`
Για να τελέψει ο Θεός…
Ο κάθε μαχαλάς και η τάξη του. Κάθε σπίτι ένα κελί, κάθε κελί και ένα κελάηδισμα. Στον ουρανό δεν υπάρχουν μαχαλάδες, μόνο σημεία στον ορίζοντα, φτερά που κοπανιούνται, η εμβοή των ραπισμάτων στον αγέρα και σμήνη από τους τυχοδιώκτες του Καλοκαιριού.
« Να αγαπάς το ψύχος του Χειμώνα, γίνε πιο κίτρινος απʼ του Φθινόπωρου τα φύλα, την Άνοιξη φοβού τον Γδάρτη, το Καλοκαίρι μην τραγουδάς – αν το κουφάρι σου δεν θες ψημένο σʼ ένα δέντρο απάνω – . Το Καλοκαίρι να αποταμιεύεις… Για νʼ αγαπάς το ψύχος του χειμώνα, να γίνεσαι πιο κίτρινος απʼ του φθινόπωρου τα φύλλα, και μέσα απʼ τα καιόμενα αποθέματά σου να διυλίζεις απʼ την άνοιξη τη στάχτη. Ο κάθε μαχαλάς και η τάξη του ».
Μα στον ουρανό δεν υπάρχουν μαχαλάδες. Οι φόνοι και οι αιμομιξίες δεν καταδικάζονται γιατί δεν εφευρέθηκαν ακόμα, η αρχή είναι ακέφαλη, εν είδει κεφαλής εφύτρωσαν δύο στήθη γυναικεία για να βυζαίνουν τα απάτριδα μωρά.
Μία ζωντανή εικόνα του Άμμωνος, μια καρικατούρα της άμωμου συλλήψεως και μια απόχη, αρκούν, για να τελέψει ο Θεός, προσοχή!
Όχι ο άνθρωπος ή το πουλί
μα ο θεός.
`
*
Νυχτολούλουδο
Τα μάτια της εδάκρυσαν,
πνιχτά αναφιλητά
ξεχύθηκαν. Αυτοστιγμεί
τα στήθη της μαρμάρωσαν
– τι είναι η ζωή ;- .
Παραμιλά
και λέει και ξαναλέει.
\” Θεέ, θεών φονιά,
εστέρεψαν τα δάκρυα,
πια άλλο η καρδιά δεν κλαίει,
στης τρέλας τα παλάτια,
μόνο θυμάται και γελά\”.
Ήταν ο γιος της ο μικρός,
το νυχτολούλουδό της
– της είχε πει πως θα \’φευγε –
μα φθάνει σήμερα νεκρός
– της είπε δεν θα γύρναγε –
ξανά στο πατρικό της.
`
*
Ταξιδεύοντας σε Ιαπωνία και Κίνα
Σαν κίνησε ο Κ. για την Ασία ,
τον φίλο του τον καρδιακό
συνάντησε στην Κίνα.
Ευφράνθηκε αυτός, μια δεκαετία
– του είπε – έχω να σε δω.
Τι βρήκες στα ταξίδια σου εκείνα ;
Τι έκαμες τόσον πολύν καιρό ;
( περίμενε μ\’ ανυπομονησία)
Ο Κ. εθώριε το κενό.
– Τίποτα· το τίποτα έχω μόνο να σου πω – .
`
*
Βίλα Κούνδουρου
Πρώτη φορά
σ` αυτό το συμπαθές παρκάκι
εφίλησα κορίτσι εις το στόμα
Ολούθε αλμυρίκια
παγκάκια δω και \’κει
η θάλασσα να επευφημεί
κείνο το παιδικό κατόρθωμα
Του έρωτος
τ` άνοιγμα των σπηλαίων
Θωπεύματα – παφλάσματα κυμάτων
επί τραχέων βράχων
διέγερση σαν δένδρο ευθυτενής
λυσιτελής αγκίστρωση σε χείλη κορασίδος
απαγορεύσασα την χειρ μου να εισέλθει
εις τους ναούς της ζωοδόχου της πηγής
Καθώς εκείνη έκρινε ως όφελος
Ως μια γαλούχηση υψίστης σημασίας
ουχί μονάχα την ηδονή ν` αδράξει
αλλά συνάμα σιωπηρώς να διαφυλάξει
τινών σημείων της
την ανεξαρτησία
Δεν ήτο αγάπη
ούτε μια ανασφάλεια
ούτε μια μυθοποίηση
το αναφερθέν κορίτσι
Δεσμοί φιλίας η πλεκτάνη μας
όχι έρωτος δεσμά
Βρέθηκα εδώ να μαραζώνω
Το όσιο μάθημα λησμόνησα
Τοποθετών επί του έρωτος απάτη
κτίση
και άλλα προσωπεία
εις εγωισμών υπέπεσα τη νοσηρή φενάκη
βρέθηκα δω να μαραζώνω
σ` αυτό
το συμπαθές παρκάκι
`
*
Στην Ποίηση
Διατί ν αποτελείς το ζοφερό μου καταφύγιο (;)
ωσάν βραχώδες σπήλαιο
ωσάν πληγή λαλούσα
το ρέον αίμα εξαπατάς
κτερίσματα αναμοχλεύεις.
Μα εμέ
υπό την απαστράπτουσα ερημία
υπό το θαμβός της φυσικής σου γύμνιας
ου δύνασαι ναρκώσεις
Μήτε γοητεύεις πιότερο
μήτε μπλιο σαγηνεύεις.
Διότι η ουσία η στιλπνή χαμέρπεται εις τις λέξεις
και γω αφελώς εννόησα ότι την εκατέχεις
μα η κατοχή κι η νάρκη σου και η πομπή σου η στείρα
γεννά αχλές εκρέουσες σε κίβδηλους αιθέρες.
Ωσεί διαλείπον εκκρεμές
απομυζείς τα εντός μου
τις άηχες ταλαντώσεις μου
τις πιο καλές μου ημέρες
`
*
8 άσχημες εικόνες σε μία σχεδόν άσχημη πόλη
Ο Περιπτεράς
Ένας μεσήλικας περιπτεράς κάθεται, για δέκατη συνεχόμενη ώρα, στην ίδια φαγωμένη καρέκλα. Κακοχυμένος , με μιαν κενότητα βιολετί, αφήνει ακόμα ένα «ευχαριστώ» να σωριαστεί στο αειθαλές κράσπεδο.
Ο εστιαζόμενος
Άνδρας με περιβολή καθώς πρέπει – επαγγελματική – εστιαζόμενος, εστιάζων στο στέαρ του, δειπνεί μόνος του εις τινό ανθρακί φαγοποτείο.
Η άπατρις
Μία γκρι σκιά σιγοκλαίει καταμεσής της Ερμού, γύρω στη μία το βράδυ. Φοράει ένα φαρδύ μπεζ πλεκτό πουλόβερ. Ζωή αξίας 50 λεπτών.
Οι κορασίδες
Τρεις κορασίδες, εν ήβη κατακόκκινη, επείσθησαν ότι οφείλουν να καταδικάσουν την μπλέ φωταύγειά τους . Η περίγυρης του αστικού λεωφορείου τις μέμφεται για το ακριβώς αντίθετο.
Ο Αστυνομικός
Νεότευκτος στο αστυνομικό σώμα, περί των είκοσι ετών, με μάτια κίτρινα, σπινθηροβόλα, μάγουλα μεστά, ισχνοκόκκινα , ασπάσθηκε περιπαθώς τον νόμο γεμίζοντας το στόμα και τα χέρια του με αίμα.
O Καφετζής
Γέρος, με λιγοστές λαδωμένες τρίχες, καθήμενος σε φθαρμένη ξύλινη καρέκλα, τοποθετημένη στην άκρη του αδειανού κίτρινου καφενείου, απόμεινε αποχαυνωμένος μπροστά στη μαύρη οθόνη. Στους πρόποδες του νικοτινιασμένου μουστακιού του κυλάν – όλες κι όλες- δύο σταγόνες σάλιο που του απέμειναν.
Η ιερόδουλη
Μαύρη γυναίκα με γυμνό το παχύ της στήθος καταπίνει το δύσοσμο σπέρμα του νυχτερινού επισκέπτη. Το κολλώδες διαφανές υγρό γίνεται γάλα παρθένο και πυκνό για να ταΐσει τ` ασθενικά παιδιά της.
Ο οδηγός ταξί
Άνδρας ανέραστος και παρασιτικός, οδηγός ταξί, καυχιέται ότι η γυναίκα είναι μονάχα για πήδημα και σιδέρωμα. Ο παρατεταμένος άγονος βήχας που έπεται της δήλωσης αυτής, τον αναγκάζει να ξεράσει την χολή του, ενώ το μαύρο ματ του εσωτερικού του οχήματός του, μετατρέπεται τώρα σε λίμνη καφεπράσινη.
`
*
Μία λύση πρακτική ( χωρίς πομπώδη λόγο και άλλες μαλαγανιές)
Πόσο θα `ταν ωφέλιμο πόσο λειτουργικό
να έδινα ότι σου `λειπε και το χα πολύ εγώ
Πόσο όμορφα θα ήτανε απ` τα πολλά κιλά
να έδινε ο υπέρβαρος σε κάποιον που πεινά
Λίγη υπερανάλυση λίγο σταρχιδισμό
κάτι πιο αλληλέγγυο ή λίγο εγωισμό
Κι ο πλούσιος να έδινε χρήματα στον φτωχό
μʼ αντάλλαγμα την ηδονή που φέρει το λιτό
Ο ηδονιστής να πρόσφερε σπέρμα με το κιλό
και ο ανέραστος τον έρωτα τον λίαν πνευματικό
Οι φιλoσόφοι να` βρισκαν μια λύση πρακτική
ν` ατένιζαν τον ουρανό οι μαθηματικοί
Ολίγη εγκαρδιότητα μια στάλα κυνισμό
και στην υπερπρoσκόλληση λιγ` ωχαδερφισμό
Δυο στίχους Καρυωτάκικους στον Εμπειρικισμό
και ωμή πραγματικότητα στον σουρεαλισμό
Μία ανάσα αβρότητας στο αντικοινωνικό
και λίγη βιαιότητα στο άκρως παθητικό
Δυο νότες να διατάρασσαν την άγονη σιωπή
και την λεξιθηρία μου μία υβρεοπομπή
Και μέσα στο οξύμωρο που υφίσταται στη γη
να `χαμε εικόνα εαυτού πολυπρισματική
Και να αφουγκραζόμασταν κάθε πνιχτή φωνή
ω ποία ζωτική αρμονία θα είχε εδραιωθεί
Και ο θάνατος θα ήτανε κομμάτι της ζωής
κι ο άνθρωπος ευαγγελιστής της θεϊκής ορμής
Στίχοι ωμοί & αληθινοί για έναν ωμό και φρικαλέο κόσμο• τον κόσμο μας. Κάποιοι τους απόλυτοι• _ φυσικά ο καθένας έχει τις πεποιθήσεις του. Εγώ ας πούμε, δεν μπορώ να σκεφτώ τον κόσμο που ζούμε χωρίς ( έντιμους & με συνείδηση) αστυνομικούς• θα ήταν ακόμη πιο αδυσώπητος. Οι στίχοι είναι στο σύνολό τους καλοί_ και κάποιοι εξαιρετικά καλοί_ ενώ όλοι, ανεξαιρέτως, μαρτυρούν τις ευαισθησίες του δημιουργού τους.
@alexia athanasiou
Ενα εχω να σου πω, imagine.
Αντε θα πω και κατι αλλο,
1. καποτε δεν μπορουσαν να φανταστουν ενα κοσμο χωρις σκλαβους (επι ζωης και θανατου), καποιοι μπορουσαν, τωρα υπαρχει (καμποσο)
2. καποτε δεν μπορουσαν να φανταστουν ενα κοσμο χωρις βασιλεις, βασιλισκους και βασιλικισκους, καποιοι μπορουσαν, τωρα υπαρχει (καμποσο)
3. καποτε δεν μπορουσαν να φανταστουν ενα κοσμο οπου το μαυρισμα απο τον ηλιο δεν θα ηταν αλανθαστο σημαδι κατωτεροτητας, καποιοι μπορουσαν, τωρα υπαρχει (καμποσο)
4, καποτε δεν μπορουσαν να φανταστουν ενα κοσμο οπου ειχαν λογο και ανθρωποι χωρις ψυχη και αλλα γεννητικα οργανα, καποιες μπορουσαν, τωρα υπαρχει (καμποσο)
Τώρα που το ξανακοιτάζω… Θα ‘πρεπε να γράψω”” τον κόσμο ΌΠΟΥ ζούμε” (με τους δράκους_ φονιάδες και τους πατέρες αιμομίκτες, αναφέρομαι και στις προχθεσινές ειδήσεις) κι όχι τον κόσμο που ζούμε• για να γίνεται και κατανοητό το σχόλιό μου.
Δεν νομίζω ότι τα παραδείγματα ” προόδου” που παραθέτεις θα τα χαρακτήριζε κάποιος πετυχημένα• ας σχολιάσω μερικά.
Νομίζεις ότι η δουλεία καταργήθηκε ουσιαστικά ( ή αντικαταστάθηξε από πάμφθηνο εργατικό δυναμικό;) όταν νέοι σκλαβώνουν τη νιότη τους για ελάχιστα, ανασφάλιστα, λεφτά, ή όταν οικονομικοί μετανάστες δουλεύουν σε τρισάθλιες συνθήκες, κυριολεκτικά, για ένα πιάτο φαΐ και μια θέση ύπνου σε μια παλιοαποθήκη;
Οι βασιλείς_βασιλίσκοι ανήκουν στο παρελθόν( και την τράπουλα) όταν οι “πολιτικοί μας άρχοντες” που σέρνουν ξωπίσω τους στρατούς άχρηστων_αχρείαστων αργόσχολων,μας καταδυναστεύουν;
Όσο για τη χροιά της επιδερμίδας… Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη βράκα του αλλιώς!( Ανάποδα). Αυτοί( οι ισχυροί και τα ψώνια) που χθες μοστράριζαν την αρρωστιάρικα κατάλευκη επιδερμίδα τους για να ‘ ναι της μόδας και να πουλήσουν μούρη, σήμερα φτάνουν απ’ το Γενάρη ως το έγκαυμα, το μελάνωμα και το απεχθές τεχνητό μαύρισμα για τους ίδιους λόγους.
Το ” imagine” που μου προτείνεις Νίκος Μ. κράτησέ το!
Η δική μου φαντασία δεν συμβιβάζεται με ψευτοαλλαγές τύπου ποιός μαύρισε χθες, ποιος ξάσπρισε σήμερα.
Οραματίζομαι τον Τέλειο Κόσμο ( χωρίς πόνο, φόβο, ανισότητες) που, αισιοδοξώ, θα ‘ ρθει ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσει ένα αδιανόητα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν θα προσθέσω κάτι άλλο, ούτε θα επανατοποθετηθώ• είμ’ ενάντια στα σχόλια επί σχολίων που ( από ένα σημείο και μετά) γίνονται για να παίρνει μπόι μια αντιπαράθεση και δεν έχουν να κάνουν με τη δημοσίευση που τα φιλοξενεί.
@alexia athanasiou
Το κραταω, μαζι με την (αποκτηθεισα) δυνατοτητα σου να σχολιαζεις (ή να μην σχολιαζεις), εστω και για να μου τα χωσεις στον κοσμο ΟΠΟΥ ζουμε. (και παυλα)