Στη μνήμη του Γιώργου Καραβασίλη

Μια προσγείωση που διαρκεί· ο μετεωρισμός εξακολουθεί, σαν κάτι να θέλει να σταθεροποιηθεί μέσα μου και να μην μπορεί. Όμως πιο κοντά στον θόλο των μεταφορών, τον ουρανό του Μεξικού. Είναι πολυσχιδής· οι μεγαλοπρεπείς τόνοι του συνιστούν μιαν αποθέωση της ζωγραφικής, αρκετοί από αυτούς βγαίνουν μάλλον από τους πίνακες του Πουσέν. Κι ένα είδος άμεσης, ίσως ανέκκλητης απεξάρτησης από τη θάλασσα. Χαμένη στο βάθος της σκέψης. Τώρα το ύψος, η κάθετη απομόνωση· κόβει αμέσως την ανάσα στους ευπαθείς.
Ιανουάριος. Πόλη των υψιπέδων. Η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο των μετά- Αζτέκων. Ο ήλιος του πρωινού εισβάλλει ακάθεκτος μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του ξενοδοχείου: ό, τι αγγίζει, το μεταμορφώνει αμέσως σε διαμάντια από ένταση ή σε κάτι άλλο σαφώς αβαρές και δραματικό μαζί. Τα τεμάχια του εξωτερικού τοπίου, οι λεπτομέρειες του δρόμου που ξεγλιστρούν έως εδώ, στο ευρύχωρο ισόγειο, αφηγούνται καταρχήν περιπέτειες χρωμάτων, κοινωνικές ανισότητες, δραστικές προσαρμογές ηθών, αλλά και ποικίλους χωροταξικούς συμβιβασμούς. Με την τελευταία γουλιά του ισχυρού καφέ βγαίνω έξω. Η ευκρινέστατη επιγραφή στον πρώτο δρόμο που βρίσκω στα δεξιά μου πιστοποιεί μιαν ευπρόσδεκτη φιλότητα: «Οδός Ηροδότου». Σαν καλωσόρισμα. Ένα πάμφωτο αίσθημα.
Μετά από δύο τρεις μέρες εδώ, δεν άργησα να καταλάβω την βαρύτητα του υπαινιγμού, ο οποίος επισημαίνει την υποδόρια, αλλά διαχρονική σχέση που μας συνδέει με τους κατοίκους αυτού του κατά τα άλλα απρόσιτου Οροπεδίου. Kάτι που τόσο κομψά περιγράφει ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης στο επίμετρο της υποδειγματικής μεταφραστικής εργασίας του πάνω στη σημαδιακή Ηλιόπετρα του νομπελίστα Octavio Paz. Εκεί αναλύει, μεταξύ άλλων, τις εκλεκτικές συγγένειες, οι οποίες διακρίνουν τις αισθητικές κρυσταλλώσεις του τελευταίου με τις αντίστοιχες του επίσης νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη. Η δίγλωσση έκδοση του «Μαΐστρου» συνιστά ένα ακόμη εύχρηστο γνωσιολογικό εργαλείο για την κατανόηση της ιδιοπροσωπίας του πνευματικού μεγαχώρου, τον οποίο περιδιαβάζει με τη σειρά του, με ασφάλεια, με ουσιαστική επάρκεια και βεβαίως προς όφελός μας ο πολύγλωσσος και επαρκής μεταφραστής Γιάννης Σουλιώτης.


Ας ακούσουμε, για παράδειγμα, τον Carlos Pellicer του. Είναι σα να βρίσκεται ανάμεσά μας κάποιος που θέλησε να εγκατασταθεί μόνιμα στον αιγαιοπελαγίτικο διάκοσμο, κάποιος ερημίτης που αρνείται πεισματικά να δει μόνον αυτά που φαίνονται:

«Είμαι χρόνος μεταξύ δυο αιωνιοτήτων.
Πριν από εμένα η αιωνιότητα και μετά
Από εμένα ,η αιωνιότητα. Η φωτιά,
Μόνη σκιά ανάμεσα σε τεράστιες φωτεινότητες.
Φωτιά του χρόνου, θόρυβοι, θύελλες,
Αν με όλες μου τις δυνάμεις συναθροίζομαι,
Νιώθω τεράστια τα μάτια ,κοιτώ τυφλός
Κι ακούω να πέφτουν μήλα μοναξιές.

Ο Θεός κατοικεί τον θάνατό μου, ο Θεός ζει μέσα μου.»

* * *

Στο κέντρο της πόλης, στο Τσόκαλο, παρέα με ελληνιστές και συναδέλφους από το Υπουργείο Εξωτερικών. Μιλάμε βεβαίως και για τις ποιότητες της μοναξιάς, για την περιώνυμη αμφιθυμία των γηγενών και των φερτών, οι οποίοι φλέγονται να μάθουν ποιοι στʼ αλήθεια είναι, για τους θρύλους του ονειρικού κόσμου των απανταχού ποιητών, για ό, τι υπονοεί τη μεγάλη αβελτηρία τους, την αδυναμία τους δηλαδή να ακυρώσουν τη συνήθως οδυνηρή πραγματικότητα. Εκείνο το αιφνίδιο στάσιμο του βλέμματος, η ανταύγεια του παρελθόντος. Το μήνυμα του επαΐοντος: «Ο άνθρωπος είναι παντού μόνος. Η μοναξιά όμως του Μεξικανού, κάτω από τη νύχτα που πέφτει βαριά πάνω στο Οροπέδιο όπου κατοικούν ακόμα ακόρεστοι θεοί, είναι αλλιώτικη από τη μοναξιά του Αμερικανού που ʼχει χαθεί μέσα σʼ έναν αφηρημένο κόσμο από μηχανές, «συμπολίτες»και ηθικές επιταγές. Στο Οροπέδιο του Μεξικού ο άνθρωπος νιώθει μετέωρος ανάμεσα σε γη και ουρανό· αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες δυνάμεις κι εξουσίες, απλανή βλέμματα, στόματα έτοιμα να το καταβροχθίσουν. Η πραγματικότητα, ο κόσμος δηλαδή που μας περιβάλλει, είναι αυθύπαρκτος, έχει τη δική του ζωή, δεν είναι δημιούργημα του ανθρώπου όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μεξικάνος νιώθει ότι τον έχουν ξεριζώσει απʼ τα σπλάχνα αυτής της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας ταυτόχρονα δημιουργικής και καταστροφικής: Μάνας και Τάφου. Έχει λησμονήσει το όνομα, τη λέξη που τον δένει μʼ όλες αυτές τις δυνάμεις, εκδηλώσεις της ίδιας της ζωής. Γιʼ αυτό ωρύεται ή σιωπά, μαχαιρώνει ή προσεύχεται, πέφτει σʼ εκατό χρόνια νάρκης.» Παραθέτω από το περίφημο δοκίμιο του Octavio Paz El laberinto de la soledad, δηλαδή Ο λαβύρινθος της μοναξιάς, έργο του 1950, το οποίο κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας, το 1995, σε μετάφραση από το πρωτότυπο της Ντιάνας Μπόμπολου, από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Οι ποιητές, τους οποίους επέλεξε να μεταφράσει ο Γιάννης Σουλιώτης, μνημονεύουν στο σύνολό τους αυτήν ακριβώς τη διάσταση του έξω και του μέσα, του δεδομένου δηλαδή χωροχρόνου και της απώτερης, σκοτεινής ουσίας, η οποία μοιραία τους συνέχει.
Φέρ΄ ειπείν οι «Ταξιδιώτες» του Jorge Fernandez Granados αποτυπώνουν με χαρακτηριστική οικονομία των εκφραστικών μέσων την εγγενή δισημία του μεξικανικού βίου. Αντιγράφω από τα χαρτιά του Γιάννη Σουλιώτη:
«κάθε σύμπτωση είναι ένα ραντεβού
άτακτη μουσική στο χέρι
ενός αγγέλου που κλείνει τα μάτια
μπορεί να είναι στην άλλη άκρη του κόσμου
όπου είσαι έτοιμη να φύγεις.

τί νήμα στις ίνες
του χαρτιού που βγαίνει απ ʼ τα χέρια σου
μυστικά μας ενώνει ή μας επινοεί
αυτό το απόγευμα αυτή η βροχή του Ιούλη θα σκεφτείς
ποιος είμαι εγώ τι ανάμνηση ποιο φανερό πρόσωπο
που η φαντασία σου κάλεσε ποιος
ανάμεσα σʼ αυτό το πλήθος μαζεμένο για νερό
θα είναι εκείνος που σε θυμάται
ενώ βρέχει
στην άλλη άκρη του κόσμου

γιατί κάθε σύμπτωση είναι επίσης αυτό το ραντεβού
που είχαμε σʼ ένα όνειρο
και όταν ξυπνήσαμε ξεχάσαμε
μια στιγμή ίσως άλλο καθορισμένο δρόμο
στην αντίστροφη διαφάνεια των βημάτων σου
κι ετούτο το μέρος όπου επιστρέφουμε
νομίζοντας πως προχωράμε»

* * *

Η ανασφάλεια, το άγχος του καθημαγμένου εαυτού, η αναζήτηση διεξόδου από τα υπαρξιακά Τάρταρα υπαγορεύουν, άλλη μια φορά, λογοτεχνία. Διαβάζω συστηματικά Octavio Paz. Πριν και μετά το ταξίδι μου στη χώρα του. Άλλωστε, όπως έχει επισημάνει ο Ευγένιος Αρανίτσης στην εισαγωγή του στις μεταφράσεις του Τάσου Δενέγρη Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα, που κυκλοφόρησαν το 1993 από τον «Ίκαρο», αυτός ο ποιητής «μοιάζει με τους άλλους λατινοαμερικανούς: υποφέρει απ΄ την έμμονη ιδέα ότι ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση κι ότι η ποίηση δεν συνιστά παρά την αγωνία της προσπάθειας να δεχτείς αυτή την ψευδαίσθηση σαν το πεπρωμένο που σου δόθηκε […]Ο κόσμος συστρέφεται και ρέει μέσα σε αντικατοπτρισμούς, και στη ροή του αυτή δανείζεται απειράριθμα ονόματα που περιγράφουν τη στάση του μέσα στο χρόνο, ο οποίος τον κατευθύνει. Όλα βρίσκονται εν βρασμώ, όλα συμφιλιώνονται μεταξύ τους ή πολεμάνε, δίχως κανείς να ξέρει το γιατί. […] Ιδού η λατινοαμερικανική λογοτεχνία: διάδρομοι, σκάλες, άδειες αίθουσες, λαβύρινθοι, αρχαία σύμβολα, ακατοίκητες οάσεις, μυθικά ερείπια – πού βρίσκεται ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος είναι μόνον μια φωνή πάνω απʼ τον γκρεμό· η αίσθηση του Παζ για την ανταπόκριση της αβύσσου στον μοναχικό αλλά πάντα ερωτευμένο άνθρωπο, σ΄ αυτή την ηχώ του απόκρημνου κόσμου που συλλαμβάνει ο ποιητής, είναι πιστεύω παροιμιώδης. Και το φως του ήλιου, που αυτή τη φορά τραγουδάει, δεν είναι πια μια φυσική ενέργεια ικανή να διαλύει τα σκότη· το φως αποτελεί ένα αίνιγμα. Η ευτυχία της γνώσης του κόσμου, ημιτελής και ανέφικτη, κληρονομεί ένα στοιχείο σπαρακτικό. Για τον Παζ, ο παράδεισος στοιχειώνεται από την ποιητική κατάρα.»
Στο ίδιο ποιητικό πλαίσιο αναφορών και αυτοαναφορών φρονώ ότι εντάσσεται και το έργο της ανθολογούμενης επίσης εδώ Veronica Volkow. Εξ όνυχος διακρίνω:

«Τα μάτια που δεν βλέπουν πια
Μοιάζουν με νεκρά ποτάμια,
Μαραμένες οι ρίζες
Κι οι άκρες των δάχτυλων
Όπου μεγάλωνε η γη
Φύλλωμα κάτω απʼ το δέρμα.
Οι λαβύρινθοι του ύπνου
Έδιωξαν τις σκιές
Και τʼ αυτί έγινε μουγκό
Σαν πεθαμένο πουλί.
Το δάσος των φλεβών
Στέγνωσε τη φωτιά του
Κι ο κουβαριασμένος άνεμος στις κηρήθρες
Βρήκε ηρεμία.
Δεν νιώθει πια ούτε
Τη θάλασσα που αδειάζει,
Η σκοτεινιά που περικλείει,
Ενώ σʼ έναν άλλο αδιανόητο κόσμο
Κάτω από την πελώρια πίεση της νύχτας
Συγκεντρώνεται το κάρβουνο των άστρων.»

* * *
Απόγευμα της δεύτερης μέρας. Παρατηρώ την επιβλητική όψη ενός υπερμεγέθους Ιερού Ναού των παντοκρατόρων Καθολικών. Είναι προφανές ότι η νοοτροπία μπαρόκ επιχειρεί να υπαγορεύσει κανόνες πολιτισμού. Το μισό οικοδόμημα γέρνει όμως προς τα αριστερά. Μαθαίνω ότι κάποιος σεισμός έσπρωξε στην επιφάνεια της γης ένα μεγάλο μέρος του ιερού των Αζτέκων, πάνω στο οποίο οι ιεραπόστολοι, όπως άλλωστε συνήθιζαν οι χριστιανοί εν γένει, έκτισαν το δικό τους Ναό. Ό, τι εξέχει σήμερα από το διαρρηγμένο έδαφος, πιστοποιεί ένα ζοφερό κι άλλο τόσο ένδοξο παρελθόν, το οποίο ασφαλώς δεν θέλει να διαγραφεί. Έτσι, αναγκαστικά πλέον συνυπάρχουν οι δαίμονες της εκδίκησης της προκολομβιανής τάξης και οι παντοειδείς άγγελοι του συχνά βίαιου προσηλυτισμού του 16ου αιώνα. Είναι αυτοί που τραγουδούν έναν από τους παράφωνους σκοπούς των Αμερικών: η σχιζοειδής επικράτεια των Μεξικανών σε περίληψη.
Επιστροφή αναπόφευκτη στον Λαβύρινθο της μοναξιάς. Το κείμενο, εννοείται, είναι ανοιχτό για πολλαπλές αναγνώσεις: «Η ιστορία του Μεξικού είναι η ιστορία του ανθρώπου που αναζητεί τις ρίζες του, την καταγωγή του. Διαδοχικά εκγαλλισθείς, ισπανόφιλος, ιθαγενόφιλος, πότσο διασχίζει την ιστορία σαν κομήτης από νεφρίτη και κάπου κάπου ακτινοβολεί. Τι νʼ αναζητεί τάχα στην τρελή του πορεία; Την καταστροφή του. Να ξαναγίνει ήλιος, να ξαναμπεί στην τροχιά της ζωής απ΄ όπου κάποτε τον έβγαλαν – με την Κατάκτηση άραγε ή με την Ανεξαρτησία; Η μοναξιά μας έχει τις ίδιες ρίζες με το θρησκευτικό αίσθημα. Είναι ορφάνια, μια σκοτεινή συνείδηση ότι μας έχουν αποκόψει από το «Όλον» και μια ακατάπαυστη αναζήτηση: φυγή κι επιστροφή, προσπάθεια να αποκαταστήσουμε τους δεσμούς που μας ένωναν με την πλάση.»
Πότσο, μας λέει η Ντιάνα Μπόμπολου, αποκαλείται στις ΗΠΑ το ισπανικής καταγωγής άτομο, και στη Λατινική Αμερική ο μιμούμενος βορειοαμερικανικούς τρόπους και συνήθειες. Πρόλαβα να γνωρίσω εδώ έναν απʼ αυτούς. Πίστευε ότι ζούσε στο Μανχάταν, ότι προφανώς ήταν μακρινός απόγονος των Ιρλανδών, οι οποίοι αποίκησαν τη Βοστόνη· κι ας είχε γεννηθεί κάπου βορειοανατολικά της Πόλης του Μεξικού, κοντά στην Teotihuacαn, το ιερό, βαρύτιμο κέντρο της αρχαιότητας. Η διεξοδική Κίρκη του Gabriel Zaid συνοψίζει σ΄ ένα βαθμό την απόρριψη μιας ψευδεπίγραφης ιθαγένειας. Παραθέτω:
«Η πατρίδα μου είναι στα μάτια σου, το καθήκον μου στα χείλη σου.
Ζήτα μου ότι θες εκτός από το να σʼ αφήσω.
Αν ναυαγήσω στις ακτές σου, ξαπλωμένος στην άμμο σου
Είμαι ένας χοίρος ευτυχής, δικός σου, περισσότερο δεν με νοιάζει
Είμαι από το ίδιο χώμα με σένα, ο ήλιος μου είσαι εσύ
η δόξα μου στο λόγο σου, το σπίτι μου στο βιο σου.»

***

Πρώτη φορά διάβασα ποίημα του Xavier Villaurrutia το 1988. Ήταν το «Νοκτούρνο του Λος Άντζελες». Το απέδωσε στη γλώσσα μας και το συμπεριέλαβε στην Ποιητική ανθολογία αποκλίνοντος ερωτισμού ο φίλος Ανδρέας Αγγελάκης, ο οποίος ζει από καιρό μόνο στη συλλογική μας μνήμη. Ήταν μια φροντισμένη έκδοση της «Γνώσης», που άνοιγε ένα παράθυρο και στις ιδιαιτερότητες του Μεξικού. Ασφαλώς ο Ανδρέας πολύ θα το χαιρόταν σήμερα, ξεφυλλίζοντας την έντυπη αυτή προσφορά των «Ροών». Ας του αφιερώσουμε λοιπόν αυτές τις στιγμές. Άλλωστε ο Xavier Villaurrutia αντιλαμβάνεται κι αυτός σε βάθος τις γλώσσες, οι οποίες είναι «έτοιμες να ξεχυθούν με φλόγες, / για να πουν τραγούδια, να δώσουν όρκους / και να προφέρουν τις βρώμικες εκείνες λέξεις / που μπόλιασαν οι άντρες με τ΄ αρχαία μυστήρια / της σάρκας, του αίματος, του πόθου.»
Ο ποιητής συλλαβίζει. Αβοήθητος και γι΄ αυτό διαλάμπει. Το βάρος του χθες είναι εν τέλει ασήκωτο. Παραμένει ασφαλώς συναρπαστικός στην προσπάθειά του να ορίσει ταυτοπροσωπίες και γνησιότητες. Η διερμηνεία κρίνεται οριακή: οι γενικεύσεις του Λαβυρίνθου της μοναξιάς είναι συνεπώς σεβαστές. Επιλέγω: «Όλοι μας, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, ανακαλύπτουμε ότι η ύπαρξή μας αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, το αμεταβίβαστο, το πολύτιμο. Σχεδόν πάντα η αποκάλυψη αυτή πραγματοποιείται στην εφηβεία. Η ανακάλυψη του εαυτού μας εκδηλώνεται ως επίγνωση της μοναξιάς μας. Ανάμεσα σε μας και τον κόσμο υψώνεται το άπιαστο, το αόρατο τείχος της συνείδησης. Κατά τη γέννησή μας νιώθουμε μόνοι, Τα παιδιά όμως και οι ενήλικες μπορούν να ξεφύγουν από τη μοναξιά και να ξεχαστούν με το παιχνίδι ή με τη δουλειά. Ο έφηβος, αντίθετα, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παιδική και τη νεανική ηλικία, μένει για λίγο μετέωρος μπροστά στον άπειρο πλούτο του κόσμου. Ο έφηβος εκπλήσσεται με την ίδια του την ύπαρξη. Και την έκπληξη του αυτή τη διαδέχεται ο στοχασμός: σκυμμένος πάνω από τον ποταμό της συνείδησής του αναρωτιέται αν αυτό το παραμορφωμένο από το νερό πρόσωπο που ξεπροβάλλει σιγά σιγά μπροστά του είναι όντως το δικό του. Η μοναδικότητα της ύπαρξης – σαφής αίσθηση στο παιδί – μετατρέπεται σε πρόβλημα και απορία, σε συνείδηση που θέτει ερωτήματα.»
Το συμπέρασμα που ακολουθεί θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει τον ικανοποιητικότερο δείκτη πρόσληψης της ανά χείρας ανθολογίας. Κατά λέξη: «Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν έχουν ακόμη «ενηλικιωθεί». Η ύπαρξή τους εκδηλώνεται ως ερώτημα: Πώς θα εκφράσουμε αυτό που είμαστε; Πολλές φορές η ιστορία διαψεύδει τις απαντήσεις μας σʼ αυτά τα ερωτήματα, ίσως γιατί αυτό που ονομάζεται «χαρακτήρας ενός λαού» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πλέγμα αντιδράσεων σʼ ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Ωστόσο είναι δυνατόν οι αντιδράσεις σε διάφορες να ποικίλλουν και μαζί τους να αλλάζει ο αμετάβλητος δήθεν χαρακτήρας του λαού. Παρά την απατηλή, σχεδόν πάντα, φύση των δοκιμίων περί ψυχολογίας των λαών, θεωρώ ιδιαίτερα αποκαλυπτική την εμμονή με την οποία οι ίδιοι οι λαοί στρέφονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους στην ενδοσκόπηση και αναρωτιούνται για την ύπαρξή τους. Συνειδητοποίηση της ιστορίας σημαίνει συνειδητοποίηση της μοναδικότητάς μας. Στιγμή ανάπαυλας και περίσκεψης πριν από τη δράση.»

* * *

Από το Χαρτούμ, όπου με έταξαν προς το παρόν οι συγκυρίες, σφίγγω νοερά και τα δύο χέρια του Γιάννη Σουλιώτη. Τον συγχαίρω και γιʼ αυτό το επίτευγμά του. Βεβαίως, έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι πρόκειται για μια γενναία και άλλο τόσο πρόσφορη δοκιμή του για περαιτέρω ξεναγήσεις σε άλλα μήκη και πλάτη της Ποίησης του Ανθρώπου.

———————-