Έρως παραλύχνιος. Η παρουσία του λύχνου στο Ε΄ βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας
Σε ένα από τα πολλά ανέκδοτα τα σχετικά με τον βίο του Διογένη, του κυνικού φιλοσόφου, τον βρίσκουμε να κατοικεί στην Κόρινθο και να διαπλέκεται με την Λαϊδα, μια από τις πιο διάσημες εταίρες της αρχαιότητας, περιώνυμη για την ομορφιά, την καλλιέργεια και φυσικά τον πλούτο, καθώς η συνεύρεση μαζί της αποτελούσε προνόμιο των ευκατάστατων και μόνο.
Όταν ο Διογένης ερωτήθηκε γιατί δεν την επισκέπτεται, αποκρίθηκε πως δεν προτίθεται να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για να παραλάβει μία … μεταμέλεια. Η Λαίδα πληροφορήθηκε τη δήλωση του φιλοσόφου και, αποφασισμένη προς ανταπόδοση, τον πλησίασε και του υποσχέθηκε μια βραδιά δώρο, με τον Διογένη, φυσικά, να συμφωνεί. Τον περίμενε όμως σε αίθουσα σκοτεινή, έχοντας παραχωρήσει τη θέση της σε μία άσχημη υπηρέτρια, της οποίας τις φροντίδες δέχτηκε ο πλανηθείς φιλόσοφος κατά τη διάρκεια της νύκτας. Το πάθημά του συνειδητοποίησε με το φως του ήλιου, η δε Λαίδα φρόντισε να διαδοθεί σε όλη την πόλη.
Ο Διογένης όμως ήταν αυτός που κράτησε τον τελευταίο λόγο, απαντώντας πως “λύχνου σβεσθέντος πάσα γυνή Λαϊς”!
Λέγεται πως η εταίρα, εντυπωσιασμένη από το πνεύμα του φιλοσόφου, προσέφερε τελικά εαυτόν αφιλοκερδώς (υπό το φως του λύχνου υποθέτουμε)• η δε φράση του Διογένη έμεινε παροιμιώδης κατά την αρχαιότητα, σε διάφορες μορφές.
“Πάσα γυνή του λύχνου αρθέντος η αυτή εστί”
Από το περιστατικό αναδεικνύεται ένα μικρό αντικείμενο – το λυχνάρι – του οποίου η απουσία ή η αδράνεια του προσδίδει την ικανότητα να εξισώνει τις γυναίκες, να παραπλανά τους άνδρες, να αποσιωπά τις διακρίσεις. Φανταζόμαστε βέβαια έναν κόσμο δίχως – κατά κανόνα – δημόσιο φωτισμό, με τον λύχνο ως κύριο εκφραστή αμφισβήτησης της κυριαρχίας του νυκτερινού σκότους. Έτσι, για χιλιάδες χρόνια, και μέχρι την επέλαση του ηλεκτρισμού, οι πρόγονοί μας κατάφευγαν σε αυτόν με την έλευση της νύκτας, τον λύχνο, προκειμένου να φωτιστούν για την συνέχεια, καθώς
“Λύχνος• παρά το λύειν το νύχος, τουτέστι το σκότος”
Τόσο υπήρξε ταυτισμένος με τον ερχομό της νύκτας, ώστε ο Γιάννης Σκαρίμπας τής τον προσφέρει για τις ανάγκες της.
“… κι ως σκυφτή το λυχνάρι της όξω η νύκτα θʼ ανάβει …”
Οπωσδήποτε ο λύχνος, ως ο νυκτερινός σύντροφος του ανθρώπου, υπήρξε συνοδός στις παννυχίδες του. Δεν μας ξενίζουν λοιπόν οι συχνές εμφανίσεις του στην ερωτική ποίηση των Ελλήνων. Με επίκεντρο το πέμπτο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, την συλλογή των ερωτικών επιγραμμάτων αυτού του θησαυροφυλάκιου της ελληνικής ποίησης, θα δούμε με ποιες ιδιότητες εμφανίζεται στον κοινό, μετά των ανθρώπων, νυκτερινό βίο.
Α. Φωτοδότης σύντροφος κατά την προσμονή.
Τρίτη φορά πάει να σβήσει το λυχνάρι του προσμένοντος εραστή (κι αλίμονο, άλλος είναι ο λύχνος που τον κατατρώγει) στο επίγραμμα του Παύλου Σιλεντιάριου.
“Αργοπορεί η Κλεόφαντις• και ο τρίτος λύχνος
να σβήσει είναι έτοιμος και νʼ απλωθεί το σκότος.
Είθε κι αυτός ο λύχνος να σβηστεί που εντός μου λαμπυρίζει
Κι αυτοί οι πόθοι οι άγρυπνοι που καταφλέγουν την ψυχή μου”
Μαραινόμενοι τρεις λύχνοι, κι ακόμη να φωτιστεί το αντικείμενο του πόθου.
Σε μια αντιστροφή της προσμονής, αναρωτιέται ο ποιητής κατά την επάνοδό του, τι θα του αποκαλύψει ο άγρυπνος λύχνος.
“Άστρα και Νύχτα και Σελήνη, των ερωτευμένων φέγγος,
και Λύρα συ τους κώμους τους φαιδρούς που συνοδεύεις,
μηνύστε μου: Την άσωτη θα βρω στην κλίνη, κάτω
από του λύχνου νʼ αγρυπνά το φως και να θρηνεί για μένα;
Ή μήπως έχει σύγκλινον; …”
Κάποτε η προσμονή … φωτίζεται από τα ελπιδοφόρα προμηνύματα του συντρόφου λύχνου, όπως διαβάζουμε σε ένα ερωτικό επίγραμμα που παρείσφρησε ανάμεσα στα αναθηματικά της Ανθολογίας. Ο λύχνος μουρμουρίζει παρηγορητικά στα αυτιά του καρτερούντος κυρίου του.
“Λύχνε φίλτατε, σπινθήρισες, ναι, τρεις φορές. Προαναγγέλεις μήπως
πως θα επισκεφθεί το δώμα μου η θελκτική Αντιγόνη;
Αν αληθεύσει αυτό, άναξ για τους θνητούς, καθώς ο Απόλλων, είσαι
ω Λύχνε! …”
Αλλά δεν είναι μόνον το σπινθήρισμα, προάγγελμα των μελλουμένων. Οι προλήψεις είχαν καταστήσει τον λύχνο και μέσο θεοσημίας, καθώς η έξαρση της φλόγας μπορούσε να θεωρηθεί σημάδι επικοινωνίας με τους θεούς.
“… Αν τον ανάψει και προς τους θεούς μια προσευχή αναπέμψει:
η αιφνίδια λάμψη του απʼ τους θεούς ότι εισακούσθηκε θα δείξει”
Σε κάθε περίπτωση, κι αφού και η Νικώ δεν ήλθε, η μοίρα του λύχνου φαίνεται αναπότρεπτη καθώς, όπως θα δούμε και στην συνέχεια, φωτίζει ευχαρίστως την ερωτική πράξη, αφήνει όμως τον κρυφό πόνο ν ανθίζει στο σκοτάδι.
“… Τον λύχνον, παίδες, αποσβέσατε”
Β. Φίλος πιστός, μάρτυς σιωπηλός.
Των πλέον απόκρυφων στιγμών, ποιος ο καταλληλότερος μάρτυς, διακριτικός και έμπιστος, άλλος από τον “συνίστορα των αλαλήτων” λύχνο; Κανείς, λέει ο Φιλόδημος, και παραγγέλνει λαδάκι δροσερό για την περιποίησή του, πότης γαρ ο λύχνος μέγας.
“Τον έμπιστο των απορρήτων μου, τον Λύχνο τούτο,
αφού μεθύσεις με τη δρόσο του λαδιού, ω Φιλαίνα,
βγες έξω• μάρτυρες ζωντανούς ο Έρωτας δε στέργει.
Φύγε λοιπόν, Φιλαίνα μου, τη θύρα αφού σφαλίσεις.
Άρχισε τώρα τα φιλιά, Ξανθώ, όσο για τα άλλα
που η Παφία απαιτεί, η κλίνη η φιλεράστρια θα φροντίσει”
Τον λόγο στη συνέχεια παίρνει ο λύχνος του Φλάκκου, διπλός μάρτυς των αισθημάτων της Νάπης. Τα δικά του αισθήματα ταυτίζονται με αυτά του πρώην αφεντικού του, καθώς συγκαίγονται στην πυρά του ίδιου πόθου.
“Στην Νάπη την επίορκην, εμέ, τον αργυρό τον Λύχνο,
των παννυχίδων τους τον μάρτυρα, ο Φλάκκος έχει προσφέρει.
Και τώρα, πλάι στην κλίνη της, μαραίνομαι και φθίνω,
τα αίσχη τα περίτεχνα αυτής της άπιστης θωρώντας.
Καθώς εγώ και συ θα φθείρεσαι, το ξέρω, Φλάκκο•
ο ένας απʼ τον άλλο μακριά, από τον ίδιο πόθο καίμε”
Θα πρέπει να τονίσουμε πως, αναγκαστικά, ο λύχνος γίνεται μάρτυς των αντιθέτων, του κάλλους και της ασχήμιας, της ηδονής και της πίκρας που γεννά η απουσία ή η προδοσία, όπως ήδη διαπιστώσαμε. Εντοπίζουμε την αντίφαση σε ένα απόσπασμα από έργο του Λουκιανού, και ένα από τα σκωπτικά επιγράμματα της Ανθολογίας.
“Ύστερα γδύθηκε, στάθηκε δίπλα στο λυχνάρι ολόγυμνη, έχυσε στα χέρια της μύρο από αλαβάστρινο δοχείο, και αλείφθηκε με τούτο”
θαυμάζει ο Λούκιος που ως … όνος έχει το ελεύθερο, μαζί με τον άψυχο λύχνο, του νυκτερινού θεάματος. Σε κάποιες ατυχείς περιπτώσεις όμως, ο λύχνος με το φως του εντείνει το σκοτάδι.
“Δυστυχής αυτός ωραία γυναίκα που δεν έχει.
Το βράδυ λύχνο κι αν ανάψει, δεν θα ιδεί εμπρός του, παρά σκότος”
Ας επιστρέψουμε όμως στις ανήκουστες παρατηρήσεις της ερωτικής ένωσης, εκ των οποίων κάποιες ούτε ο ποιητής δεν δύναται να καταγράψει, μόνο ο λύχνος κρατά μυστικό σφραγισμένο.
“Επάνω σε μαστόν μαστός• στέρνο σε στέρνο επάνω,
χείλη στης Αντιγόνης τα γλυκά προσαρμοσμένα χείλη
και δέρμα αχώριστο σπό δέρμα• όμως, ας σωπάσω• φθάνει!
Τα άλλα ο μάρτυς μας ας καταγράψει: ο λύχνος”
Βέβαια, ο λύχνος καταγράφει όσο μένει αναμμένος. Φαίνεται πως για κάποιους οι πλέον ακατονόμαστες πράξεις απαιτούν σκότος απόλυτο, όπως διαβάζουμε στον παρακάτω χαιρετισμό του φωτός.
“χαίρε φίλον φως. γυναίκα βουλομένην ακολασταίνειν , σβέσασα τον λύχνον, φασί τούτο ειπείν”
Οπωσδήποτε, τιμή για έναν τέτοιο μάρτυρα, η αφιέρωση στην θεά του έρωτα. Όπως αξίζει στον “συμπαίστορα λύχνον”, συμπαίκτη και μύστη των νυκτερινών τελετών του, ο ποιητής Μελέαγρος τον αναθέτει στην θεά Αφροδίτη.
“Ο Μελέαγρος, ω Κύπριδα, θεά και φίλη, σου έχει αφιερώσει
τη λάμπα αυτή. Ήταν στων παννυχίδων τα μυστήρια μυημένη”
Κι όταν ο ποιητής να μεγενθύνει επιθυμεί το ερωτικό (ή οποιοδήποτε άλλο) πάθος, εντείνει την εσωτερική φλόγα, ώστε να αναμετρηθεί με του λύχνου το πυρ και να το καταστήσει περιττό.
“Όταν επιθυμείς φωτιά την βραδινή την ώρα,
και φως επιχειρείς στην πανωραία την λάμπα σου να δώσεις,
έλα σʼ εμέ. Φωτοπερίχυτοι θα γίνουμε. Η φωτιά που καίει εντός μου,
φλόγες θα εκπέμπει αυτή, που αμφιβάλλω αν θάχουν τέλος”
“Συ που φυσάς σκοπεύοντας τον λύχνο σου νʼ ανάψεις,
έλα μια φλόγα απʼ τη ψυχή μου νʼ αποσπάσεις. Φλέγομαι όλος”
Γ. Τόπος όρκου, απονεμητής δικαίου.
Σε δύο από τα αρκετά επιγράμματα που συνέθεσε ο Μελέαγρος για την Ηλιοδώρα, εκφράζει την επιθυμία του να σβηστεί ο λύχνος (καλεί για τούτο την Νύκτα, αλλά και τον ίδιο τον λύχνο να φροντίσουν), σε περίπτωση που η αγαπημένη του τον έχει αντικαταστήσει στην κλίνη με νέον σύντροφο.
Στο πρώτο από αυτά, εκφράζεται η βούληση για την αεργία του λύχνου, ώστε να επιτευχθεί η παύση των ερωτικών περιπτύξεων και απόδοση του αντίζηλου στον Ύπνο, αν και με υπερβολική εμπάθεια όπως διαπιστώνουμε.
“Μητέρα των θεών, σεβάσμια Νύχτα, ω φίλη,
των κώμων σύντροφε, σʼ εκλιπαρώ: Αν με της Ηλιοδώρας
το σώμα, κάτω από το σκέπασμα, ένας αντίζηλος θερμαίνει
τα μέλη του – κι ο ύπνος τα μάτια του δεν κλείνει, τότε
ο λύχνος ας σβηστεί• κι αυτός που στην αγκάλη εκείνης
έπεσε, αιώνια ας αποκοιμηθεί, ως άλλος Ενδυμίων”
Στο δεύτερο επίγραμμα, η πρωτοβουλία αφήνεται στον ίδιο τον λύχνο, καθώς φαίνεται να έχει προηγηθεί εντολή από τον ποιητή, φύλακας να στέκει της ερωτικής του ευτυχίας.
“Ω Πόθε για την Ηλιοδώρα ολάγρυπνε και ω Νύχτα
και ω δάκρυα της χαραυγής οδυνηρά, κρατάει, ίσως ακόμη
έστω και λείψανα στοργής, της έχει μείνει μήπως
ενός φιλήματος η ανάμνηση, έστω αμυδρά, στο βάθος της καρδιάς της;
Έχει στη κλίνη της συντρόφους της τα δάκρυα; με κλείνει
νοερά στο στήθος της, καθώς εγώ, ή μήπως τη φλογίζει
ένας νέος έρωτας; Λοιπόν, ω Λύχνε, αψιμαχίες
ως βλέπεις μʼ έναν άλλο, σβήσου ευθύς• μη λησμονείς: είσαι ο φρουρός μου”
Το κρίμα της απιστίας γίνεται ακόμη βαρύτερο όταν έχουν προηγηθεί όρκοι στο όνομα του λύχνου. Καλείται αυτός τότε να αποδείξει τις μεταφυσικές δυνάμεις του και θαυματουργά να αρνηθεί την συμμετοχή του στην δολιότητα.
“Ορκίσθη η Ηράκλεια τρεις φορές σε σένα, ω Λύχνε,
ότι θαρθεί. Και ωστόσο δεν εφάνη! Λοιπόν, θεός αν είσαι,
τιμώρησε την άπιστη και δόλια. Στο δώμα της αν έχει φίλο
και φλυαρεί μαζί του, σβήσου ευθύς. Ας αρνηθείς το φως σου”
Και είναι θεός, αποκρίνεται η Βακχίδα μέσα από στίχους αγνώστου ποιητή, τους οποίους μας παραδίδει ο Πλούταρχος.
“Έτσι και οι ερωτευμένοι ασχολούνται περισσότερο με συζητήσεις που θυμίζουν το αγαπημένο τους πρόσωπο• αν, μάλιστα, δεν μπορούν να μιλήσουν με ανθρώπους, μιλάνε για κείνους σε άψυχα αντικείμενα …
… Η Βακχίδα σε νόμιζε θεό, καλότυχο λυχνάρι•
κι είσαι στʼ αλήθεια ο μεγαλύτερος θεός, αν το νομίζει εκείνη”
Κι αφού ο Έρως παραλύχνιος εμφανίζεται, ο όρκος που ακολουθεί στον τοξοβόλο θεό, δεν γίνεται να αγνοεί τον φιλάγρυπνο μικρό φωτοδότη.
“Ορκίζομαι στους καλλιπλόκαμους βοστρύχους της Τιμούς, ακόμη
ορκίζομαι στο σώμα το μυρόπνοο της Δημούς, τον ύπνο
που παγιδεύει, ακόμη ορκίζομαι στους ακκισμούς της Ιλιάδας,
τέλος στον Λύχνο αυτόν, τον θεατή των ερωτικών μου των οργίων
και την πνοή μου ω Έρωτα, που έχει στα χείλη μου απομείνει
κι αυτήν ακόμη, όσο μικρή, κι αυτήν σου παραδίδω επίσης!”
Σπανίως δίδεται από τους ποιητές ο λόγος στην γυναίκα. Στο επίγραμμα που ακολουθεί, θηλυκού γένους είναι η έκφραση της πικρίας, αρσενικού γένους η εκδήλωση της απιστίας (ίδια όμως πάντα η γεύση). Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο λύχνος, πάντα παρών, από μάρτυρας των όρκων γίνεται τιμητής τής καταπάτησης αυτών, ως μόνος επικυρωτής των πεπραγμένων.
“Νύχτα ιερή και Λύχνε εσύ, είσθε των όρκων μας οι μόνοι
οι μάρτυρες• είχαμε ορκισθεί κι εγώ κι αυτός μπροστά σας:
αιώνια αυτός θα μʼ αγαπά• εγώ, ποτέ, χωρίς αυτόν, θα ζήσω.
Την αμοιβαία πίστη μας είχατε επισφραγίσει εσείς• τώρα
μου παραγγέλνει: Όρκοι, καθώς αυτοί, ήσαν στη θάλασσα γραμμένοι!
Στον κόρφο άλλων γυναικών, Λύχνε, ιδές τον, έχει γύρει!”
Δ. Ηρώ και Λέανδρος. Λύχνος άπιστος.
Γνωρίσαμε τον λύχνο ως σύντροφο, πιστό φίλο, δίκαιο κριτή. Δύναται όμως να απογοητεύσει επίσης, τόσο πολύ μάλιστα ώστε και προδότης να χαρακτηριστεί, όπως στο απόσπασμα του επιγράμματος που ακολουθεί.
“… τα ερείπια
από τον πύργο, όπου ο λύχνος, ο προδότης, υψωνόταν …”
Στον – παραθαλάσσιο – πύργο του παραπάνω στίχου εκατοικούσε η Ηρώ, πεντάμορφη βασιλοπούλα και ιέρεια της Αφροδίτης στην πόλη της Σηστώς, στον Ελλήσποντο. Η Ηρώ προσέφερε την παρθενία της στον Λέανδρο, ένα παλληκάρι που κατοικούσε στην Άβυδο, πόλη της απέναντι ακτής. Οι δύο νέοι οδηγήθηκαν σε γάμο μυστικό, τις συνέπειες του οποίου τραγούδησε σε έργο του ο ποιητής Μουσαίος, συνέχισαν δε να διαμένουν στις οικίες τους. Προς ικανοποίηση του ερωτικού πόθου, ο Λέανδρος τα βράδια διέσχιζε τον Ελλήσποντο, αψηφώντας κύματα και ανέμους, προκειμένου να βρεθεί πλάι στην αγαπημένη του, τιμητές να γίνουν της θεάς του έρωτα.
“Πες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες
της νύχτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει”
Ο ποιητής δεν επικαλείται τυχαία τον λύχνο στο προοίμιο του ποιήματος. Η Ηρώ τον χρησιμοποιούσε σαν κάλεσμα, φάρο και οδηγό του καλού της. Με τον ερχομό της νύκτας, ανέβαινε στην κορυφή του πύργου και τον καλούσε προς συνεύρεση με το άναμμα του λυχναριού, το οποίο παρέμενε αναμμένο καθ όλον τον πλου του καρτερούντος εραστή, ως σημείο προσανατολισμού.
“Να κολυμπάει τον Λέανδρο ακούω και μαζί του
το λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,
τον καλεστή και στολιστή της νυχτοπαντρεμένης
το λύχνο, τ αναγάλιασμα των δυων αγαπημένων”
Έτσι, καρτέραε κάθε βράδυ ο ερωτοφλεγής νέος τη φλόγα να θωρήσει από την απέναντι στεριά, σημείο προσμονής.
“του λύχνου, του κακόλυχνου, τη μαρτυριά εκαρτέρα”
Ο Μουσαίος (έζησε και έγραψε κατά την ύστερη αρχαιότητα), πιστός σε μια πανάρχαιη – ομηρική ακόμη – ποιητική τακτική, προλέγει την ατυχή κατάληξη μέσω των λόγων του Λεάνδρου προς την Ηρώ.
“Μον ένα λύχνο δείχνε μου απ το ψηλό το κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να ʼμαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο
…
μόνο φυλάξου αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους
μην τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη,
το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής τον φωτοδότη”
Η ώρα που φόβιζε τον Λέανδρο έφτασε με την βαρυχειμωνιά, τʼ αγριοκαίρι που τη θάλασσα ταράζει και κινά κύματα γιγάντια. Έπρεπε τότε
“… η άμοιρη η Ηρώ … η δόλια κόρη
μες τον χειμώνα απόμακρα να μείνει του Λεάνδρους
και τʼ άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει.
Μον έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη
και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου
…
κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο”
Ο Λέανδρος, δίχως την φωτεινή καθοδήγηση του φάρου – λύχνου, κατευθύνεται λάθος, και καταπονημένος από την άνιση μάχη με του Ποσειδώνα το στοιχείο, καταλήγει άψυχο κορμί στου πύργου τʼ ακρογιάλι. Ακολουθεί η αυτοκτονία της Ηρώς, προς ολοκλήρωση του δραματικού ειδυλίου.
Ο μύθος της Ηρώς και του Λέανδρου προσφέρει την – ποιητική πάντα – απομυθοποίηση του λύχνου, που όπως είδαμε υμνήθηκε ακόμη και ως θεός ή ευνοούμενος αυτών, προφήτης, συνήγορος του δικαίου. Δεν απορούμε λοιπόν, όταν βλέπουμε να του αποδίδεται ο τίτλος του εχθρού της Αφροδίτης, όπως στο παρακάτω επίγραμμα που μας παρέχει κάποιες επιπλέον πληροφορίες περί των ιδιοτήτων και της καταγωγής του.
“Ας μην γεμίζεις μύκητες και την βροχήν, ω Λύχνε
ας μη μηνάς• εμπόδιο στον καλό μου μήπως γίνεις.
Εχθρεύεσαι την Κύπριδα απʼ τη στιγμή που ενώθη
ο Λέανδρος και η Ηρώ … Υπομονή, καρδιά μου, ωστόσο!
Ανήκεις στον θεό τον Ήφαιστο. Κι αν προς την Κύπριδα ίσως
φανείς σκληρός, του Κυρίου σου θα εξάψεις την οδύνη”
Ο λύχνος γεμίζει μύκητες όταν ο καιρός είναι υγρός και προμηνύει βροχή. Θολώνει τότε το φως του, και γίνεται μάντης κακών για την προσμένουσα κόρη τού επιγράμματος, καθώς αναθυμάται αυτή το σβήσιμο του λύχνου της Ηρώς. Πληροφορούμαστε επίσης ότι, ως μεταλλικό σκεύος, ανήκει στο Ήφαιστο, θεό προστάτη της μεταλλουργίας, και συνεπώς δεν πρέπει να δυσαρεστεί την Αφροδίτη, συμβία του κυρίου του.
Επιλογικά
Ο Παυσανίας ο περιηγητής, επισκέπτεται την Κόρινθο περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., όπου σώζεται ακόμη ο τάφος της Λαίδας, πάνω στον οποίο είδε τοποθετημένο ένα γλυπτό μίας λέαινας που κρατούσε με τα μπροστινά της πόδια ένα κριάρι.
Περίπου δύο αιώνες νωρίτερα, ο ποιητής Πομπήιος ο νεώτερος αφιερώνει στην εταίρα επιτύμβιο επίγραμμα, όπου τονίζονται οι “αποχαιρετισμοί” της Κορίνθιας καλλονής.
“Αυτή που μοσκοβόλαεν καθώς εράσμιο άνθος
αυτή που μόνη των Χαρίτων είχε τα κρίνα δρέψει,
τώρα τον δρόμο τον χρυσό δεν χαίρεται του ήλιου,
τώρα τον ύπνο τον αξύπνητο – οϊμέ – κοιμάται!
Τους κώμους, τα πειράγματα, τις έριδες των νέων,
Λαίδα αποχαιρέτα! Και τούτο το λυχνάρι επίσης
Των φλογερών ερώτων σου πιστό κι εγκάρδιο φίλο”
Και όπως αποχαιρετά η Λαίδα τον “εγκάρδιο” του ερωτικού της βίου φίλο, θα αποχαιρετήσουμε κι εμείς την σύντομη αναφορά στην θέση του λύχνου στην αρχαία ελληνική ερωτική ποίηση ενθυμούμενοι τον Αθήναιο, ο οποίος στην καταγραφή με ονόματα εταίρων που μας παραδίδει, καθιστά σαφή την σχέση των γυναικών αυτών με το λυχνάρι, καθώς μας πληροφορεί πως η εταίρα Συνωρίς ήταν γνωστή με το παρατσούκλι Λύχνος, ενώ ανάμεσα στα άλλα ονόματα ξεχωρίζουμε τα, πιθανόν παρωνύμια, Λαμπυρίς, Λαμπάς και Θρυαλλίς (θρυαλλίς λεγόταν το φυτίλι του λύχνου, από το ομώνυμο φυτό).
Πλουτάρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 144.Ε
Παρετυμολόγηση από το Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν, 572,18.
Γιάννη Σκαρίμπα Το γράμμα, Εαυτούληδες, 1952.
Παννυχίς = αγρυπνία.
Όλες οι μεταφράσεις των επιγραμμάτων της Ανθολογίας είναι του Βασ. Λαζανά, από τις εκδόσεις
Δημ. Παπαδήμα.
Παλατινή Ανθολογία, V.279, Παύλου Σιλεντιάριου.
Παλατινή Ανθολογία, V.191, Μελέαγρου.
Το σπινθήρισμα του λύχνου, εθεωρείτο ευνοϊκό σημάδι για την πραγμάτωση του επιθυμητού.
Παλατινή Ανθολογία, VΙ.333, Μάρκου Αργεντάριου.
Παλατινή Ανθολογία, VI.6, Αντιπάτρου.
Παλατινή Ανθολογία, V.150, Ασκληπιάδου.
Βέβαια, είναι πάντα έκδηλη και η ανάγκη μαρτύρησης της ερωτικής πράξης ως βίου κατόρθωμα, ως
αυτοεπιβεβαίωση. Απόδειξη περί τούτου η ευρεία ενασχόληση της ποίησης, και όλων των τεχνών
γενικότερα. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναζητεί και τον “ζωντανό μάρτυρα” προς πιστοποίηση: “Τη γάτα
που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά” (Μονόγραμμα, ΙΙ).
Παφία, η Αφροδίτη λόγω της καταγωγής της.
Παλατινή Ανθολογία, V.4, Φιλόδημου.
Παλατινή Ανθολογία, V.5, Στατύλλιου Φλάκκου.
Λουκιανού, Λούκιος ή όνος, 51.8, εκδόσεις Κάκτος.
Παλατινή Ανθολογία, ΧΙ.287, Παλλαδά.
Παλατινή Ανθολογία, V.128, Μάρκου Αργεντάριου.
Λεξικόν Σουίδα.
Παλατινή Ανθολογία, VΙ.162, Μελέαγρου.
Παλατινή Ανθολογία, ΙΧ.15, Αδέσποτον.
Μάξιμου Πλανούδη, Ανθολογία Επιγραμμάτων, 209, εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα.
Παλατινή Ανθολογία, V.165, Μελέαγρου.
Παλατινή Ανθολογία, V.166, Μελέαγρου.
Παλατινή Ανθολογία, V.7, Ασκληπιάδου.
Πλουτάρχου, Περί αδολεσχίας, 513.F, εκδόσεις Κάκτος.
Ακκισμός = επίπλαστος τρόπος, ψευδοσεμνοτυφία. Ο Μελέαγρος σχολιάζει ως παιγνιώδη τον τρόπο
με τον οποίον ο ποιητής της Ιλιάδας χειρίζεται την εξέλιξη του έπους και την μοίρα των ηρώων του,
“φίλα παίγνια” στο πρωτότυπο.
Παλατινή Ανθολογία, V.197, Μελέαγρου.
Παλατινή Ανθολογία, V.8, Μελέαγρου
Παλατινή Ανθολογία, VΙΙ.666, Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως.
Μουσαίου, Τα καθ Ηρώ και Λέανδρον. Τα αποσπάσματα του ποιήματος που ακολουθούν, είναι σε
μετάφραση του Σίμου Μενάρδου, από το 1911.
“λύχνον, έρωτος άγαλμα”, στο πρωτότυπο.
Παλατινή Ανθολογία, V.263, Αγαθίου σχολαστικού.
Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις, ΙΙ.4.2. Ο τάφος της Λαίδας παριστάνεται και σε νομίσματα
Κορινθιακά του 200 μ.Χ.
Παλατινή Ανθολογία, VΙΙ.219, Πομπήιου νεώτερου.
Αθήναιου, Δειπνοσοφιστών, 13.46.e.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Γεννήθηκα το 1966 στην Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένω. Ωστόσο, σαν παιδί έζησα και σε άλλες πόλεις όπως στη Λάρισα, όπου μάλιστα σπούδασα στο ΤΕΙ (Σχολή Τεχνολόγων Γεωπονίας, τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής).
Εργάζομαι ως ιδιωτικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία. Η ενασχόλησή μου με τον γραπτό λόγο είναι ερασιτεχνική, δεν έχω δημοσιεύσει κάτι, μόνον μία ιδιωτική έκδοση ποιημάτων προ ετών …