ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)
Τη ζωή λατρεύουμε

Και τη ζωή λατρεύουμε, όπου μπορούμε
Στους τάφους ανάμεσα δύο μαρτύρων χορεύουμε,
Ανάμεσά τους αντί για μενεξέδες φοίνικες φυτεύουμε
Ή υψώνουμε ένα μιναρέ.
Τη ζωή λατρεύουμε, όπου μπορούμε
Και του μεταξοσκώληκα κλέβουμε την κλωστή
Έναν ουρανό για μάς να ξεδιπλώσουμε
Και την αναχώρηση να περιφράξουμε.
Την πόρτα του κήπου ανοίγουμε
Ως μέρα ομορφότερη το γιασεμί να ξεχυθεί στους δρόμους.
Τη ζωή λατρεύουμε, όπου μπορούμε
Όταν κάποτε ηρεμούμε, σπέρνουμε γοργά φυτά που μεγαλώνουν
Όταν κάποτε ηρεμούμε, θερίζουμε έναν νεκρό.
Φυσούμε στον αυλό το χρώμα του μακρινού Απόμακρου
Ζωγραφίζουμε στου δρόμου τη σκόνη ένα γέλιο
Και τʼ όνομά μας γράφουμε πέτρα την πέτρα –
Κεραυνέ, φώτισε για μάς τη νύχτα, λίγο φώτισέ την.
Τη ζωή λατρεύουμε, όπου μπορούμε.

*

Όπως όλοι ταξιδεύουμε

Όπως όλοι ταξιδεύουμε, όμως πουθενά δεν επιστρέφουμε.
Σα νά ʼταν το ταξίδι δρόμος των νεφελών. Στη σκιά του, ανάμεσα
στα κούτσουρα των δέντρων θάψαμε τους αγαπημένους μας,
είπαν οι γυναίκες μας : αιώνες κι αιώνες γεννιέται
απʼ τα λαγόνια μας, έτσι που στην ώρα μιας πατρίδας,
σʼ ένα μέτρο αδυνάτου, να το ολοκληρώσουμε.
Ταξιδεύουμε με τα σκεπασμένα αμάξια των ψαλμών, κοιμόμαστε
στων προφητών τη σιωπή, καταγόμαστε από τη λέξη των γύφτων.
Μετράμε το χώρο με το μισάνοιχτο στόμα του σκοτωμού
ή τραγουδάμε απʼ την απόσταση να παρεκκλίνουμε,
πλένουμε το φεγγαρόφως.
Ο δρόμος σου μακρύς, ονειρέψου λοιπόν εφτά γυναίκες,
αυτόν το δρόμο το μακρύ να υπομείνεις με τα χέρια σου.
Τίναξε γι αυτές τους φοίνικες, τα ονόματά τους να μάθεις
και από ποιά μάνα θα γεννηθεί το παιδί απʼ τη Γαλιλαία.
Μια πατρίδα έχουμε από λέξεις. Μίλα, μίλα, το δρόμο μου
με πέτρα πάνω στην πέτρα να στρώσω,
Μια πατρίδα έχουμε από λέξεις. Μίλα, μίλα, το τέλος
τούτου του ταξιδιού να αντικρίσουμε.

`

*************************************************

ΑΜΠΝΤΕΛΑΤΙΦ ΛΑΑΜΠΙ
(Μαρόκο)

Τα όνειρα έρχονται για να πεθάνουν στο πλευρό μας

Το ένα πίσω απʼ τʼ άλλο
έρχονται τα όνειρα για να πεθάνουν στο πλευρό μας.
Έχουν συνεννοηθεί
κι από παντού καταφθάνουν
για να πεθάνουν απʼ αυτό το πλευρό,
όπως οι ελέφαντες στο νεκροταφείο τους.
Ζω τις τελευταίες τους συσπάσεις
και δεν μπορώ ούτε καν ένα ποτήρι νερό να τους προσφέρω.
Τα παρατηρώ για πρώτη φορά και τελευταία
πριν τα τυλίξω στο νεκροσέντονο των λέξεών μου
και τα τοποθετώ σε μια βαρκούλα
που άλλοτε ήταν η κούνια τους.
Το ρεύμα τʼ απαγάγει
και μου τα επιστρέφει για λίγο
σαν να μην ήταν εκεί το ανοιχτό
αλλά εδώ στο πλευρό μου.

`

***************************************************

ΝΑΖΙΚ ΑΛ ΜΑΛΕΪΚΑ
(Ιράκ)

ΕΓΩ

Η νύχτα ρωτά, ποιός είμαι ;
Είμαι το ανήσυχο, βαθύ, μαύρο μυστικό της,
το ανυπότακτό της, η σιγή της
Με γαλήνη έχω σκεπάσει την ουσία μου
Κι αφήνω την καρδιά μου να ντυθεί ζεστά μʼ αμφιβολία.
Περίμενα με βλέμμα ασάλευτο στο σημείο
Στο θέαμα βυθισμένος, που το βερνίκι των καιρών με ρώτησε
Παραβολή τίνος είμαι ;

Ο άνεμος ρωτά, ποιός είμαι ;
Το μπερδεμένο του πνεύμα, που οι καιροί εξορίζουν,
Του μοιάζω, πουθενά δεν βρίσκομαι
Ασταμάτητα προχωράμε
Και ακούραστα τραβάμε παντού από κείθε
Κι όταν στη στροφή φθάνουμε
Κοντά μοιάζει το τέλος τής βαριάς αυτής μοίρας
Πάλι από την αρχή λοιπόν : Κενό !

Η μοίρα ρωτά, ποιός είμαι ;
Της μοιάζω – ένας γίγαντας – και πετώ μέσʼ απ΄ τους καιρούς
Τους χαρίζω, παλιννοστήσασα, καλόκαρδα την ανάσταση
Δημιουργώντας το παρελθόν κι ας είναι τόσο απόμακρο
Από γλυκιά ελπίδα τροφής μαγεμένης
Και τότε επιστρέφω να την κηδέψω
Να φτιάξω για μένα ένα νέο χθες
Που το πρωί του θα κουδουνίσει : Παγωνιά !

Ο εαυτός ρωτά, ποιός είμαι ;
Του μοιάζω και ακέφαλος κοιτώ το σκοτάδι αυτού του κόσμου
Τίποτα δεν ευτύχησα απʼ όσα η ειρήνη μού προσφέρει
Κι αυτό που επιθυμώ -η απάντηση-
Μετατοπίζεται απʼ την αυταπάτη.
Σταθερά πιστεύω πως πλησιάζει
Κι όμως όταν θελήσω στο άσυλό της να καταφύγω,
Τήκεται, σβήνει, χάνεται !

`

******************************************

ΣΑΡΙΦ ΕΛ ΜΟΥΣΑ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)
Παράθυρο στη Νύχτα

Λαμπρό, ολόγιομο σχεδόν
Φεγγάρι
Το ασημοφώς του λάμπει
Σε ουρανό ανατολικό
Πάνω από τέσσερα εκατομμύρια σπιτικά.
Ίδιο είναι φεγγάρι
Μʼ εκείνο που στερέωσε ο σοφός Θώθ ;
Μα τούτο μοιάζει τη μοναξιά
Να μη στέργει.
Το δίσκο της δορυφορικής
Από στιγμή σε στιγμή
Θα καβαλήσει, -Μια αγκαλιά.
Του γείτονα ο σκύλος αλυχτά.
Συνήθιζε η βάβω μου να λέει
Πως μπαίνει σε μπελάδες η φαμίλια
Καθώς σημαίνει του σκύλου
Το μακρόσυρτο αλύχτισμα.
Δύσκολο κανείς να συμφωνήσει
Με λαμπικαρισμένο τέτοιο ουρλιαχτό.
Το τρένο,
Λες και σέρνει
Τους απέραντους γόους της πόλης,
Αγκομαχά ένα τάφο
Σφύριγμα που ακούγεται παντού.
Μα είναι τραβηγμένες πια οι κουρτίνες
Στα περισσότερα παράθυρα των σπιτικών.
Το σιντριβάνι της πλατείας αποκοιμήθηκε.
Τʼ άνθη της περουβιανής Τζακαράντα
Μένουν ολότελα ασάλευτα στο νέο σπίτι.
Άνεμος δεν φυσά.
Ωθεί το νου ο κόσμος
Καθώς ρεύμα της οροφής τον ανεμιστήρα΄
Το ποίημα είναι αύρα.

`

************************************************

ΜΟΥΧΑΜΑΝΤ ΓΑΝΑΪΜ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)

Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Όταν ο θρήνος αποδρά απʼ τις ωχρές μας πόλεις
Τα βαμμένα με κάρβουνο Καφέ
Πικρά λοιδορώντας
Ο ήλιος τους αιωρείται σε διαλυμένες λαιμητόμους
Στου χαλαστή τον ουρανό
Αιωνιότητα

Θά ʼρθει σε μάς η θάλασσα με τʼ άσπρα της πανιά
Κόβοντας τον ορίζοντα σαν ξίφος που αστράφτει
Με λάμψη αρχέγονη

Η θάλασσα δέχεται τις φθινοπωρινές της ευλογίες
Ως οι ερωτευμένες θα καταγράψουν
Μʼ αόρατη μελάνη
Όπως ανθέμιο στα πορσελάνινα στήθη τους.

Πού η γοργόνα
Που κοντά με φέρνει στο βρυχηθμό που έχασα
Αιώνες πριν ;

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

Καλημέρα, πόνε.
Μέρα΄ γραφίδα΄ φωνή΄
Ύπνου αποσπάσματα
Στο μαξιλάρι

Να τα μαζέψω ξέχασα
Και το περιδέραιο τού παρασυρμένου ύπνου ξεχαρβαλώθηκε.

Ορθάνοιχτο το στόμα της
η ερημιά,
Η μαγεία της απόδρασης στη διαύγεια
τη στιγμή του πόνου.

Το χέρι του ποταμού πνίγεται μυστικά
κι η αγωνία προβάλλει
καθώς απομακρύνομαι.

Οι όχθες του πρωινού
πήραν στα μάτια μας του αίματος το χρώμαʼ
Το σύννεφο
επώδυνα από πάνω μας κοιμάται.

`

*************************************************


ΣΑΪΦ ΑΛ ΡΑΧΜΠΙ
(Ομάν)

Η ΛΑΜΠΑ

Η πληγή του παραθύρου, που κάθε μέρα βλέπω,
φωτίζει τη νύχτα
σαν ένας φανός, που φέγγει κάτω στα άπατα
βάθη
της πληγής του ανθρώπου

`

************************************************

ΓΑΖΙ ΑΛ ΘΙΜΠΑ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)

Η ΠΟΡΤΑ

ο άνεμος τις χάρες του θα σφραγίσει όταν στριφογυρίσει
στα δέντρα τού σήμερα
και λόγια εγώ θα πω

λόγια που μαζί με τα πουλάκια θα κοιμηθούν στον άνεμο
και ανάπαυση θα βρουν στους ημερήσιους πειρασμούς

και θα χρησιμεύσουν καθώς ορχείται ο πρώτος της απόλαυσής μας κρίνος
νυσταλέος ο ποιητής πίσω απʼ τα μάτια του ποιήματος
όμως αυτή η στιγμή της υπνηλίας
με λόγια θα χτυπήσει την πόρτα

`

***************************************************

ΙΜΑΝ ΜΙΡΣΑΛ
(Αίγυπτος)
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ

Όταν στέκομαι μπροστά σʼ ένα καλοφωτισμένο παράθυρο με θέα
που τα εσώρουχα των γυναικών ανθίζουν,
πάντοτε σκέφτομαι τον Μαρξ.

Η λατρεία του Μαρξ είναι το μόνο
που οι άνθρωποι είχαν κοινό,
που τους αγάπησα και
λίγο-πολύ
τους επέτρεψα, κάποια απʼ αυτά τα άγρια άνθη
απʼ το κεφάλι μου να κόψουν.

Μαρξ, Μαρξ
ποτέ δεν θα σε συγχωρήσω!

`

************************************************

ΓΑΣΑΝ ΖΑΚΤΑΝ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)

ΣΚΟΤΑΔΙ

Έχει μια τρύπα το σκοτάδι
με χώρο για ένα χέρι,
μαύρο, με πέντε δάχτυλα κι ένα μπράτσο

Έχει ένα σπίτι το σκοτάδι
στοιχειωμένο με νεκρούς
που ξαναθάβουν τα μυστικά τους ανάμεσα στις πλίνθους

Σκοτώνει το σκοτάδι τις φωνές
που απʼ τις πέτρες ρητορεύουν
που πνίγονται στις τσουκνίδες στου πηγαδιού τον πυθμένα

Και μια κραυγή
ένα αδυσώπητο ουρλιαχτό διαμαρτυρίας,
υψώνεται από τη σκοτεινή καρδιά του δάσους

ΣΧΙΣΜΗ

Οι μέρες μʼ αλάτι μοιάζουν απίστευτα
να ονειρεύονται ένα όνειρο που κάποιος άλλος ονειρεύτηκε.

Και, σαν ηθοποιοί
νεκροί στο τέλος μιας ατελείωτης τραγωδίας,

αλληλοκεντρίζονται και ξεκινούν ξανά,
όποτε θυμόμαστε :

τους χαμένους λόφους
βυθισμένους στη νάρκη τους΄

τα βουνά
να υψώνονται στη δύση΄

νεκροφόρες που διασχίζουν τη χώρα
μέρα νύχτα΄

την ακλόνητη πίστη
των νεκρών΄

χέρια που διαγράφονται στο σκοτάδι
ανεμίζοντας τις μνήμες τους΄

αιώνια αδελφοσύνη
που ποτέ δεν οδηγεί στη σοφία΄

λέξεις
εκτός τόπου.

Οι μέρες μʼ αλάτι είναι απίστευτα κακές
όπως η σπορά φαύλων σπόρων

εγκαταλειμμένες τώρα,
πεταμένες στην άβυσσο.

Και, καθώς για μια φορά ακόμη βαδίζουμε αργά,
( έχουμε κι άλλη επιλογή ; )

αυτές οι μέρες γλιστρούν πίσω μας
λησμονημένες για πάντα΄

όπως το σκούρο δέρμα μας,
όπως οι μάταιες προσπάθειες να κοιμηθούμε.

Έχουμε ονόματα και παρατσούκλια,
αρχαία σαν αιωνιότητα,

και η προφορά μάς προδίδει
ξένοι εδώ, πάντα.

Οι μέρες μʼ αλάτι είναι απίστευτες.
Όμως τώρα πια λίγο αξίζει
να τις θυμάται κανείς.

`

**************************************************

ΣΑΛΜΑΝ ΜΑΣΑΛΧΑ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)

ΡΩΤΑ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Τους ρώτησε το παμπάλαιο μονοπάτι:
Σεις που βαστάζετε στους ώμους σας
σανδάλια από φοινικόφυλλα κομμένα
για πού τραβάτε ;
Δεν βλέπετε πως έρχεται ίσια σε σάς
η έρημος μʼ όλα τα στολίδια της ;
Γιατί, μα την αλήθεια, αγωνίζεστε
πάνω μου να πατάτε με πόδια γυμνά ;
Βοήθεια καμιά΄ ο ιδρώτας σας
στάζει στο γοργό βήμα
προς μια fata morgana,
ούτε κι οι προσευχές σας
βοηθούν νά ʼρθει βροχή.
Τα χωλά βήματά σας
στους δρόμους μου μόλις με ψαύουν.
Ίχνη στο δέρμα μου δεν θʼ αφήσουν
άλλους να οδηγήσουν στον ποταμό.
Κι εγώ, μα την αλήθεια,
σιχάθηκα με τα χρόνια
την καταφρόνια σας για μένα. Γι αυτό,
αποφάσισα μʼ ελεύθερη μου βούληση
να εκμηδενιστώ
στις άμμους μου. Όμως ποιός
πίσω θα με ξαναφέρει
αν τη γνώμη μου αλλάξω ;

ΑΗΔΟΝΙ

Πριν αποκοιμηθεί τʼ αηδόνι
μετά τους τόσους κόπους της ημέρας
στο χείλος της κατάρρευσης
και με τις προσδοκίες για την αύριο
και τον ιδρώτα του
πλησιάζει και ρωτά τους κατοίκους της γειτονιάς
– γλυκοτραγουδώντας, καθώς μου φαίνεται,
για τα τελευταία νέα της χώρας.
Ίσως εύλογο λόγο αναζητά να βρει για τις εκρήξεις
στης Ιερουσαλήμ τους ουρανούς
όμως κανέναν δεν βρήκε να καταλαβαίνει αυτά που λέγονται.
Ούτε τον ακούραστο άραβα γείτονα του κάτω ορόφου
που σημασία καμιά δεν δίνει καθώς γρατζουνά
τα σπλάγχνα του αναζητώντας
μια νέα ερμηνεία του στίχου ουντ. Ούτε την εβραία γειτόνισσα
του πάνω ορόφου, που δεν βρήκε ακόμη
τους τόνους στο πιάνο της, ακούγοντας προσεχτικά,
κι άοκνα τούς μετρά.

Μα ούτε κι εμένα – τον αδαή.

`

**************************************************

ΟΥΑΛΙΝΤ ΧΑΖΝΑΝΤΑΡ
(Παλαιστίνη-Ισραήλ)

ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ

Μια πρόταση να μοιράσει
ολόιδια ο εαυτός του
δραπέτευσαν από μέσα του οι λέξεις φαίνεται

Τον οδηγείς, ευθεία,
ψυχρά, στις θέσεις :
είναι ολόιδιες

όλα είναι ίδια
μόνον εσύ, σαν φωτογράφος,
έμεινες απαράλλαχτη.

Μόνον εσύ τι είναι τριγύρω σου δεν πρόσεξες
Ολοένα και σκοτεινιάζεις
καθώς πηγαίνεις πέρα-δώθε
μέσα στη σύγχυση κοιτάζοντάς τον
κρυφά, όπως και όταν στρέφεσαι.

Φέρνουν τα ίδια γλυκά
και τον προσμένεις
Ακόμη μια φορά, απλώνει
το χέρι του, μετά από χρόνια
τρώει, έπειτα χαμογελά

Κάποια σωριάζονται.

Να τον δεις στο δωμάτιό του θα ʼπρεπε
ένα λευκό κιλίμι λαβωμένο από λουλούδι μοναχικό
τοίχοι γυμνοί
ένα παράθυρο, κλειστό από τότε,
μια κραυγή, ακόμη ηχηρή, βραχεία.
Έχει ορισθεί ό,τι ενεργείς,
όμως μην τον αφήσεις να δει τον κήπο πίσω απʼ το
παραθύρι του
Από κει απομάκρυνέ τον
σε περίπτωση που όλα τελειώσουν στη στιγμή και συ εξαφανισθείς !
Αδιάκοπα ονειρεύεται.

`

https://youtu.be/mAyLeeIsDJg