(Το πάρων δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός τεύχος 79-80 τον Μάιο- Αύγουστο του 1995)

 

 

ΧΑΙΡΕ ΝΑΠΟΛΕΩΝ

 

Τρίτη 28 Μαρτίου 1995 στο στούντιο Μ1 της ΕΡΑ 1 ο φίλος Γιώργος Χρονάς, που μ’ έχει προσκαλέσει για μια συζήτηση στην εκπομπή του «Χάρτινη Εξέδρα», μου ανακοινώνει ότι ετοιμάζει στην «Οδό Πανός» αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη. «Προλαβαίνεις μέχρι την Πέμπτη που κλείνω ύλη, γράψε κάτι… Άμα δεν είσαι εσύ ποιος θάναι;». Μούρχεται αυθόρμητα ο τίτλος «Χαίρε Ναπολέων» (ποίος ξέρει γιατί, ίσως επειδή είανι η ΄τέταρτη βδομάδα των Χαιρετισμών) και του τον λεω: Χαμογελάει: «Ναι, γιατί όχι;»

Χαίρε Ναπολέων, γιατί επιβίωσες πέντε δεκαετίες μετά τον μαρτυρικό σου θάνατο απ’ το ίδιο σου το χέρι : Σάββατο 7 προς 8 Ιανουαρίου 1944. Και μιλάμε για έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης γιατί οι μέτριοι και ζηλόφθονοι μιας εποχής και τι δεν έκαναν για να σ’ εξαφανίσουν σαν άνθρωπο και σαν ποιητή. Τι «νυχτερίδα» σε είπαν, τι «αρσενική κερένια κούκλα» (ο Χαρίλαος Παπαντωνίου), τι  «Σάρκα Άνομη» (ο Σπύρος Μελάς), τι Καίσαρα Πιλαφιώτη (η εφημερίς «Εστία»)/

Ακόμη και ο Καραγάτσης δήλωσε σε συνέντευξή του ότι χρωστάει το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο στην κακή φήμη που είχε με την «αμαρτωλή σου ζωή» στην οικογένειά του (Ροδόπουλοι) απ’ την οποία στο ξεκίνημά του ήθελε να κρύψει ότι ακολουθεί καριέρα λογοτέχνη για να μη φοβηθούν πως ο γυιός τους θα πάρει το ίδιο ολέθριο δρόμο με Σένα.

Κι Εσύ απάντησες ψύχραιμα και με Χιούμορ.

Ύστερα ήρθαν οι στενόκαρδοι «Μοντέρνοι» και σε χτύπησαν σαν καθυστερημένα ρομαντικό και αισθηματικό Ποιητή. Με την μεζούρα στο χέρι μέτραγαν πόσους πόντους πιο «ελάσσων» είσαι απ’ τον αγαπημένο σου Καρυωτάκη. Σήμερα απέδειξες ότι όλοι οι κακοήθεις ξεπεράστηκαν, έτσι όπως πάντα γίνεται, όταν τα βάζουν με Κάποιον ή με Κάτι που πραγματικά Αγαπιέται.More...

Χαίρε Ναπολέων υπερασπιστή του δόγματος «Ένας άνθρωπος δεν λέγεται ποιητής επειδή έχει μόνον την ευκολία να γράφει στίχους». Μετέτρεψες την ζωή σου σε Έργο Τέχνης κάνοντάς σε μοντέρνα, πολύπλοκη και πολυδιάστατη: Δανδής, Εστέτ, Αντιρρησίας Συνείδησης, Νυχτόβιος, Ομοφυλόφιλος, Ναρκομανής, Κομμουνιστής, Ουτοπιστής, Ντιλετάντης, Στοχαστής, Περιθωριακός, «Φωτεινό Μετέωρο» και «Πολύβιος Σκιά» και σαν τέτοιος σαν τέτοιος πλήρωσες το ακριβότερο τίμημα «Πρίγκιπα των Ποιητών» μιας εποχής και «Βασιλέα των Περιθωριακών» του Σήμερα, δικό μας Ελληνικό SEX AND DRUGS AND ROCK AND ROLL. Δε λύγισες όμως ποτέ το υπερήφανο κεφάλι όπως γράφεις  νεαρός από τους πρώτους σου κιόλας στίχους το 1909.

                                Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα..

                                Σα φίδια με λοξοκοιτάνε οι άλλοι,

                                Μα, εγώ δεν χαμηλώνω το κεφάλι,

                                Ως που να με σωριάσουνε στο Χώμα…

 

                            Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα

                            Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα

                            Και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα

                             Κι έκανε την πικρή μου καρδιά λιώμα…

 

Αυτή «η ρόδα» και «τα ρόδα» που στοίχειωσαν για πάντα στην καρδιά της νεοελληνικής Ποίησης. Τους επανέφερε ο αγαπημένος σου Καβάφης (που τόσους αγώνες έκανες το 1924 για την διάδοση του και του οποίου ήσαν ο πιο αγαπημένος, όπως μού ’χε πει ο Μάριος Βαϊάνος) στην «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα» του, το 1921.

 

                                Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα

                                Του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη,

                                Με τα καλά κρασιά και μέσ’ στα ωραία ρόδα

                                Η νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει.

 

Και ξαναεπανήλθες εσύ πιο ουσιαστικός και πιο συντετριμμένος το 1935.

                               

                                Γιατί είμαστε σαν κάποια ρόδα,

                                Πεσμένα μες στην παγωνιά,

                             Ρόδα, που τα λιώσε μια ρόδα,

                             Καθώς περνούσε στη γωνιά,

                              

                            Που αν και κομμένα, κι όλο χώμα,     

                            Και κυλισμένα καταγής,

                            Δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα,

                            Πως ήταν άνθη της αυγής…

 

Έτσι είναι. Εσείς οι δυό πάτε πάντα πλάι- πλάι. Εκείνος ο Ήλιος, η Φιλοσοφία, το Φώς:

                            

                           Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον

                            Η Ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται

 

Εσύ το Φεγγάρι, η αθέατη όψη, το Σκοτάδι:

       

                                Καημός αλήθεια να περνώ του Έρωτα πάλι το Στενό

 

Για να συναντηθείτε τελικά σαν εκφραστές κι οι δύο, από άλλους δρόμους, του ίδιου δράματος:

 

Εκείνος:

       

                                Όταν το βράδυ επήγειν

                             Στο καφενείο όπου

                             Επήγαιναν μαζί : μαχαίρι στην καρδιά του

                              Το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.

 

 

Κι εσύ:

 

                                Κι είναι ώρες πάλι που γυρίζω

                                Μονάχος όλη τη βραδιά

                                Σαν ένας που θα περπατούσε

                                Μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά

 

Σήμερα Ναπολέων που η στάση σου, Τέχνης και Ζωής, έχει κερδίσει σ’ επικαιρότητα που οι θαυμαστές σου όλο και πληθαίνουν αναφερόμενοι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σε Σένα, που επανεκδίδεται το έργο σου ή αθησαύριστα κείμενά σου έρχονται στο φως (πλήθος τέτοια) που οι ωραίοι ερωτικοί στίχοι σου γίνονται τραγούδια, που η ταινία για την ζωή σου αποκτά φίλους και μιμητές, το ωραίο σπίτι σου παραμένει ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, με αβέβαιο μέλλον και σκοτεινές προθέσεις από την μεριά της Πολιτείας, και ο στρατός των «Νικημένων της ζωής» που τραγούδησες πληθαίνει: Φτωχοί, άστεγοι, μετανάστες, εγκληματίες, ξεχειλίζουν την Ομόνοια και την Αθηνάς της Αθήνας σου, στο φως της μέρας, κι ύποπτες σκιές στα μισοσκότεινα στενά, παραδίπλα, τη νύχτα. Χιλιάδες νέα παιδιά βρίσκονται νεκρά από ηρωίνη σε γιαπιά, πετιούνται στο δρόμο και χάνονται. Τότε, παρόλο που η εξωτερική μορφή των ίδιων πραγμάτων σήμερα έχει κάπως αλλάξει, το ίδιο, αλλοίμονο, θλιβερό σου τραγούδι, σαν προπολεμικό ρεμπέτικο χλευάζει ώρες – ώρες τους «αιγαιοπελαγίτες σαλονάτους» σαν η ίδια, η αδυσώπητη μοίρα, η αδιάψευστη, αμείλιχτη πραγματικότητα να σαρκάζει κάθε κούφια, ωραιόλογη, και ψεύτικη έκφρασή της μες στην Τέχνη:

 

                                Και πάει και σμίγει, στα τρισκόταδα

                                Και στις ταβέρνες και στις μάντρες

               Μ’ όλο γλυκιά παιδιά, καλόπαιδα

                                Και μ’ άντρες…

                              Και είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές,

                                Χλωμές κι αρχαίες πολύ θλιμμένες.

                                Και γνώριμες – και από ταφόπετρες

                            Λυμένες ….