Αλκυόνη

Σ’ ένα μπαρ
αργοπίνοντας
σκοτωμένες ώρες
σε είδα

Φτωχή η ποίησή μου
να περιγράψει ομορφιά
Αφού μαθημένος αλλιώς
καθαρογράφω πόνο

Μα εξαίσια πάνω σου
λιποθυμάει το βλέμμα

Ας ηταν με τα ρούχα
σήμερα να έντυνα τα αγάλματα

Σε ονόμασα Αλκυόνη

*

Σαββατόβραδο

Ο κόσμος γέμιζε τους δρόμους
Σαββατόβραδο
Τυφλωμένα φώτα
Τρομαγμένες φάτσες
Υποψίες χαμόγελου
Κοριτσοπαρέες
Πρεζόνια
Πακιστανοί
Μπάτσοι μαρσάρουν το πέος τους
και φεύγουν ουρλιάζοντας

Πίνοντας μόνος στο μπαρ
εμφανίστηκε ο Τραιανός
Μια στιγμή φύλακας ερειπίων
μπροστά στα μάτια μου
με μια κομμένη καραμπίνα
μοιράζοντας τριαντάφυλλα
στους θαμώνες

Αδιάφορος παρατηρούσα
τα δάχτυλά μου
μ’ ένα χαμόγελο ηλιθίου
Έκανα πως κάτι έψαχνα
στις τσέπες του παλτού μου

Με σημάδεψε στο κεφάλι
”γράψε ένα ποίημα μαλάκα,
αλλιώς δεν την βγάζεις καθαρή
αυτό το βράδυ”

Εξω ο κόσμος γέμιζε τους δρόμους
Μέσα κάποιος άδειαζε ποτήρια

Το Σαββατόβραδο άρχιζε συναρπαστικά

*

Το καράβι έχει δέσει στο Πέραμα
για επισκευή ,
οι ναύτες του σαπίζουν στα μπαρ
και τα μπιλιάρδα
Τα χέρια τους στην ήβη των κοριτσιών
του λιμανιού εξερευνούν τη γή του πυρός
την σπαρμένη με πέη.

*

Τοξικά ερείπια

Μάτια κόκκινα
Απ’ το οξύ της νύχτας
Ερπετό που κρύβουμε
Στις φλέβες

Τοξικά ερείπια ανθρώπων
Κλειστά παράθυρα
τα νύχια των τοίχων γραπώνουν το φώς
Η αμυχή στην καρδιά
των πραγμάτων φυλάει μια μεγάλη
ιστορία μέσα της
Μια θλίψη κάποτε
κι ένα χαμόγελο παιδικό

Για να φάς το γλυκό μικρέ
Πρέπει να σπάσεις το βάζο
Αυτό κανείς δεν στο μαθαίνει
Αν μόνος σου δεν το βρεις
Ούτε η γνώση των βιβλίων ποίησης
που ‘χεις σωρεύσει στο δωμάτιο σου
Ούτε οι δάσκαλοι
Οι μέντορες
Κι η μάνα σου ακόμη

Μόνος σου πρέπει
Ελα μη φοβάσαι
Δεν θα είμαι ούτε εγώ
Να σου κρατώ τη σκάλα

*

Δεν χάνεις αίμα , δεν θα πεθάνεις.
Γιατί καμιά μάχη δεν έδωσες
κι ας λές πως σε κατέβαλε η προσπάθεια
για την επιβίωση.
Δεν θα πεθάνεις απ’ αυτό ,
ίσως να πάθεις καρκίνο η έμφραγμα
να σε μαζέψουν από λαμαρίνες
οικτρά δαγκωμένο , μα δεν θα πεθάνεις ,
πάλι καθαρή θα την βγάλεις κουφαλα.
Εγώ ξέρω , οι άλλοι που σε σένα δουλεύουν
ξέρουν ,
πως ήδη είσαι νεκρός
η καλύτερα πως ποτέ δεν γεννήθηκες
για να μαζεύεις χαρτούρα να ταριχεύεις
στις τράπεζες.

Είσαι νεκρός και δεν το ξέρεις ,
είσαι μπάσταρδε νεκρός και το ξέρουμε.

*

Τρία βρόχινα ποιήματα

Σε είδα στην πλατεία Δικαστηρίων .
Με τα τακούνια σου κομμάτιαζες
οριζόντια και κάθετα
το σάπιο σώμα της πολιτείας.
Μέρες μετά σε ξαναείδα
τυχαία στη γειτονιά.
Στα χέρια κρατούσες
τη βρόχινη μήτρα σου.

*

Είσαι βροχή σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο ,
σκονισμένος καθρέφτης ,
τις νύχτες ένας πιτσιρικάς
με το δάχτυλό γράφει πάνω του
ποιήματα.
Είσαι μια εξόριστη βροχή
ανακατεμένη
με σκόνη και άνεμο.

*

Όλη νύχτα κοιτούσε τα μάτια της
Ωσπου άρχισε να βρέχει , αργά , επίμονα.
Έπειτα γρήγορα , διαπεραστικά.
Η βροχή δεν σταμάτησε ποτέ.

*

Περνούσε τα βράδια απ’ τη γειτονιά
πίσω του σκυλιά συμπλήρωναν το κάδρο
Ερχόταν πάντα νύχτα όταν όλοι είχαν
πέσει για ύπνο
Με τρυπημένα μάτια απ’ την άνοιξη
έφευγε το πρωί ο εφιάλτης

*

Ο κύριος Μιχάλης
αρεσκόταν να κάνει τη βόλτα του
στην παραλία
μες στην ομίχλη προτιμούσε
Οταν έβρεχε άνοιγε την κίτρινη ομπρέλα
και η βροχή σταματούσε
Την μέρα που έφυγε η Γκρέτα
ραγδαίες βελόνες ανασήκωναν τη σάρκα
της θάλασσας
Ανοιξε την ομπρέλα μα η βροχή απτόητη
Ο κύριος Μιχάλης έκανε τη βόλτα του
πλέον κάτω απ’ τα ύφαλα των φέρυ

*

Οταν κερδίσω δέκα εκατομύρια ευρώ στο Τζόκερ
όχι δεν θα δώσω λεφτά στους φτωχούς , σε ιδρύματα
και τα ρέστα.
Δεν έχω ‘ γω καμιά σχέση με τη μίζερη παλιοζωή τους ,
αριστοκράτης πάντα ήμουνα από κούνια
και ας μου βάραγαν κουδούνια.

Θα’ φήσω μούσια και μακριά μαλλιά
και μια καλύβα από χόρτα θα κατασκευάσω
σε κάποιο τροπικό νησί του Ειρηνικού
που θα φροντίσω πρώτα να αγοράσω.

Δίχως γυναίκα και σκυλιά
βίο πολυτελέστατο θα διάγω
κολύμπι , ψάρεμα και τα λοιπά
ήσυχα , απλά , τη λόξα μου να βγάζω.

Ποιήματα θα γράφω σωρό
κι ευθύς στη θάλασσα θα τα ρίχνω ,
πιθήκους δυό θα εκπαιδεύσω
δυό τραχείς και λεβεντονιούς μανταρινοπιθήκους.

Τα ποιήματα μου να απαγγέλω
και να χειροκροτούν αυτοί όλο ζέση
κοινό πειθήνιο και σταθερό
για να επιπλέω πάντα στον αφρό.

Ο ένας μια καρύδα θα μου φέρνει
βραβείο τρομερό θα είν ‘ αυτό
πώς θα ‘ χω πάρει το πρώτο κρατικό

Κι ο άλλος ένα ματσάκι μαιδανό
για το βραβείο νόμπελ
που λαχταρούσα από καιρό.

*

Η πόλη σου ξένη , κάθε συνοικία που περπάτησες
ζέχνει την ανημπόρια της γενιάς σου ,
βαρβιτουρικά μωρά σε γυάλες από χλωροφόρμιο
ανεμίζουν την γαλανόλευκη , ίτε παίδες ιλουστρασιόν μάγκες
και λαμέ πουστράκια σουτάρουν levies και Dolce Gabana.
Oι γιοί μας της Βαβυλώνας τέκνα διαρυγνύουν τα ιμάτια τους
στα χρηματιστήρια και τα σκυλάδικα , πλατινέ ξέκωλα ψάχνουν
μουράτα άλογα με φράγκα.
Η διανόηση συνδιαλέγεται ασύστολα
με κυβερνητικούς παράγοντες και θωπεύει τον εαυτό της , φλώρια
με cayiene στο Μέτσοβο και στην Αράχωβα γυρίζουν σούβλες
με λιπώδη μεταλαγμένα ερίφια , αδερφίστικα ζειμπέκικα χορεύουν
κάτω από ντισκομπάλες.
Γενιά μου σε στήσαν στον τοίχο άσχημα στριμωγμένη
και σε βαράν από παντού ,
πουλιά πιασμένα στα συρματοπλέγματα των δέντρων
ραμφίζουν την κίτρινη άνοιξη.
Αίμα στάζει απ’ τα αρμόνια ,σκουριά απ’ τα πάλαι ποτέ
κραταιά υποστυλώματα.
Το πέταγμα μια κάθοδος , μια μακρινή έστω υπόθεση ,
παράταιρη και ξένη.
Κι όμως αυτοί που θα μιλούσαν δεν φύγαν όλοι νέοι ,
είναι εδώ , παρόντες ,
ο Νίκος , η Χαρίτα , ο Κώστας και ο Γιώργος ,
η Άννα και ο Γιάννης , ο Θόδωρος , η Πέννυ , η Ντόρα.
Αυτοί και άλλοι που κρύβονται , που έρχονται ακόμη ,
μπουσουλώντας.
Αυτοί που δεν ξέρω και όσοι γνωρίζω
θα υψώσουν τα τόξα των φωνών τους σημαδεύοντας
την κρύα καρδιά και το αδηφάγο σας σύστημα.
Εμένα μου αρκεί να’ μαι ένας ψίθυρος μακρινός ,
μια στιγμιαία ριπή αέρα πάνω στον γκρίζο πάγο.

*

Η προσευχή των πεύκων

Άγιε κύριε θεέ των δασών
και των λαγκαδιών
των αλσυλλίων ,περιαστικών , αστικών , συνοικιακών ,
των κήπων και των κήπων των εξοχικών.
Εμείς τα πεύκα προσευχόμαστε ταπεινά
κάνε θεέ μου να μην έρθουν την άνοιξη αυτή
σε μας οι κάμπιες
και γεμίσουν πληγές τα κορμιά μας
και τρέξει πικρή ρετσίνη στις πληγές μας.
Εμείς θα χαρίζουμε ίσκιο στους περαστικούς ,
δροσιά με τα μεγάλα κλωνάρια μας ,κούνιες
αυτοσχέδιες για τα παιδιά έτοιμες θα προσφέρουμε ,
αιώρες δίπλα στη θάλασσα για τα όμορφα κορίτσια.
Δεν θα γκρινιάζουμε οταν ο δρυοκολάπτης
μπήγει το μακρύ του ράμφος βαθιά μέσα στη σάρκα μας.
Όμως θεέ μου κάνε να μην έρθουν την άνοιξη αυτή
σε μας οι κάμπιες.

*

Απρίλιος

Θυμάσαι κάποιον Απρίλιο;
Μαζεύτηκαν όλοι πάνω σου
Γελώντας σε σήκωναν ψηλά
Να συνηθίσεις τα φτερά σου ανοιχτά.
Μόνο εσύ έκλαιγες,
Αφού πάντα έτσι γίνεται.
Μέρες παλιές
Μισή ζωή
Μια ζωή και βάλε.
Το αύριο μπορεί να ‘ ναι
Μια γριά απ απ ‘ το Λαύριο
Που κεντά στ’ ανοιχτό παράθυρο
Τον πόνο σταυροβελονιά
Να ‘ ναι και γέλιο παγωνιού με τα στήθη ανοιχτά
Πλυμένα με ασβέστη.
Ένας μικρός με γλειφιτζούρι στο χέρι
Βγάζει απ’ την τσέπη μου ποιήματα
Σκισμένα νοσήματα της ύπαρξης
Απύθμενα χειροκροτήματα,
Δρόμοι , τόποι , γειτονιές ονείρων ,
Της ανείπωτης θλίψης.
Κάποτε τοση χαρά έτοιμη να πηδήξει
Απ ‘ τα μάτια σου στο κενό ,
Δρόμοι κι άλλοι δρόμοι
Που στο τέλος ο λάθος δρόμος
φανταζε ιδανικός.
Καμάρα Ταντάλου
Η πρώτη γυναίκα είχε το άρωμα της θάλασσας
Δωδεκαόροφες
Η εξηκονταρχία του Κώστα να παρελαύνει
Μπροστά σου σε delirioum tremens
Πατώντας πάνω στις άσπρες γραμμές του χάους.
Η φυσική σου τάση ισχυρή
Και τόση η ροπή σου
Σ’ αυτόν τον προωθημένο κίτρινο λίβα
που έκαψε τις σελίδες σου
Πρίν γράψεις ένα ποίημα της προκοπής
Μια ημερομηνία κατά το ήμισυ ανοιχτή
και τα σκυλιά λυμένα.

*************************

 

Aυτοβιογραφικό

Γεννήθηκα το 1976 στον Πολυγυρο Χαλκιδικής όπου διαμένω και εργάζομαι σαν αρτεργάτης. Παράλληλα ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες, ελιές κυρίως. Είμαι τελειόφοιτός νυχτερινού λυκείου.