Margherita Guidacci (1921-1992), Δύο ποιήματα από τις «Σίβυλλες» (Μετάφραση από τα ιταλικά- επίμετρο: Θεοδόσης Κοντάκης)
18Σεπ
Κιμμερία
[Cimmeria]
«Mein Sohn, es ist ein Nebelstreif»
Goethe, Erlkönig
Άβυσσο άξαφνη απιθώνω
ανάμεσα σε δυο βάτα γειτονικά. Απλώνω
πέπλο τυφλό στη θάλασσα πάνω,
έτσι που πια να μη γνωρίζεις πού τελειώνει
κι αρχίζει η θάλασσα κι ο ουρανός. Γεμίζω
τη σιωπή με δίνες συγκεχυμένες,
βήματα βουβά και πνιχτούς αναστεναγμούς.
Κάθε φωνή (σου είναι ακατάληπτες, κι ούτε καμιά τους
κατανοείς από πού προέρχεται) σου μοιάζει
θρήνος ή απειλή. Κι αν καμιάν αναλαμπή
πιστέψεις κάποτε πως νιώθεις, ψευδαίσθηση είναι
και διαμιάς σβήνει, αφήνοντάς σε
στη σκιά τη νοτερή, καθώς συμβαίνει
στου πυρετού το κατώφλι: γιατί κι εκεί με συναντάς.
Μια βεβαιότητα σου δίνω μοναχά:
πώς όλα είν’ αβέβαια. Ευτυχία, δυστυχία
είν’ εξίσου τυλιγμένες μες στη δικιά μου την καταχνιά.
Ποιαν από τις δυο θα συναπαντήσει
το χέρι σου καθώς προχωρά ψηλαφητά;
Τούτο ας είναι για σένα παρηγοριά (ή προειδοποίηση):
κανένα κράτημα δεν είναι στέρεο∙ το καθετί
αέναα μέσα σε κάτι άλλο διαλύεται.
Ιδού ο χρησμός μου για τη μοίρα σου
του ανδρός.
Κι όμως το στήθος μου
είναι γλυκό και τ’ αγκάλιασμά μου
δελεαστικό, σαν μέσα του σε καλώ
να χαθείς, δίχως να ξέρω
μήτ’ εγώ η ίδια, αν εκεί μέσα θα βρεις τη γαλήνη
ή μια πτώση δίχως τέλος.
Διαβάστε περισσότερα