Ομιλία σε διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε σε ένα παγκόσμιο φόρουμ για τη λογοτεχνία στο Μόναχο, στις 22 Μαρτίου του 1992.

Αγαπά ο κόσμος τη λογοτεχνία; Πιθανόν να μην είχαμε το δικαίωμα να θέσουμε αυτό το ερώτημα, που παραπέμπει στους φτηνούς διασκεδαστές της τηλεόρασης, όταν προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν μια στείρα συζήτηση, λες και, εν τω μεταξύ, δεν είχε τεθεί το ερώτημα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Είναι γνωστό ότι έχουν υπάρξει δύο αντίθετες μεταξύ τους -αλλά και ενάντιες στη λογοτεχνία- τάσεις.
Η λογοτεχνία, επομένως, γεννήθηκε μαζί με μια απάρνηση, με ένα εμπόδιο. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράταιρο, αν συλλογιστούμε λίγο, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση ταιριάζει στη λογοτεχνία, και μάλιστα με έναν τρόπο τελείως φυσικό. Άρνηση και λογοτεχνία είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Εν ολίγοις, η λογοτεχνία φαίνεται να καθοδηγείται περισσότερο από το διάβολο παρά από τους αγγέλους.
Ας δούμε τα πράγματα πιο απλά. Στη λογοτεχνία, δηλαδή στα πρώτα προφορικά ποιήματα, το θέμα συνήθως είναι η επιστροφή από κάποιο μακρινό ταξίδι, στα πέρατα του κόσμου, της ερημιάς ή του θανάτου.
Οι πρώτοι οδοιπόροι που επιστρέφουν από μακρινά ταξίδια, ήταν ουσιαστικά και οι πρώτοι συγγραφείς. Επιστρέφοντας στον τόπο τους, κατά τη διάρκεια του μοναχικού ταξιδιού, περιεργαζόντουσαν τα γεγονότα, ώστε κατά την εξιστόρησή τους να προκαλούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους ακροατές. Έτσι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού διαμόρφωναν τους διαλόγους, ζωντάνευαν τα γεγονότα αναδεικνύοντας κάποια και αποσιωπώντας κάποια άλλα και έκαναν πιο ζωηρά τα χρώματα.
Όμως, παρόλο που οι οδοιπόροι μετέφεραν τα γεγονότα, οι ήρωές τους ήταν πολύ μακριά. Αυτοί συνήθως έλειπαν, ήταν μονίμως πέρα, πέρα από τα σύνορα της χώρας και συνήθως πέρα από τη ζωή, δηλαδή νεκροί.

Έτσι, στις απαρχές της λογοτεχνίας η απώλεια και ο θάνατος είχαν τιμητική θέση. Η λογοτεχνία όμως δεν εισέβαλλε στο χώρο του θανάτου για να του υποκλιθεί ταπεινά αλλά ως ίση με αυτόν. Στο μεγαλειώδες ποίημα για τον Γκιλγκαμές, η λογοτεχνία αν και γνωρίζει την εξουσία του θανάτου, παίρνει παρόλα αυτά, το δικαίωμα να του εκφράσει μια μομφή. Ο Γκιλγκαμές ηττάται από το θάνατο, αλλά χάριν της λογοτεχνίας ένα μέρος του φεύγει, ξεφεύγει δηλαδή από το θάνατο. Είναι μια συμβατική λύση, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της εποχής μας. Τέτοιους συμβιβασμούς με το αδύνατο μπορεί να κάνει μόνο μια ανώτερη τέχνη.
Η λογοτεχνία συνεχίζει να τρέφεται από το θάνατο και τα παράγωγά του• τη νύχτα, τον ύπνο, τα όνειρα, τις τύψεις.
Η λογοτεχνία από τις απαρχές της συνδέθηκε με τη θυσία. Η Τροία ήταν το πρώτο της αίτημα σε αυτόν τον βωμό. Αργότερα εκατοντάδες γεγονότα, υποκείμενα, πρόσωπα και σκηνές, πριν θρέψουν τη λογοτεχνία πνιγήκανε στο αίμα και βούλιαξαν στο πένθος. Όταν ο Αλβανός ποιητής Fan Noli, μετέφρασε το «Βατερλό» του Ουγκώ, σημείωσε στο τέλος ότι μετά από αυτήν την τραγωδία, είχαμε τουλάχιστον μια παρηγοριά• αυτό το ποίημα δεν θα μπορούσε να είχε γεννηθεί χωρίς αυτήν.
Η λογοτεχνία συνήθισε έτσι να ζητά θυσίες. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο απαιτεί να θυσιαστούμε εμείς. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο εμείς πληρώνουμε το τίμημα.
Ο θάνατος, ο ύπνος, οι τύψεις όλα αυτά που παραπέμπουν στη νύχτα. Η νύχτα στη σχηματική ανθρώπινη σκέψη συνδέεται με την άρνηση. Αλλά καταλήγουμε σε αυτό τελείως επιπόλαια, χωρίς να σκεφτούμε πόσο τραγική θα ήταν η ζωή μας να δεν μεσολαβούσε η νύχτα. Φανταστείτε όλο το ημερολόγιο να ήταν μία μόνο μέρα δίχως τέλος. Κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει σκεφτεί να κάνει μια υποθετική μελέτη για τον ρόλο που έχει παίξει η νύχτα στον εξευγενισμό της ανθρωπότητας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση, το φρενάρισμα και τη διακοπή της, η επέλαση του κακού, των νευρώσεων και της ανθρώπινης τρέλας θα λάμβανε καταστροφικές διαστάσεις.
Η λογοτεχνία στην πρώτη της περίοδο δεν γνώριζε τίποτα άλλο παρά μόνο τους κινδύνους που απειλούσαν την ανθρώπινη ύπαρξη• τη λήθη, την ανυπαρξία. Οι αοιδοί τραγουδούσαν, οι άνθρωποι άκουγαν, μετά έρχονταν νέοι αοιδοί που τραγουδούσαν καινούργια τραγούδια, τα οποία πέθαιναν μαζί με αυτούς ή λίγο αργότερα. Η λογοτεχνία βίωνε έτσι λίγο πολύ τους φυσικούς κινδύνους όπως και η ανθρώπινη ύπαρξη.
Αργότερα θα ερχόταν αντιμέτωπη και με ένα νέο κίνδυνο που προέρχονταν από μια άλλη σφαίρα• από την κοινωνία και το κράτος. Απ’ ό,τι φαίνεται το θέατρο, λόγω της συγκέντρωσης των ανθρώπων στο κέντρο της πόλης, γέννησε αρχικά την ιδέα της λογοκρισίας.
Έτσι, η επίσημη λογοκρισία γεννήθηκε δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν και ήταν τόσο ισχυρή που προκάλεσε αρκετούς μπελάδες ακόμη και στους κολοσσούς, όπως ήταν οι μεγάλες τραγωδίες.
Η λογοκρισία συνδέεται με τη γραφή. Πριν την εφεύρεση της γραφής από τους Σουμέριους, ο έλεγχος της προφορικής ποίησης ήταν λειψός και επιπόλαιος. Έναν αντικομφορμιστή αοιδό το πολύ πολύ δεν θα τον καλούσαν να τραγουδήσει στις τελετές του πρίγκιπα και το θέμα έληγε εκεί.
Όταν εμφανίστηκε η γραφή στον ορίζοντα του παγκόσμιου πολιτισμού ήταν πραγματικά μια ασύλληπτη ταραχή.
Η γραφή ήταν ένας διττός μηχανισμός. Από τη μια άνοιγε νέους ορίζοντες στη λογοτεχνία, αλλά από την άλλη την πάγωνε, την σκότωνε, την μουμιοποιούσε.
Η λογοτεχνία στη νέα φάση της εξέλιξής της, σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες της, απαιτούσε εκ νέου από τους συγγραφείς ένα ακόμη βαρύ τίμημα. Απαιτούσε να παραδώσουν ένα κομμάτι του αυθορμητισμού τους, να καθυποτάξουν την σκέψη τους στην πένα, στο ζυγό και στους αυστηρούς κανόνες του συντακτικού. Να μην μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα στην κάθε νέα μέρα του θεού, σύμφωνα με την ψυχική τους κατάσταση. Η γραφή αποτελούσε διττό έλεγχο. Έλεγχο της συνείδησής τους, με την ευθύνη απέναντι στην εποχή τους, και επίσημο έλεγχο.
Η ιστορία της γραφής ήταν κυρίως η ιστορία των κινδύνων που διέτρεχαν οι συγγραφείς.
Μερικές σύγχρονες εκφράσεις που συνδέονται με αυτό, όπως «αυτό το λογοτεχνικό έργο μπορεί να σε κάψει» ή «να πέσει σαν κατάρα στο κεφάλι σου» γίνονται εκπληκτικά ξεκάθαρες, αν σκεφτούμε τις πήλινες πλάκες πάνω στις οποίες οι Σουμέριοι έγραφαν τις σκέψεις τους. Όταν έβγαζε τις ψημένες πλάκες από το φούρνο χωρίς προσοχή, ο συγγραφέας μπορούσε να κάψει τα χέρια του. Ή ένα λογοτεχνικό έργο, ας πούμε ένα μεγάλο διήγημα, θα μπορούσε να έχει τοποθετηθεί στο γραφείο του συγγραφέα σαν τείχος και μια μέρα είτε λόγω της απρόσεκτης τοποθέτησης των πλακών είτε λόγω κακού ψησίματος, είτε εξαιτίας ενός σεισμού, ο τείχος μπορούσε να πέσει και να πλακώσει τον συγγραφέα.
Όμως όπως κάθε τι πρωταρχικό, έτσι και αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απλοί κίνδυνοι, σε σύγκριση με αυτά που θα ακολουθούσαν αργότερα. Και αργότερα θα ακολουθούσε η φρίκη που είναι γνωστή σήμερα.
Η φυγή του Αισχύλου από την Αθήνα θα άνοιγε το δρόμο των μεγάλων διώξεων. Ο Αισχύλος και ο Όμηρος ήταν οι μεγαλύτεροι συγγραφείς της ανθρωπότητας μέχρι τον πέμπτο αιώνα. Έτσι, εν ολίγοις, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. (Λέω, εν ολίγοις, διότι δεν εξαιρείται η δυνατότητα που είχε ο Όμηρος ως κινούμενος ραψωδός να κινείται τόσο πολύ, που για αυτόν η λέξη «αναχώρηση» να μην έχει καμία σημασία.)
Η αναχώρηση ή η δίωξη των συγγραφέων συνδέθηκε έτσι με τη λογοτεχνία, εισχώρησε ας πούμε στον γενετικό της κώδικα πολύ νωρίς. Όμως, η φυγή υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια των αιώνων. Ενώ η εποχή όδευε προς τον εξευμενισμό, η στάση απέναντι στη λογοτεχνία εξαγριωνόταν.
Η φυγή του Οβίδιου από τη Ρώμη μάς φαίνεται ίσως πιο συμπονετική, διότι σε αντίθεση με τον Αισχύλο, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο για την απόφαση της φυγής έπαιξε η απογοήτευση τού συγγραφέα, ο πρώτος εκδιώχθηκε από την πολιτεία. Με τον Οβίδιο ξεκίνησε η εξορία των συγγραφέων με τη σύγχρονη έννοια της λέξης.
Στην περίπτωση του Οβίδιου έχουμε όλα τα δείγματα του επερχόμενου ολοκληρωτισμού• την τιμωρία χωρίς σαφή αιτία. Δηλαδή αυτού του είδους την καταπίεση του ολοκληρωτικού καθεστώτος, όταν ούτε εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί σε κατηγορούν. Αυτός ο ανεξήγητος τρόμος, αυτό το τυφλό χτύπημα θα γίνει ένας από τους κυρίαρχους μηχανισμούς του φόβου κατά τη διάρκεια του εικοστό αιώνα, μέχρις ότου ο κομμουνισμός, αφού πρώτα τελειοποίησε αυτόν τον μηχανισμό, ίδιο με αυτόν που περιγράφει ο Κάφκα, καταρρεύσει μαζί με αυτόν.
Με τη φυγή τους, οι μεγάλοι συγγραφείς από τον Αισχύλο μέχρι το Δάντη, φαίνεται σαν να έψαχναν με κάποιον τρόπο να επιστρέψουν στο μέρος, στο κλίμα, στο χάος από όπου ξεκίνησε η λογοτεχνία. Με άλλα λόγια, ήθελαν να δοκιμάσουν μια δική τους διαφορετική κατάσταση, έναν ημιθάνατο για να μην πούμε απλά θάνατο. Ήταν, ίσως, μια εσωτερική εντολή της τέχνης, μια μεγάλη ιεροτελεστία, που προέτρεψε τον Δάντη, πριν ξεκινήσει να περιγράφει το ταξίδι προς την κόλαση, να απομακρυνθεί με κάποιον τρόπο από τη ζωή.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι μέχρι τον Δάντη, οι συγγραφείς, ακόμη και σε περίπτωση κακοτυχίας, αντιμετωπίζονταν γενικά σαν ένα ανώτερο είδος. Οι δικτάτορες που ήρθαν αργότερα κατάλαβαν ότι για να τους χτυπήσουν καλύτερα, έπρεπε να τους υποβιβάσουν. Έτσι έγινε συνήθεια αυτό που παλιά φάνταζε απίστευτο: η φυλάκιση των συγγραφέων, ο εγκλεισμός σε κοινά κελιά, η εξορία, η ατίμωση, η μετακίνηση με τρένα από το ένα κέντρο κράτησης στο άλλο, η αναμόρφωση τους μέσω της εργασίας, κτλ.
Το κομμουνιστικό καθεστώς περισσότερο από κάθε άλλο καθεστώς πήρε πολύ στα σοβαρά τον πόλεμο ενάντια στη λογοτεχνία. Ο Κομμουνισμός και η πραγματική λογοτεχνία δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η αρνητική στάση απέναντι στη λογοτεχνία δεν είναι μια μεταγενέστερη παραμόρφωση. Βρίσκεται στο dna του Κομμουνισμού. Οι συγκεκριμένες παράγραφοι του Μαρξ που αναφέρονται στην αρχαία λογοτεχνία ή στο Σαίξπηρ δεν είναι παρά ένα άλλοθι για να καλύψουν τα μετέπειτα εγκλήματα. Στην σύλληψή του για τον μελλοντικό κόσμο δεν υπάρχει χώρος για τη λογοτεχνία. Το άρθρο πλατφόρμα του Λένιν «Η λογοτεχνία του κόμματος και η οργάνωση του κόμματος» είχε τόσο βάρβαρες συνέπειες, όσες θα μπορούσε να έχει και υπό την υπογραφή του Τζένγκις Χαν. Αλλά από το άρθρο του Λένιν, στις εκτελέσεις του Στάλιν, το παθολογικό μίσος του Μάο για τους συγγραφείς, μέχρι τον Πολ Ποτ της Καμπότζης που εκτελούσε τόσο αυτούς που έγραφαν βιβλία όσο και αυτούς που τα διάβαζαν, η στάση απέναντι στη λογοτεχνία συνδέεται σαν ένα κόκκινο νήμα.
Ο ολοκληρωτισμός αντιλήφθηκε, παρόλα αυτά, ότι η καταστροφή της λογοτεχνίας δεν μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον φόβο. Αντιλήφθηκε ότι όχι η εξάλειψη αλλά ο αυτοεκμηδενισμός της λογοτεχνίας θα ήταν η οριστική λύση του προβλήματος.
Ο ολοκληρωτικός κομμουνισμός ξεκίνησε έτσι μια από τις πιο εγκληματικές δράσεις του• το θάψιμο της λογοτεχνίας από τους ίδιους τους συγγραφείς. Αυτολογοκρισία, αυτή η αιώνια ασθένεια, με την οποία η λογοτεχνία είχε έρθει αντιμέτωπη και παλιότερα και που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την είχε ξεπεράσει• ο κομμουνισμός πάλεψε για να επαναφέρει την πανούκλα.
Και ως ένα σημείο τα κατάφερε. Χιλιάδες συγγραφείς, κατά βάση μέτριοι, περικύκλωσαν από κάθε πλευρά το ναό της λογοτεχνίας. Ο αριθμός τους αυξανόταν κάθε μέρα, σε τέτοιο βαθμό που ο αριθμός των πραγματικών συγγραφέων, αυτών που προσπαθούσαν να κρατήσουν αναμμένο το «άγιο φως» όλο και μίκραινε.
Ποτέ πριν η λογοτεχνία στον μισό κόσμο δεν είχε να παλέψει με μια τέτοια απειλή. Οι συγγραφείς μοιράστηκαν έτσι στα δύο• σε αυτούς που πρόδωσαν το ναό και σε αυτούς που παρέμειναν πιστοί. Η θεϊκή ερώτηση της Γέννησης που μπορούσε να τεθεί στους συγγραφείς «τι έκανες εσύ Αδάμ;» θα έχει σε αυτή την περίπτωση δύο απαντήσεις. Πρώτη: εγώ υπάκουσα στους νόμους του κομμουνισμού. Δεύτερη: εγώ συνέχισα να γράφω κανονικά σαν να μην υπήρχε ο κομμουνισμός.
Έχει ειπωθεί και άλλες φορές, το να σκέφτεσαι φυσιολογικά στον τρελό κόσμο του κομμουνισμού συνιστά ένα πρώτο βήμα, το να μιλήσεις φυσιολογικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ηρωικό.
Ο κομμουνισμός κατέρρευσε χωρίς να φέρει εξολοκλήρου εις πέρας το κακό του όνειρο. Φτάνουμε στο τέλος αυτής της χιλιετίας χωρίς αυτόν. Η λογοτεχνία υπάρχει εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Η πρώτη χιλιετία ήταν πλούσια και γεμάτη φως. Η δεύτερη για κακή της τύχη ήταν πενιχρή. Φάνηκε ότι η ανθρωπότητα ήθελα να την εξαφανίσει για κάποιον καιρό, μέχρι που ήρθε η τρίτη χιλιετία, αυτή που διανύουμε, η οποία αναγέννησε ξανά τη λογοτεχνία. Ας ελπίσουμε η τέταρτη να μην επαναλάβει, στο σχήμα μιας θανάσιμης συμμετρίας, τη δεύτερη.

(πρωτοδημοσιεύηκε στην Παρέμβαση, τχ.180-181, απρίλιος-αύγουστος 2016)