ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΚΤΗΝΗ

Μέθυσε, κλάψε στο τρένο,
ρίξε τα κόκκαλα σου σε τοίχους.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Ούρλιαξε, χτύπα τα μαξιλάρια,
αγκάλιασε τα μαξιλάρια για να σε βρει ο ύπνος.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Μίσησε τον Θεό, προστάτευσε τον Θεό•
και τα δύο ταυτόχρονα αν θες.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Μην πεθάνεις προσπαθώντας να φτάσεις ένα χέρι
που κάποτε ήταν εκεί.

ΧΑΡΤΗΣ

Ούτε για φλόγες θα χρειαστεί να ψάξεις,
ούτε για επιγραφές που εξορίζουν την ελπίδα.

Είναι αρκετά πιο απλό:
Καθετί όμορφο θα σε πονάει.

Καταλαβαίνεις, καρδιά μου;
Την πρώτη φορά που θα φοβάσαι να κοιτάξεις τη θάλασσα.
Τότε θα ξέρεις ότι έχεις φτάσει.

ΕΡΑΣΤΩΝ

Να με πείσεις. Ότι δεν υπάρχει τίποτα
έξω απ’ αυτό το δωμάτιο.

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΤΕΡΑΤΟΣ

Τόσοι άγγελοι πληγωμένοι
κι εγώ τούς βλέπω να ματώνουν.
Τους λέω όμορφα λόγια πού και πού
κι ύστερα τούς βλέπω, να ματώνουν.

Δεν δένω τις πληγές τους.
Οι άγγελοι νομίζουν θα τις δέσω (όμορφα λόγια)
μα το δέρμα τους με καίει από το Φως και

το αίμα που κυλά
θυμίζει το δικό μου.

Παίρνω ένα μολύβι. Ένα τετράδιο.
Και περιγράφω τις πληγές τους.
Γράφω για τις πληγές τους. Ενώ το αίμα τρέχει•
οι άγγελοι έχουν χάσει το χρώμα τους τώρα, κι εγώ περιγράφω.

Γιʼ αυτό, ξέρω τι να περιμένω όταν.
Θα καίγομαι για πάντα.

Θεέ μου, έχεις ξεκινήσει ήδη.

Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ

Και ποιος σου λέει ότι ο Δάντης
δεν της έφερε κρυφά τον Θάνατο;
Ν’ αφουγκράζεται ο Ποιητής
για πάντα τον Παράδεισο
μέσα απ’ τη σιωπή της.

Και ποιος σου λέει ότι τα έντομα
δεν συναντάνε τον Θεό
πριν τα κάψει η λάμπα;
Κι ότι για τα έντομα
δεν αξίζει;

Σ’ έναν μου εφιάλτη, το αεροπλάνο έπεφτε.
Θα πέθαινα. Μήπως πέθανα και τώρα-
Θα πέθαινα. Και τα ερωτηματικά ήταν εκεί, μα
δεν άφηνα τη ζωή να τελειώσει έτσι.

Ενώ το αεροπλάνο έπεφτε,
μια τελεία, ξανά και ξανά,
η ίδια τελεία, ξανά και ξανά,
έπνιγε όλα τα ερωτηματικά.

“Έχω αγαπήσει.
Έχω αγαπήσει.
Έχω αγαπήσει.”

STILL

Από τα μικρά πράγματα. Απʼ αυτά το καταλαβαίνεις.
Μοιράζεται το ποτήρι της μαζί σου
και είναι ξεκάθαρο: Το γούστο της στο κρασί, ακόμα φριχτό

μα εσύ το αρπάζεις λαίμαργα•
μπορείς να τη γευτείς ξανά, για λίγο,
στην άκρη του γυαλιού.

AGHOSTʼSNIGHTS

Εκείνη, κάθε βράδυ, ρωτούσε.
Εκείνος, κάθε βράδυ, πίσω της σιωπούσε.

Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο απαλό
έναν τρόπο που δεν θα την τρομάξει

έναν τρόπο – να πει ξανά το όνομα της.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Αλέξης Αντωνόπουλος γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Διεθνείς Σχέσεις στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, Υποκριτική στο Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου Lee Strasberg στη Νέα Υόρκη, και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Έχει δουλέψει σε Κινηματογράφο και Τηλεόραση ως ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη. Από το 2012 αναλαμβάνει τις προωθητικές ενέργειες για διεθνείς εταιρείες από τους χώρους του Κινηματογράφου και των Video-Games.
Βιβλία/projectsτου: Σκοτάδι (Ars Poetica, 2013), Καπνίζοντες και Μη Καπνίζοντες (συλλογικό, Vakxikon, 2014),Εδώ (εκτός εμπορίου, Πασιφάη, 2015), Waiting (urbanproject, 2016-).
Για περισσότερα ποιήματα του, μπορείτε να επισκεφτείτε το site