aeeuia-020.jpg
Όταν οι αναμνήσεις γίνονται πρώιμη ιστορία

Ν’ ανοίξεις το βιβλίο,
να δεις τι γράφει
για την παλιά Θεσσαλονίκη,
να δεις και τη δικιά μας τη ζωή
γραμμένη με μολύβι,
βιαστικά, στα περιθώρια,
ανάμεσα στις παραγράφους
και πίσω απ’ τα εξώφυλλα.

Οι σελίδες κολλάνε μεταξύ τους,
τις αγκυλώνει το συρματόπλεγμα
που είχανε βάλει στη γειτονιά,
στο μέρος που το κάστρο ήταν πεσμένο,
κι ο ξεχασμένος σελιδοδείκτης
μυρίζει αλάνα κι ασβεστωμένα σκαλοπάτια.

Ν’ ανοίξεις το βιβλίο·
εμείς ξυπνήσαμε μια μέρα
κι είδαμε τα όνειρά μας
τυπωμένα με γράμματα ψιλά.
Διαβάσαμε στις οδηγίες χρήσης
για τα τριάντα πέντε χρόνια μας
που ‘χουν παλιώσει,
για τις αναμνήσεις μας
που δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν
κι έχουνε γίνει πρώιμη ιστορία.

Το χέρι που έγραφε βιαζόταν
κι από το γράφε γράφε
χάλασε το καρφί
που κρατούσε κρεμασμένη
τη λαμαρινένια σκάφη,
σάπισε την ξύλινη σκάλα της αυλή μας,
κι έκανε τη σκουριά της καπνοδόχου,
στο τοίχο, έργο τέχνης,
ύστερα έβαλε και τίτλο «άλλη εποχή».

Ψάξε να βρεις εκείνο το μολύβι
που έγραψε τα παιδικά μας χρόνια,
-ήτανε ξυμένο με κοφτερό σουγιά-
να το ‘χω, να το δείχνω.

—-

Δρόμοι που περπάτησες

Εχθροί και φίλοι οι δρόμοι που περπάτησες,
τους μετράς
με το δάχτυλό σου να δείχνει την καρδιά σου.

Μητροπόλεως, Βενιζέλου , Εγνατία
ανοίγουν κάθε νύχτα τις μαύρες ραφές τους,
καταπίνουν κάθε παράταιρη μορφή
που δε χώρεσε σε καμιά πόλη,
που δε βολεύτηκε σε κανένα κορμί
και δεν έγινε αίμα να κυλήσει στις φλέβες μας.

Κανένας τοίχος δε φωνάζει ονόματα
-μέσα από ψιλές ματωμένες τρύπες
που αχνίζουν-
καμιά σελίδα με ποιήματα δε φτερουγίζει,
κανένα ποίημα πια δε γράφεται με αίμα.

Κάθε νύχτα σ’ αυτούς τους δρόμους
φέρνω κρυφά κι από ένα στίχο μου
και του δείχνω τα σημάδια.
Απλώνω στο οδόστρωμα
κι ένα νήμα της σιωπής μου
να το βάψω με σκοτάδι,
πένθος στο μπράτσο να το ράψω
για τους πολέμους που δεν τέλειωσαν ακόμη.

—-

Τοίχοι της Θεσσαλονίκης

Λόγια καρφωμένα από παλιά στους τοίχους
συζητάνε χαμηλόφωνα για ιδέες.
Συνθήματα που ήταν κάποτε γραμμένα
φουντώνουν τη συζήτηση.
ανάσες αγωνίας, φανατισμού,
ανάσες ενθουσιασμού, πόνου.

Κάποιοι τοίχοι στη Θεσσαλονίκη ζωντανεύουν,
μαντρότοιχος του λιμανιού,
υδραγωγείο της Καλλιθέας,
μάντρα των μνημάτων της Αγια Παρασκευής.

Λόγια, συνθήματα, ανάσες στοιχειώνουν,
τρομάζουν τους ανυποψίαστους,
φωνάζουν το χθες στους πρωταγωνιστές.

—-

ΑΝΙΛΙΝΗ – Όταν σκοτώσουν τις ιδέες

Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
θα μείνουμε γυμνοί μπροστά στον εμποράκο,
θα κρατάμε λευκή σημαία της υποταγής,
θα κοιτάμε στα κορμιά μας
τις σφραγίδες πιστοποίησης.

Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
θα μας πουλήσουν στην αγορά
για ψηφοφόρους,
με τις συνειδήσεις μας θα στρώνουν
το μέλλον τους,
και θα γελάνε με τις βραχνές φωνές μας.