`
Μάνος Ελευθερίου, ΓΙΑ ΠΟΙΑΝ ΙΘΑΚΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ

Για ποιάν Ιθάκη και ποιο τέρμα μου μιλάς.
Ό,τι ονειρεύτηκες ποτέ δεν το πουλάς.
Για ό,τι αγωνίστηκες θα τό ‘βρεις στα χαλάσματα.
Καινούργιος κόσμος θα ‘ναι μόνο τα φαντάσματα.

Πέτρες θα τρώμε και θα ζούμε σε σπηλιές.
Δεν θα υπάρχουνε πουλιά, μήτε φωλιές.
Θα υπάρχει μόνο μοναξιά, τρομοκρατία
και μια Ιθάκη βουλιαγμένη πολιτεία.

Θα ζεις με τέρατα, με ψάρια και ναυάγια,
Και μιας θρησκείας τους ανθρώπους της για σφάγια.
Δεν θα υπάρχει μήτε φως, μήτε σκοτάδι.
Αυτός ο κόσμος θα ‘ναι ίδιος με τον Άδη.

Ετοιμαζόταν από χρόνια το Κακό.
Κανείς δεν είδε κάτι το σημαδιακό.
Όσοι μιλούσανε σωστά τους κοροϊδεύανε.
Γίνανε στόχος των ληστών. Τους σημαδεύανε.

Κι εσύ μιλάς για μιαν Ιθάκη ουτοπία.
Κουφέτα γάμου, τα γαλάζια της τοπία.

Για την Ιθάκη έχει γράψει κι ο Καβάφης.
Εσύ τι θέλεις τους μπελάδες για να γράφεις.
Άστον Αυτόν, εκεί που ζει μαρμαρωμένος.
Για Επανάσταση μιλάς αν είσαι ξένος.
Γιατί Επανάσταση είν’ η Ιθάκη που ζητάς.
Για όσα χάρισες και πήρες και χρωστάς.

`

*
Μάνος Ελευθερίου, ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΠΙΝΕΙΣ
Πάνω στην κόκκινη κουβέρτα
ρίχνεις πασιέντζες μοναχή
και ξαναρχίζεις την κουβέντα
με τη χαμένη σου ψυχή.

Κι ένας ρεμπέτης στρατηλάτης
λεν τα χαρτιά σου πως θαρθεί
σα νικημένος τρομοκράτης
μπροστά σου να προσευχηθεί.

Το δηλητήριο που πίνεις
είναι για σένα γιατρικό.
Κι όπως τη χρήση ασπιρίνης
το ‘χει η καρδιά σου εφεδρικό.

Το φόρεμά σου στην κρεμάστρα
μυρίζει πεύκο κι εξοχές
κι όλο ξηλώνει χάντρα χάντρα
σε κάθε στάλα απ’ τις βροχές.

Κι ούτε σου βγαίνουν οι πασιέντζες
κι ούτε κανείς τηλεφωνεί
και μόνο μέσα απ’ τα τραγούδια
ακούς ερωτική φωνή.
`
*
Μάνος Ελευθερίου, Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΟΝΙΑΔΩΝ

Μια νύχτα σκοτεινή
που κλαίγαν οι βοριάδες
εβγήκαν τρεις φονιάδες.
Να βρουν ητν αφορμή
και να πληρώσει ο φταίχτης
για το κακό της Πέμπτης.

Τους βγήκε ρετσινιά
πως σπάσανε μια θύρα
και δέσανε μια χήρα.
Και χάθηκαν λεφτά
που φύλαγε στο στρώμα
με την ψυχή στο στόμα.

Και πήραν τον παπά,
το δάσκαλο το Φώτη
-του Κόσμου τα Διότι-
και μπρος στο ιερό
γονατιστοί μπροστά τους
λεν τα πατερημά τους.

Και βάζουνε γραφιά
το διάκο να συντάξει
το “Πρακτικό” με τάξη.
Πως έφταιξε ο βοριάς
που φύσηξε τη νύχτα
και πήρε τόσα σπίτια.

Λοιπόν, εις το εξής
να πάψουν οι χαφιέδες
μέσα στους καφενέδες.
Και μη συκοφαντεί
ως ο καθένας βλέπει
φονιάδες καθώς πρέπει.
`
*
Λίνα Νικολακοπούλου, ΕΘΝΟΣ ΜΟΥ ΕΞΑΙΡΕΤΟ

Τελικά δημοκρατία
Έχει μόνο η Ελβετία
Όλοι οι άλλοι λέμε λόγια
Και κοιτάμε τα ρολόγια

Πότε να σχολάσουμε
Πόσα να χαλάσουμε
Ποιους να ξεγελάσουμε
Την καλή να πιάσουμε

Όπως είναι ο λαός του
Έτσι είναι και ο αρχηγός του
Έτσι είναι ο κάθε τόπος
Και ο δικός μας όπως όπως

Τελικά δημοκρατία
Έχει μόνο η Ελβετία
Όλοι λέμε άλλα
Κι έξω στέλνουμε τη μπάλα

Έθνος μου εξαίρετο
Της βουλής το αυθαίρετο
Πες μου που το δήλωσες
Κι άγρια μας ξήλωσες

Τελικά δικτατορία
Ειν’ τα δάνεια τα θηρία
Κι η Ευρώπη πάει πάσο
Σφάξε με αγά ν’ αγιάσω
`
*
Θοδωρής Γκόνης, ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΧΑΚΗ

Των αρχαγγέλων τα φτερά
Του κόσμου το δευτέρι
Της Μεσογείων η συμφορά
Μια μέρα μεσημέρι

Το ήθος μου το φρόνημα
Και το βαθύ μεράκι
Κι αυτό τ’ αρχιτεκτόνημα
Εκεί στην Κατεχάκη

Τι να σου πρωτοθυμηθώ
Και τι να τραγουδήσω
Όλα καρδιά μου γίνανε
Για να σε συναντήσω

Οι εμμονές μου οι σκιές
Η αρρώστια, η Σωτηρία
Οι ελεγείες οι σάτιρες
Η ομοιοκαταληξία

Αυτός ο υπόγειος σταθμός
Ο κόμβος το κουμπάκι
Το δαχτυλίδι κι ο ουρανός
Επί της Κατεχάκη

Τι να σου πρωτοθυμηθώ
Και τι να λησμονήσω
Όλα καρδιά μου γίνανε
Για να σε συναντήσω.
`
**********************************************************
Πρόκειται για έργο για πιάνο και φωνή, για επτά καινούργια τραγούδια που μελοποίησε ο Σ. Ξαρχάκος σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Θοδωρή Γκόνη και της Λίνας Νικολακοπούλου.

Τα τραγούδια ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης, δίνοντας τους ένα ειδικό βάρος, ενώ στο πιάνο τον συνοδεύει ο Νεοκλής Νεοφυτίδης.

Την έκδοση κοσμούν έργα του ζωγράφου Γιώργου Ρόρρη.

`
**************************************************

Τούτος ο τόπος είναι ένας βράχος
σαν σπαθί κοφτερός που σοφός ο καιρός
θα τον κάνει τραγούδι μια μέρα
και θαρθούν εποχές που οι φτωχές μας ψυχές
το σκοπό του θʼ ακούν στον αγέρα

Νίκος Γκάτσος

Θεωρῶ ὅτι ὁ κάθε τόπος ἒχει τό δικό του «Τσερνόμπιλ».
Τρέμω μέ τήν ἰδέα ἑνός ἐφιαλτικοῦ σχεδίου ἀφανισμοῦ τῆς πολιτιστικῆς κοινότητας τῶν ἐθνῶν.
Στή χώρα μας συνέβη πρίν κάποια χρόνια.
Ἒτσι μεταλλάχθηκε ὁ πολιτισμικός ἱστός τῆς χώρας
καί τό pH τῆς κοινωνίας.
Ἒκτοτε ἀκολούθησαν πολιτικές τερατογεννέσεις.
Τελευταῖα ἀσχολοῦνται μαζοχιστικά μέ τό πρωτογενές πλεόνασμα.
Κανέναν δέν ἒχω ἀκούσει νά ψελλίζει ἒστω καί μιά λέξη γιά τό πρωτοφανές πνευματικό ἒλλειμμα.
Μιά τηλεορασόπληκτη κοινωνία «ἐπιβιώνει πνευματικά» χωρίς
νά ἒχει καταλάβει ὅτι ἒχει μεταμορφωθεῖ σέ ζόμπι.
Κάποτε ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος γιά νά ἀναγνωρίσει
τήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ λαοῦ μας θά πρέπει νά ἀνατρέξει
στίς μετρήσεις τηλεθέασης.
Καί τά παιδιά;
Ἄφρονες Ἕλληνες, παράφρονες πολιτικοί, δέν ἀφουγκράζεστε
τήν ἀγωνία καί τήν ὀργή τους;
Καί ὅλα αὐτά ἐν ὀνόματι μιᾶς ἐπικίνδυνης οὐτοπίας: τῆς ἐξουσίας, ὅποιας ἐξουσίας. Νά τή χαίρεστε.
Ὃμως: ἡ πολιτική εἶναι ἓρμαιο τοῦ χρόνου.
Ἡ δημιουργική τέχνη εἶναι ἄχρονη.
Καί γιά νά τελειώνουμε: ὁ Παπανδρέου πέθανε, ὁ Βαμβακάρης ζεῖ.

Σταῦρος Ξαρχάκος
Ἀθήνα, 30 Μαΐου 2017