Γειτονιές της σκόνης
Λιβάδια που αποκοιμούνται κάτω
απ’ την οξυδερκή διαίσθηση της πέτρας.
Λόγοι που μελετήθηκαν
μ’ αμφιταλαντευόμενη αφοσίωση.
Λατρείες σε ανίερες ώρες της ημέρας
που σκέπαζε τα μάτια της
με τον λευκό μου χιτώνα.
Ξύλινες ψυχές που έφραζαν σαν τείχη
την αχυρένια πόρτα του κόσμου.
Με χαμόγελο την αιχμηρή λάμψη του μαχαιριού
αντρειώθηκα.
Αντεραστές στη ζωή μου, ο θάνατος κι η θύμηση.
Γυναίκες με χλωμή στα στήθη τη Σελήνη
χαμήλωναν τα μάτια σαν κισσοί που καίνε,
υγρές κάτω απ’ τα σκέλη τραγουδούσαν μύθους,
«αντίθετα απ’ τη νύχτα στέκω εγώ
ξημέρωμα στης θάλασσας τη χώρα,
αγέρι που το έστερξε η μπόρα,
αστέρι φιλημένο απ’ το νερό»
του αίματος,
φυλώντας μ’ έπαρση το ασήμι
που χύθηκε στου σώματος το μεσημέρι.
Όλο χαρά, σιωπήσαμε μαζί.
Κάτι που κύλαγε στις ορφανές, ψυχή μου, άκρες.
Το μοίρασα στις γειτονιές της σκόνης
που φεγγοβολούσαν μαλωμένη οργή
κι έσταζαν οι ανάγκες τους ιδρώτα
κάθε που βράδιαζε η ζέστη.
Με σιγουριά, μια απίστευτη τροπή
συνέχισε τον καρόδρομό της αγκομαχώντας.
Διαβάστε περισσότερα