`

Αδύνατον να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αδύνατον
να κοιτάξουμε στο μέλλον
Ίντα Τράβι

`

Χρόνος αναμονής ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους

Υπάρχει ένα ποιητικό σύμπαν κατοικημένο από ανθρώπινα όντα. Είναι κοινά όντα, είναι post. Μετ-εκπαιδευόμενοι, πρώην εργάτες, οδοιπόροι. Γυναίκες και άνδρες μεταλλαγμένοι από την ποίηση ζουν σʼ ένα χώρο ασκητικό. Ίσως σʼ ένα σπίτι, ίσως σε μια πρώην φάμπρικα… σʼ ένα μελλοντικό σχολείο ή στο κατώγι ενός θεάτρου. Ίσως σʼ ένα παλιό μοναστήρι. Είναι ένας χώρος φραγμένος με σανίδες, κλεισμένος με σεντόνια… Στο γύρισμα του χρόνου υπάρχει μια ενοχλητική ομίχλη, υπάρχει πολλή υγρασία.

Tά, όπως τα λεπτά που ο δείκτης ανακτά. Τά, όπως μια σχισμή στην τέντα.

Υπάρχει μια ρωγμή στο ξύλο. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις μια σπιθαμή γης. Αν αφουγκραστείς προσεκτικά, θʼ ακούσεις ένα χτύπημα ραβδιού.

Υπάρχει κάτι που πέφτει και δεν κυλά. Υπάρχει μια σταγόνα που δεν ξεδιψά. Υπάρχει μια πέτρα καταμεσής της κάμαρης. Υπάρχει σε εξέλιξη μια λεηλασία. Υπάρχει ένα δέντρο, ένα ξεγύμνωμα.

Υπάρχει κάποιος στην πόρτα που χτυπά… Η πόρτα ανοίγει όπως κάθε πόρτα, παραπέρα υπάρχει ένας άλλος χώρος. Διακρίνονται όντα με κοσμοπολίτικα ονόματα: Όλιν, Αττέ, Ίνα, Αντόν, Κατρίν, Ούσοβ. Μπορείς να τους δεις μια στο τόσο, μόνο για μια στιγμή, σε μορφή κόμικ στριπς, πίσω από τη χαραμάδα. Πάνε κι έρχονται. Επαναλαμβάνουν πάντα τα ίδια πράγματα. Για μια στιγμή κάνει την εμφάνισή της και κάποια Σούντα.

Είναι όντα αυτού του κόσμου, το αντίθετο ακριβώς από τους θεούς. Δεν έχουν χώρα, δεν έχουν ηλικία. Τους αναγνωρίζεις από τις στολές, από τις φόρμες εργασίας.

Μιλούν μια γλώσσα αποστεωμένη. Είναι σε σύγκρουση καθένας με τον εαυτό του, είναι σε σύγκρουση μεταξύ τους. Ντρέπονται για μια λέξη παραπάνω. Κινούνται μʼ ένα είδος λάμψης που παγιώθηκε στο γκρίζο. Η φωνή τους ηχεί βαριά. Η φωνή τους είναι μπάσα. Περιμένουν, αλλά τί;

Αναμένοντας αυτό το κάτι, υπάρχει ένα πλάνο ανώτερης διαβίωσης, υπάρχει ένα ανώτερο κλαδί, μια απλή ακτίνα. Έκαστος μισός άγιος, έκαστος μισός αμαρτωλός. Εδώ το σκοτάδι μιας ενοχής που δεν διαπράχθηκε και το φως ενός πνευματικού βίου πάνε μαζί, καταλήγουν στο ίδιο κελί.

Υπάρχει ελάχιστη κίνηση, σαν μια κούρσα που επιβραδύνθηκε στο εσωτερικό μιας μινιατούρας. Υπάρχουν κενά που βασίζονται στο χτύπο ενός παλιού εκκρεμούς, σε μια καρδιά που ξαναχτυπά.

Αυτά τα ανθρώπινα όντα πλαγιάζουν, ξανασηκώνονται. Ξαναντύνονται βιαστικά. Κρυφοκοιτάζουν πίσω από το άνοιγμα. Μας δείχνουν το μάτι τους. Περιμένουν τη λέξη που αφυπνίζει, ένα κλικ. Αλλά στο μεταξύ… τί να κάνουν με τούτο το ποίημα;

Αυτός ο τόπος ονομάζεται Τά. Είναι σκληρός όπως ένα ρολόι τοίχου.

Τά, όπως τάβλι, τάμα, τάλαντο. Τά όπως αιωνιότητα… πραγματικότητα, πνευματικότητα… γενναιότητα… αληθινότητα, ματαιότητα, φιλότητα, φιλότητα, φιλότητα!

Φωνές σβησμένες που εκτινάχτηκαν στον ύπνο μας… Ωστόσο, καταμεσής του ονείρου, το σώμα θα ξυπνήσει, θα ξανανιώσει.

Λοιπόν, υπάρχει ένα πέρασμα εκεί έξω. Υπάρχει ένα ρήγμα στο σπίτι … ο Όλιν, η Αττέ, η Ίνα, ο Αντόν, η Κατρίν, ο Ούσοβ… Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι κι από την άλλη είμαστε εμείς… Ποιοί εκείνοι; Ποιοί εμείς;

Οι αρχαίοι Έλληνες με Τά ανήγγειλαν την πλουραλιστική φύση των πραγμάτων και των όντων του κόσμου…

Τώρα όμως αν κοιτάξεις προσεκτικά, εδώ υπάρχει μόνο χιόνι… υπάρχει μόνο πολύ χιόνι.

Για την αγάπη της αλήθειας αρνηθήκαμε κάθε εξωραϊσμό.

«…μʼ ακούς ακόμα, Όλιν;» «Όλα είναι τόσο οικεία, όλα είναι τόσο σιωπηλά…»

`

*

Tempo dʼattesa tra le quattro mura

Impossibile tornare al passato, impossibile
guardare al futuro
Ida Travi

Cʼè un mondo poetico abitato da esseri umani. Sono esseri comuni, sono post. Post-studenti, ex-lavoratori, viandanti. Uomini e donne trasfigurati dalla poesia vivono in un luogo austero. Forse una casa, forse una ex fabbrica… una futura scuola o lo scantinato dʼun teatro. Forse un vecchio monastero. È un luogo limitato da assi, chiuso da lenzuola… A cavallo del tempo cʼè una fastidiosa nebbia, cʼè molta umidità.

Tà, come la lancetta che si sposta. Tà, come un taglio nella tenda.

Cʼè una fessura nel legno. Se guardi bene vedi un pugno di terra.
Se ascolti bene senti un colpo di bastone. Cʼè qualcosa che cade e non rotola. Cʼè una goccia che non disseta. Cʼè un sasso proprio in mezzo alla stanza. Cʼè una spoliazione in atto. Cʼè un albero, uno sfrondamento.

Cʼè qualcuno che batte alla porta… La porta si schiude come una porta, oltre cʼè un altro vano. Si intravedono esseri dai nomi mondiali: Olin, Attè, Inna, Antòn, Katrìn, Usov. Puoi vederli solo ogni tanto, per un attimo, inquadrati a strisce dietro lo spiraglio. Vanno e vengono. Ripetono sempre le stesse cose. Appare per un attimo anche una certa Sunta.

Sono esseri di questo mondo, lʼesatto contrario degli dei. Non hanno un paese, non hanno lʼetà. Li riconosci dalle tute, dai grembiuli collettivi.

Parlano una lingua ridotta allʼosso. Sono in conflitto tra sé e sé, e sono in conflitto tra loro. Si vergognano dʼuna parola in più. Si muovono in una specie di bagliore cementato in grigio. La loro voce arriva grave. La loro voce è bassa. Aspettano, ma cosa?

Nellʼattesa di qualcosa cʼè un piano di vita superiore, cʼè un ramo superiore, un raggio semplice. Ognuno metà santo, ognuno metà imperdonabile. Qui il buio dʼuna colpa non commessa e la luce dʼun vivere spirituale vanno insieme, arrivano alla stessa cella.

Cʼè un minimo movimento, come una corsa frenata allʼinterno di una miniatura. Ci sono vuoti poggiati sul battito dʼuna vecchia pendola, su un cuore che si riavvia.

Questi esseri umani si sdraiano, si rialzano. Si rivestono sommariamente. Sʼaffacciano allo spioncino. Ci mostrano lʼocchio. Aspettano la parola che risveglia, lo scatto. Ma intanto…che fare con questa poesia?

Questo luogo si chiama Tà. È crudele come un orologio al muro. Tà, come tavolo, talamo, tasca. Tà come fine dʼeternità… realtà, libertà… volontà… verità, vanità, carità, carità, carità!… Voci spente gettate sul nostro sonno… Eppure, nel bel mezzo del sogno, il corpo si sveglierà, sarà nuovo.

Dunque cʼè un passaggio là fuori. Cʼè una breccia in casa… Olin, Attè, Inna, Antòn, Katrìn, Usov… Da un lato ci sono loro e dallʼaltro ci siamo noi… Loro chi? Noi chi?

Gli antichi greci con Tà annunciavano la natura plurale delle cose e degli esseri del mondo…

Ma ora a guardar bene, qui cʼè solo neve… cʼè solo tanta neve.

Per amore della verità abbiamo rinunciato a ogni abbellimento.

“…mi senti ancora, Olin?” Tutto è così familiare, tutto è così silenzioso…”

`

*****

( Ύστερα συνηθίζεις )

Ύστερα συνηθίζεις. Βλέπεις τα πράγματα να περνούν
και συνηθίζεις. Η μύγα περνά μπροστά στη μύτη σου
τη βλέπεις να χάνεται, και συνηθίζεις

Βλέπεις το κλαδί να μεγαλώνει, το βλέπεις να γυμνώνεται
συνηθίζεις. Βλέπεις να πέφτει το σκοτάδι, συνηθίζεις
σαν ένα κερί, συνηθίζεις, είναι πράγματα
που δεν μπορείς να σταματήσεις

Όταν πέφτει η χτένα, συνηθίζεις
η χτένα έπεσε, όλα εδώ
έπεσαν στο κεφάλι σου
πολύ ψηλά, ανάμεσα στʼ αστέρια

Τʼ αστέρια περνούν, συνηθίζεις, το παιδικό ζιπουνάκι
περνά μπροστά στα μάτια μας, όπως κάποτε
όπως κάποτε η γη σβουρίζει
το φορτίο είναι θλιβερό, θλιβερό.

`

*

( Poi ti abitui )

Poi ti abitui. Vedi le cose passare
e ti abitui. La mosca ti passa davanti al naso
la vedi sparire, e ti abitui

Vedi crescere il ramo, lo vedi spogliarsi
ti abitui. Vedi scendere il buio, ti abitui
come una candela, ti abitui, sono cose
che non puoi rompere

Quando cade il pettine ti abitui
è caduto il pettine, tutto qui
è caduto per la testa troppo alta
tra le stelle

Le stelle passano, ti abitui, il camicino
passa davanti agli occhi, come una volta
come una volta la terra ruota
il carro è triste, triste.

`

(Aπό το βιβλίο «Τά. Ποίηση της χαραμάδας και του χιονιού», εκδ. Μορέτι & Βιτάλι, Μπέργκαμο 2011)

`

******

EΠΙΜΕΤΡΟ

`

«Μεταξύ προφορικότητας και γραφής»

Η ποίηση της Ίντα Τράβι, απαρτίζεται από στίχους που «γράφτηκαν για να ειπωθούν»: μια ποίηση, που έχει έναν εμφαντικά προφορικό χαρακτήρα, που με τον τρόπο τού «λέγειν» επιχειρεί να συγκροτήσει τον τρόπο τού «πράττειν» για να ανασύρει πράγματα που χάθηκαν, ιδανικά που εγκαταλείφθηκαν, «φωνές» που σβήστηκαν.

«Οι αρχαίοι Έλληνες με “Τά” ανήγγειλαν την πλουραλιστική φύση των πραγμάτων και των όντων του κόσμου…» -γράφει σε κάποιους στίχους της η ποιήτρια- “Τά”, «όπως τάβλι, τάμα, τάλαντο. Τά όπως αιωνιότητα… πραγματικότητα, πνευματικότητα… γενναιότητα… αληθινότητα, ματαιότητα, φιλότητα…». Σύμφωνα με την καθηγήτρια και κριτικό λογοτεχνίας Φιοράντζελα Ονερόζο, για την Τράβι «η ζωή υπόκειται διαρκώς στην κυριαρχία του “Tά”, ενός ονοματοποιητικού ήχου που σηματοδοτεί το πέρασμα του χρόνου, την αρχή και το τέλος: το κόψιμο ενός κλαδιού, την πρώτη ή την τελευταία συλλαβή μιας λέξης. Τά, ένα φώνημα αμφίσημο. Δημιουργικό και καταστροφικό. Tά, όπως κάθε τι όμορφο και καλό, αλλά συνάμα θλιβερό και σκληρό. Όπως κάθε τι ήσυχο και ειρηνικό αλλά συνάμα ταραχώδες και ανησυχητικό».

Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής με τίτλο «Τά. Ποίηση της χαραμάδας και του χιονιού», παρουσιάζει επτά κάθετες σχισμές πάνω σʼ έναν ανοιχτόχρωμο καμβά. Η χαραμάδα είναι ακριβώς «η ορατότητα», δηλαδή η δυνατότητα που δίνεται διαμέσου αυτών των σχισμών για να δούμε, να γνωρίσουμε, να αισθανθούμε, κατά τρόπο κυριολεκτικό ή/και αλληγορικό, το φως ή το σκοτάδι, την πραγματικότητα ή την ουτοπία.

“Τά”, λοιπόν, «όπως μια σχισμή στην τέντα» που μας επιτρέπει να κατοπτεύσουμε μέσα από την ανοιχτή χαραμάδα εκείνον τον απομονωμένο, ασκητικό χώρο, τα αντικείμενα και την καθημερινότητα των κατοίκων του, που «πάνε κι έρχονται» κι «επαναλαμβάνουν πάντα τα ίδια πράγματα», κάποια ιδιαίτερα, ανθρώπινα πλάσματα με παράξενα, ξενικά ονόματα που δεν ανήκουν σε καμιά εθνότητα: Όλιν, Αττέ, Ίνα, Αντόν, Κατρίν, Ούσοβ, Σούντα. Ποιοί είναι αυτοί; Είναι «κοινά όντα», «μετ-εκπαιδευόμενοι, πρώην εργάτες, οδοιπόροι» «γυναίκες και άνδρες μεταλλαγμένοι από την ποίηση», που μιλούν μια φτωχή, αποστεωμένη γλώσσα και ντρέπονται αν πουν «μια λέξη παραπάνω». “Τά”, ένας χώρος «φραγμένος με σανίδες, κλεισμένος με σεντόνια…». Σʼ αυτόν το χώρο, «υπάρχει μόνο χιόνι… υπάρχει μόνο πολύ χιόνι», «υπάρχει κάτι που πέφτει και δεν κυλά», «υπάρχει μια σταγόνα που δεν ξεδιψά», και τηρείται μια στάση αναμονής, η οποία μάς προαναγγέλλεται ήδη στον υπότιτλο του ποιήματος: «Χρόνος αναμονής ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους». Οι κάτοικοί του περιμένουν, αλλά τί; Ούτως ή άλλως: «αδύνατον να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αδύνατον να κοιτάξουμε στο μέλλον».

Τις προσωπογραφίες των «ηρώων» της, εκείνες των «κοινών όντων», η Ίντα Τράβι συνηθίζει να τις μεταφέρει από τη μια ποιητική συλλογή στην άλλη, από το ένα βιβλίο στο άλλο, θεσπίζοντας έναν προσωπικό, μυθοπλαστικό κόσμο που διέπεται από τους δικούς του διαχρονικούς, συμπαντικούς νόμους. Η ποιητική της, κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο πανόραμα της σύγχρονης ιταλικής ποίησης λόγω της προσωπικής της θεώρησης για τη σχέση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας και ιδίως μεταξύ ποιητικής γλώσσας και πεζού λόγου.

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
`

Η Ίντα Τράβι γεννήθηκε στην Κολωνία, στην επαρχία της Μπρέσια το 1948. Στη δεκαετία του ʼ90 μετακόμισε στη Βερόνα, όπου έρχεται σε επαφή με τη φιλοσοφική Κοινότητα γυναικών «Διοτίμα», και εμβαθύνει στον προβληματισμό περί διαφορετικότητας. Πέρα από την ποίηση και την πεζογραφία, γράφει κείμενα για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική, και ασχολείται με τη σκηνοθεσία. Άλλα έργα της: «Il mio nome è Inna» [Το όνομά μου είναι Ίνα, εκδ. Moretti & Vitali 2012], «Neo/Alcesti» [Νέο/Άλκηστις, εκδ. Moretti & Vitali 2009], «Lʼaspetto orale della poesia» [Η προφορική άποψη της ποίησης, (Δοκίμιο), εκδ. Άντερεμ 2000, Mορέτι & Βιτάλι, 2009], «La corsa dei fuochi» [Ο δρόμος της φωτιάς, βιβλίο και cd, εκδ. Moretti & Vitali 2007], «Diotima e la suonatrice di flauto», [Η Διοτίμα και η φλαουτίστρια, εκδ. La Tartaruga 2004], «Il distacco» [Η αποκοπή, εκδ. Anterem 2004], «Regni» [Βασίλεια, εκδ. Anterem 1994], «L’abitazione del secolo» [Η κατοίκηση του αιώνα», εκδ. Corpo 10, 1985].