεράσουν

Κατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σου ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάρα

Στα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνο

Στις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο

Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.

Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία.

Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμό

Στ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγές

Η φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες

Λέξεις χλωμές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία

Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούργιο μου τραγούδι.

* Από τις “Εποχές”