Δε φοβάμαι παρά μόνο το Θεό-εκτός
κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-
ακόμα κι όταν την υπηρετώ.
Τ. Λ
Φύλλα ημερολογίου
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε
κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου
ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ʼθελα να με θάψουν σʼ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μένει να ʼναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί.
Ποιητές
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
Το όνειρο
Τελικά τους έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω εγώ την πραγματικό-
τητα, τους λέω-εγώ έχω τ΄»όνειρο»
ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λε-
πτομέρειες.
Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετι-
σμός.
Δειλινό
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα –
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
Απολογισμός
Νύχτωσε. Ώρα πού αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του.
Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που
ψάχναν
να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για νʼ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Απλή κουβέντα
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.
{…}
Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.
Απάντηση
«Μα πως περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μου λέει.
12
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
ʽρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
Χρόνια της φωτιάς
Πίσω απ΄τις γρίλιες παίζονται δράματα σκοτεινά
αυτοί που οραματίστηκαν χάθηκαν τόσο νέοι.-
ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική…
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Αιχμαλωσία
Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας
Αθάνατες κοινοτυπίες
Οι ονειροπόλοι γυρίζουν κουρασμένοι (από πού;)-
μέσα στα μάτια τους έχουν πνιγεί τα προάστια,
στο άσυλο μετράνε με τις ψείρες τους την υπομονή,
με τα δάκρυά τους το μέγεθος της μέρας,
άξαφνα ο φύλακας μʼ αρπάζει απ΄ το λαιμό, εγώ σα-
στίζω και τότε ακούγεται η ωραιότερη μουσι-
κη-
σαν μια σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η
γηραιά μας ήπειρος.
Αιώνας εμπορίου
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.
Το υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
Αντίο
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
απʼ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….
Ποιητικές του Συλλογές:
- Μάχη στην άκρη της νύχτας, 1952.
- Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, 1952.
- Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953.
- Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956.
- Συμφωνία αρ. 1, 1957.
- Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια, 1958.
- Καντάτα, 1960.
- 25η ραψωδία της Οδύσσειας, 1963.
- Οι τελευταίοι, 1966.
- Νυχτερινός επισκέπτης, 1972.
- Σκοτεινή πράξη, 1974.
- Οι τρεις, 1975.
- Ο διάβολος με το κηροπήγιο, 1975.
- Βιολί για μονόχειρα, 1977.
- Ανακάλυψη, 1978.
- Ποιήματα (1958-1963), 1978.
- Εγχειρίδιο ευθανασίας, 1979.
- Ο τυφλός με το λύχνο, 1983.
- Βιολέτες για μια εποχή, 1985.
- Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, 1987.
- Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990 (Εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή)
Τα Άπαντά του κυκλοφορούν σε 3 τόμους από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Εξαιρετικό αφιέρωμα!
Συγχαρητήρια για την επιλογή των ποιημάτων. Μέγας ποιητής ο Τάσος Λειβαδίτης, για χίλιους δύο λόγους, αλλά προ πάντων γιατί, όταν μας αποχαιρέτησε, μας εξομολογήθηκε εμπιστευτικά τη μεγάλη αλήθεια: Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ.
Μου αρέσει πολύ ο Τάσος Λειβαδίτης. Κάποιες ποιητικές στιγμές του, κάποιοι στίχοι του, είναι ανεπανάληπτοι. Όμως είναι υπερβολικά ρομαντικός κάποιες στιγμές… Θα έλεγα μελοδραματικός, και αυτό δε μου αρέσει. Τον φαντάζομαι σαν άνθρωπο, να μην έχει κοιτάξει ποτέ τον κόσμο με ένα σαρκαστικό, διονυσιακό γέλιο, με ένα αναίτιο, δυνατό γέλιο, σα μια μεγάλη φάρσα ή σα μια μεγάλη τραγωδία. Και αυτό είναι το μόνο που δε μου αρέσει απ’ όσα ποιήματά του έχω διαβάσει.
Απαλό το χώμα που τον σκεπάζει.
Θα διαφωνήσω με τον κύριο Ράπτη ως προς το σαρκαστικό. Έχει σε πάρα πολλά ποιήματα μέσα την ειρωνεία, την αυτο-ειρωνεία και το σαρκασμό. Ως προς το αναίτιο γέλιο θα πρέπει να ξέρουμε κι αν η ζωή σου δίνει τέτοια προνόμια. Και από όσα ξέρω για τη ζωή του, δεν θα μπορούσε να τη δει χαμογελαστά σαν μεγάλη φάρσα. Αλλά ούτε και ως μεγάλη τραγωδία με την αρχαιοελληνική σημασία.
Ρομαντισμός είναι η τέχνη του να βλέπεις πράγματα αθέατα, ειλικρινά δεν θυμάμαι ποιός το είπε αυτό. οι φιλόλογοι ίσως γνωρίζουν. Μα ο φίλος του κύριου Λειβαδίτη, ο Ιγνάτιος, φτωχός αλλά παροιμιώδης, συνήθως παρίστανε πάντα τον νεκρό σε κάποιο πλανόδιο θίασο. Έγώ προσωπικά πάντα φανταζόμουν τον ποιητή να γυρνάει ξυπόλυτος κάτω από μία λάμπα. Μελόδραμα ήταν μια ζωή οι ποιητές που κόπιαζαν για τη χώρα τους.
Ίσως αυτή η μελοδραματικότητα να σχετίζεται με την πολιτική ιδεολογία του Λειβαδίτη. Αυτός ο σπαραχτικός ανθρωπισμός του δηλαδή. Ίσως, απο την άλλη να οφείλεται στο γεγονός οτι κατα βάθος είναι ένας ερωτικός ποιητής. Αλλά υπάρχουν και πιο γήινες περιπτώσεις ανθρώπων με βίους σχεδόν παράλληλους με αυτόν. Ας πούμε ο Αναγνωστάκης ο οποίος άσκησε μια ποίηση πιο μεταμοντέρνα και χειρίστηκε την κατάρρευση των ιδεολογιών και την διάψευση των πολιτικών οραμάτων με περισσότερο σκεπτικισμό και ειρωνεία. Έχω την εντύπωση πως η ποίηση του Λειβαδίτη όσο υπαρξιακή και να είναι, μυρίζει έρωτα και πολιτική. Και η ποίηση του Αναγνωστάκη, όσο πολιτική και αν είναι, μυρίζει ύπαρξη.
Διαφωνώ με τον κ. Ζελιαναίο στο ότι ο ρομαντισμός είναι η τέχνη του να βλέπεις πράγματα αθέατα. Αυτό είναι “καθήκον” κάθε δημιουργού όποιο και να είναι το ύφος του.
Επιτέλους, ένα σημαντικό αφιέρωμα στον αγαπημένο μου ποιητή!!!!!!!!!!
Χάρηκα πολύ που είδα έργα του στο ποιείν, και ακόμα περισσότερο που βλέπω παράλληλα και μια φωτογραφία του Τάσου από τις ελάχιστες καλές δικές του φωτογραφίες, που μπορεί να τις βρει κανείς εύκολα!
Η πιο γνωστή, είναι εκείνη μπροστά στη γραφομηχανή του, στη βιβλιοθήκη του, που χαμογελάει με ένα από εκείνα τα χαμόγελα που έλεγαν πάντα : “ίσως να το’ βρα, αλλά δε θα σας το πω, αλλιώς εσείς τι θα ψάχνετε;”
Με μια λέξη ή δύο ή και τρεις, “ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟΣ” “ΠΟΙΗΤΗΣ” “ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ” ένας αλησμόνητος φίλος στις δύσκολες στιγμές, τα βιβλία του γιατρικό της ψυχής στην κατάθλιψη, στις ασθένειες που δεν καταπολεμούνται με χάπια, ο λόγος του απλός “απλά, όπως πεθαίνει κανείς, απλά, όπως αγαπάει, απλά…”, η καρδιά του απέραντη για να χωράει όλους του φίλους, ακόμα και τώρα που λείπει, για να χωράει την πλάση, τον έρωτα, το μυστικό της ζωής, την ευτυχία, τον πόνο…
Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να γίνω φίλος του όσο ζούσε, είμαι βέβαιος θα είχαμε πολλά να πούμε με τον Τάσο….τα ίδια απλά πράγματα που μας πόνεσαν, σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας ο καθένας μας, ένας δάσκαλος για μένα, ένας δεύτερος πατέρας, ένας θνητός θεός….
Τα σέβη μου στους δικούς του ανθρώπους, γιατί θα πρέπει να αισθάνονται περήφανοι γι’αυτόν, και δε θα πρέπει να αφήσουν ποτέ τον λόγο του να πεθάνει! Δεν είναι τυχαίο σίγουρα το γεγονός, πως στα βιβλία του Τάσου δεν υπάρχει πουθενά το γνωστό copyright άλλων συγγραφέων, που λέει συνήθως “με την επιφύλαξη των πνευματικών δικαιωμάτων απαγορεύεται η ανατύπωση, η αντιγραφή και η δημόσια προβολή του έργου”. Κι έτσι η σκέψη του, μπορεί να φωλιάσει στην καρδιά, ακόμα και του πιο φτωχού ανθρώπου, του πιο απλού “απλά, μας φτάνει να μιλήσουμε απλά….” Συγχαρητήρια κύριε Παστάκα για το αφιέρωμα… Θα ήθελα πραγματικά να γνωρίσω από κοντά τους δικούς του ανθρώπους, σήμερα, τώρα, κι ίσως να νιώσω λίγο πιο κοντά στον Τάσο…
μεσα απο το βιβλιο του ‘ανακαλυψη’ μου δημιουργηθηκε η εικονα ενος μεθυσμενου που ακουμπα σε ενα τοιχο στον δρομο,και κατω απο το κιτρινο φως του φανοστατη αυτος να κοιτα το πεσμενο του καπελο..
Χαίρομαι πραγματικά που γνωρίζω -έστω και έμμεσα- ανθρώπους που έχουν την ίδια αγάπη, στα όρια λατρείας, στον Τάσο Λειβαδίτη, τον δικό μας Τάσο. Είμαι σίγουρος ότι δεν μπορείς να τον διαβάσεις και να μην βρείς τον εαυτό σου στα λόγια του, να μην νιώσεις αυτό το κάτι που μαλακώνει την ψυχή σου…
Δυστυχώς οι δικοί του άνθρωποι δεν είναι πολλοί πια. Μόνον ένας που γνωρίζω εγώ: ο εγγονός του Στέλιος-Πέτρος. Είχα την ευτυχία όμως να γνωρίσω την γυναίκα του Μαρία (για μια και μοναδική φορά) και την κόρη του Βάσω. Δυστυχώς και οι δύο δεν ζουν πια. Όμως στην σύντομη γνωριμία και με τις δύο, μπόρεσα να νιώσω το ανεξίτηλο σημαδί του Τάσου στην ζωή τους, γεύτηκα την γλύκα που είχε σαν άνθρωπος από το πως μιλούσαν γι’αυτόν και κυρίως από τα μάτια τους. Κάτι ακόμα που με εντυπωσίασε από ήταν η αξιοπρέπεια τους και η καλοσύνη τους.. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για αυτές τις συναντήσεις μαζί τους..
Ειλικρινά χαίρομαι που βρήκα ανθρωπους που αγαπούν τον Τάσο. Ίσως είναι καιρός αυτός ο σύλλογος που σχεδίαζε να δημιουργήσει η κόρη του η Βάσω (και που μάλλον δεν πρόλαβε), με σκοπό να αξιποποιηθεί η κληρονομιά που μας άφησε, να πάρει σάρκα και οστά.
«Ακόμα και η ζωή μου αποκτά σημασία όταν τη διηγούμαι σε κάποιον..»
ο ποιητης ειναι πρωτα ΕΡΩΤΙΚΟΣ, λιγο πιο πισω υπαρξιακος (δεν βρισκω την αλλη λεξη ) και πολυ πιο πισω, πολιτικος. Σε καποια βραδυα μου, ο δευτερος προσπερνα τον πρωτο, ο τριτος αφορα μονο τους φιλολογους και τους ιστορικους.
Θα μπορούσα να στείλω κάποια ποιήματα και να δημοσιευτούν;
θά ηθελα νά τόν εχω γνωρίσει,θα ηθελα νά τον
εχω αγκαλιάσει καί νά χαιδέψω τά χέρια του
πού εγραψαν τόσο υπέροχα ποιήματα.
ιαμα ψυχή ο λόγος του
Ω, ΠΟΙΗΤΗ – ”Ω, ποιητή…μέσα από τους στίχους σου γέννημα της αναζήτησης που έχεις στην καρδιά σου, φαίνεται ξεκάθαρα η δίψα σου για την Αλήθεια!…Mην την ψάχνεις στις θεωρίες ψευτοδιανοούμενων…αυτοί δεν μπορούν να στην προσφέρουν. Δεν την αφήνουν να μπει στις παγωμένες τους καρδιές…Άλλαξε πορεία, μην χάνεις άσκοπα τον πολύτιμο χρόνο σου…Η Αλήθεια που ψάχνεις είναι τόσο κοντά σου! Άκουσε την καρδιά σου…τις ώρες που πονάς…τις ώρες που αγαπάς… Ω, ποιητή…βλέπεις; Ενδόμυχα την γνωρίζεις…Ναι! Είναι Εκείνος…ο Μέγας Ποιητής…ο Ποιητής των όλων! ” Με πολλή αγάπη, Δήμητρα Δ.
άνθη απ’ όνειρα,
σαν σύννεφα ταξιδεύουν
μονάχα
σαν ανοιξιάτικη βροχούλα