napoleon-lapathiotis.jpg

Τη νύχτα της 7/8 Ιανουαρίου 1994, ακριβώς 50 χρόνια μετά την αυτοκτονία του ρομαντικού ποιητή του Μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, άρχισα να γράφω μια μελέτη για τον άνθρωπο και το έργο του. Εκείνο που με παρακίνησε ήταν, αφενός ότι επρόκειτο για έναν ποιητή που μου άρεσε -άγνωστος, για διάφορους λόγους, στις νεότερες γενιές-, αφετέρου το γεγονός ότι όσα είχα διαβάσει μέχρι τότε γιʼ αυτόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε άλλο παρά τον κολάκευαν. Ο Λαπαθιώτης, κατά τα φαινόμενα, όντας άθεος, κομουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής, ενσάρκωνε το μαύρο πρόβατο τής νεοελληνικής φιλολογίας! Όχι τόσο εξαιτίας του έργου του (αν και από ένα σημείο και μετά προστέθηκε και αυτό στα επιβαρυντικά στοιχεία), όσο εξαιτίας της προκλητικής -έναντι της υποκριτικής αστικής ευπρέπειας- ζωής του.


Η πρόθεση μου ήταν να γράψω μια σύντομη μελέτη. Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, τα στοιχεία που συγκέντρωνα ήταν άφθονα. Ποιήματά του από διάφορες ανθολογίες, κείμενα τρίτων για τον ποιητή, συγκαιρινών του ή όχι, αφιερώματα περιοδικών, λιγοστά βιβλία… Μέχρι το φθινόπωρο του 1994 την είχα τελειώσει, έτσι πίστευα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, μετά από παρότρυνση φίλου, έδωσα τρία μέρη της στον Γιώργο Χρονά προκειμένου να δημοσιευτούν στο περιοδικό του.
Τον Ιανουάριο του 1995, η Λιλή Ζωγράφου μου δώρισε την πληρέστερη -όχι όμως και εξαντλητική- έκδοση των ποιημάτων του, που είχε κυκλοφορήσει από τις ιστορικές εκδόσεις Φέξη, το 1964, με την επιμέλεια του Άρη Δικταίου. Πήρα την απόφαση και επισκέφθηκα τότε το Ελληνικό Λογοτεχνικό – Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), μόλις είχα μάθει την ύπαρξή του, μήπως κι έβρισκα κάτι για τον ποιητή. Αποκόμισα κάμποσα νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι ο φάκελος του Λαπαθιώτη είναι ισχνός – όχι πλήρες αρχείο αλλά σπαράγματα.
Τα περισσότερα ποιήματα και τα νέα στοιχεία με ανάγκασαν να εμπλουτίσω αλλά και να αναθεωρήσω κάποια σημεία της μελέτης μου. Τα τρία κείμενά μου, στην αρχική τους γραφή, κι ένα ποίημα, μαζί με άλλα δύο κείμενα των Γιώργου Μπαλούρδου και Τάκη Σπετσιώτη, δημοσιεύτηκαν με το ψευδώνυμο Α.Β. Στρατής στο τεύχος 79-80, Μάιος-Αύγουστος 1995, του περιοδικού Οδός Πανός. Έτσι, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αξιώθηκε ένα αξιοπρεπές, πιστεύω, αφιέρωμα στα 51 χρόνια από τον θάνατό του.
Σήμερα, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θεωρώ ότι εκείνο το αφιέρωμα επανέφερε στο προσκήνιο τον λησμονημένο και βαθύτατα παρεξηγημένο ποιητή. Δύο ή τρεις φορές, νομίζω, επανεκδόθηκαν τα ποιήματά του από τις εκδόσεις Ζήτρος. Η μετάφραση που είχε κάνει στη μονογραφία του Αντρέ Ζιντ για τον Όσκαρ Ουάιλντ, που είχε δημοσιευτεί το 1944, γνώρισε δύο νέες εκδόσεις από διαφορετικούς εκδότες, Στοχαστής και Ινδίκτος. Η αισθηματική του νουβέλα Το τάμα της Ανθούλας, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Μπουκέτο στην αρχή της δεκαετίας του 1930, τυπώθηκε σε αυτοτελή τόμο από τις εκδόσεις Λιβάνη. Δύο νέα βιβλία, απʼ ό,τι γνωρίζω, κυκλοφόρησαν για τον ποιητή. Η παρουσίασή του από τον Σωτήρη Τριβιζά στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, καθώς και η εκτενής μελέτη του Τάκη Σπετσιώτη από τις εκδόσεις Άγρα, εμπλουτισμένη με 63 πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη. Επίσης δυο τρία ποιήματά του μελοποιήθηκαν κιόλας, ενώ η παράσταση Καρδιά με κόκαλα (την οποίαν, ατυχώς, δεν είδα μιας και μένω μακριά), δόθηκε πέρυσι στο ερειπωμένο σπίτι του ποιητή στα Εξάρχεια, το οποίο αποκαθίσταται πλέον από ιδιώτες και θα χρησιμοποιηθεί πάλι ως κατοικία.
Ποιο είναι το μέλλον του Λαπαθιώτη; Άγνωστο! Τουλάχιστον όσον αφορά το δημοσιευμένο έργο του, διεσπαρμένο σε ποικίλα περιοδικά κι εφημερίδες, υπάρχει πάντα η δυνατότητα τού εντοπισμού και της επαναδημοσίευσής του. Όμως, υπάρχει σίγουρα και αδημοσίευτο υλικό, το οποίο είναι άγνωστο σε ποια χέρια βρίσκεται. Ας ελπίσουμε ότι δεν κατέληξε σαν χαρτί περιτυλίγματος σε μανάβικα και μπακάλικα, όπως φοβόταν ο ποιητής. Ας ευχηθούμε ότι, κάποια στιγμή, θα φανερωθεί. Μακάρι να γίνει!
Σαν σήμερα, πριν από 119 χρόνια, γεννήθηκε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο κέντρο της παλιάς Αθήνας, στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων – το σπίτι υπάρχει ακόμα. Υπόσχομαι να επανέλθω στο θέμα, στον άνθρωπο και το έργο του. Προς το παρόν, στη μνήμη του, παραθέτω στην κρίση σας επτά ποιήματα άλλων για τον αυτόχειρα ποιητή.

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

ΕΛΕΓΕΙΟ

Δεν ήταν θάνατος, αυτός ο ξένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
ήρθε σιγά, κρυφά μες στο σκοτάδι,
σαν ένας αδερφός αγαπημένος

και σταυρωτά σε φίλησε, σα χάδι.
Έτσι πολύ κι αναίτια λυπημένος,
ήταν ένας χλωμός Εσταυρωμένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ,

σε μιαν Αποκαθήλωση μοιραία,
-τριανταφυλλάκι σε γυμνή ρομφαία-
κάρφωσε την ψυχή σου… Σαν αστείο

τώρα θα σου φανεί να μάθεις ότι,
έγραψα τούτο το φτωχό ελεγείο
«Εις μνήμην Ναπολέοντος Λαπαθιώτη…»

(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία, τεύχος 398-399, 1944)

Μυρτιώτισσα (1885-1968)

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Τώρα που έχεις ξεφύγει απʼ του βίου το κλάμα
κι είσʼ ολόφωτο πνέμα,
η ψυχή σου απορεί για τʼ ανθρώπινο κλάμα
που σου ερούφα το αίμα.

Είχες έρθεις να ψάλεις τʼ ώριο το φως που αναβρύζει
απʼ της φύσης τα σπλάγχνα
και το εξαίσιο τραγούδι σου, Ποιητή, μας βυθίζει
μες στου πόνου την άχνα.

Εκαθόσουν στο πιάνο κι απʼ του δρόμου το βάθος
στης νυχτιάς τη γαλήνη,
μʼ έχει αγγίξει ο καημός και τʼ αδιέξοδο πάθος
της καρδιάς σου που εθρήνει.

Κι όταν σου ¢φυγε η μάνα που κρατούσʼ αναμμένο
της στοργής το καντήλι,
σʼ ένα σκοτάδι φριχτό σʼ είδα πια βουτηγμένο,
βουτηγμένο ως τα χείλη.

Μοναχή συντροφιά σου μένει η θύμηση τώρα
-το στοιχειό του σπιτιού σου-
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλετʼ η ώρα
του στερνού λυτρωμού σου.

Πώς ανάσανα, φίλε, όταν λεύτερο σʼ είδα
να κινάς γιʼ άλλα μέρη,
σʼ ακλουθώ με το νου στην καινούρια Πατρίδα
που σε δέχτηκε αστέρι!

(Άγνωστη η χρονολογία του και σε ποια συλλογή ανήκει).

Άδωνις Φατούρος (1924-1982)

ΣΤΟΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

Του Αίαντα την ορμή, α, πώς επήρες,
ποιες μάγισσες σε σύρανε, ποιες μούσες,
έτσι μεμιάς ανοίχτηκαν οι θύρες
της νύχτας στη ζωή πʼ αναζητούσες;

Σου έδωκε η βουβή της η γαλήνη
-ήξερε πάντα σένανε να δίνει-
έρωτες άστατους, ντροπές, οδύνη,
ό,τι η ζωή κενό ΄νιωθες νʼ αφήνει.

Τώρα, μονάχα θύμηση αργοστάζει
ολόπικρη σʼ αυτούς που σʼ αγαπάνε
και λίγα άνθη ταχτικά σκορπάνε,

στο χώμα το φτωχό όπου σκεπάζει
τα μάτια τʼ ανοιχτά τα παγωμένα,
και κλαίνε, κλαίνε σιγανά για σένα.

3-2-1956

ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Στοχάζοντάς σε, Λαπαθιώτη, είδα
απόψε του εαυτού μου τη σφραγίδα.
Όνειρα να ΄ναι τάχα που περνάνε
ή σχήματα άυλα όπου περνάνε;

Μέσα στου πάθους το γλυκό μαρτύριο
είνʼ η ζωή μας φανερό μυστήριο
τη μέρα μεις καθόλου δε ζητάμε
μπλάβα μονάχα ερέβη αγαπάμε.

Γιατί μπορούμε στο μουντό διασίδι
την κάθε πράξη πʼ άλλος για βρισίδι
θα θώρʼ η ηθική να την κρατάμε

πίνουμʼ ατέλειωτα, ας μετράει
η κάθε νύχτα ό,τι μας κερνάει
δείχνοντας έτσι πως την αγαπάμε.

Φεβρουάριος 1957

(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Η λέξη, τεύχος 33, 1984)

Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991)

ΒΡΟΧΕΡΟ ΒΡΑΔΥ ΕΝΟΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
ΙΣΩΣ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

Ναι, σίγουρα πρέπει. Μας περιμένουν.
Πίσω απʼ το τζάμι, στητοί και αξιοπρεπείς,
οι γέροι ποιητές καραδοκούν μήπως χτυπήσει το κουδούνι.
Τι περιμένουν; ποιον; Όλους και κανέναν.
Οι ανθολογίες πολλές φορές τους παρουσιάζουν νεκρούς,
πως πέθαναν πριν πέντε ή δέκα χρόνια,
κάπου στην Επαρχία,
εκείνοι στέλνουν επιστολές,
διευκρινίζουν, ειρωνεύονται, απειλούν τον ανθολόγο,
κατηγορούν για φιλολογική ανεπάρκεια, κακοήθεια.
Παίρνουν απάντηση ικανοποιητική,
υπόσχεση διόρθωσης μόλις εξαντληθεί η πρώτη έκδοση
και ησυχάζουν.
Τα διηγούνται πια κατόπιν σαν ανέκδοτο.

«Και να σκεφτείτε πως τώρα γράφω το αριστούργημά μου,
αυτές οι καρακάξες θα πλαντάξουν,
σας βεβαιώνω,
είμαι πιο νέος απʼ αυτούς, μην τους ακούτε,
μεθαύριο έχω γενέθλια. Μπαίνω στην εφηβεία μου.
Κλείνω τα δεκαπέντε μου.
Τι δώρο θα μου κάνουν, άραγε;»

Και ξαφνικά, μεταμορφώνονται.
Γίνονται μια κοπελίτσα με ξανθά μαλλιά,
στο μπούστο της νταντέλες,
γίνονται ένα άτακτο αγοράκι
που κλέβει το γλυκό και σκαλίζει τη μύτη του.
«Λοιπόν, θα πάμε καμιά βόλτα;», σε ρωτούν.
«Το υποσχεθήκατε».

Πώς, βέβαια, λες. Κι ετοιμάζονται.
Βάζουν πανάκριβα λουστρίνια,
μεταξωτά πουκάμισα, φορτώνονται δαχτυλίδια και καδένες.

«Δεν θʼ αργήσουμε», φωνάζουν στην υπηρέτρια.
«Αν τηλεφωνήσει κανένας, πες να ξαναπάρει,
θα ΄μαι πίσω σε δυο ώρες,
πρόσεχε να σημειώσεις τʼ όνομά του,
όλο ξεχνάς τώρα τελευταία, αντίο».

Και σκαρφαλώνουνε στην πλάτη σου.
Τα πόδια σου λυγίζουν.
Ενώ δεν είναι καν εξήντα κιλά,
σηκώνεις ένα αβάσταχτο φορτίο,
κουβαλάς σʼ ένα σακί το χρόνο,
τρέμεις, λυγάς.

Ένα προπολεμικό τραγούδι βουίζει μες στʼ αυτιά σου.
Και – τι περίεργο! Ενώ η δύση δεν προμήνυε τίποτε,
αρχίζει μια ψιλή βροχή να πέφτει,
συνοδεύει την κουβέντα και τη βόλτα σας
διακριτικά, αλλά επίμονα,
διαλύει τα πάντα σʼ έρωτα και μνήμη,
πρόσωπα διαγράφονται στο μάκρος της λεωφόρου,
τρέχει ποτίζοντας τα μαλλιά, τη σάρκα σου.
Ενσωματώνεται στη σκέψη σου.
Ολόκληρος γίνεσαι βροχή.

«Ας σταματήσουμε εδώ, στο υπόστεγο.
Αυτή η απρόοπτη βροχή μας χάλασε τα σχέδια.
Τι ατυχία!
Πάντα, όταν βρέχει,
αισθάνομαι σαν να με τιμωρεί ένα πρόσωπο,
αλλά δεν ξέρω ποιο ή γιατί.
Το ΄χω προσέξει από μικρός».

Σωπαίνουν. Περνάει ώρα. Σε ξεχνούν.
Μονάχα ακούγεται η βροχή στο υπόστεγο.

«Δεν επιστρέφουμε;», λένε. «Δεν πειράζει.
Εξάλλου, εσείς θα μου περιγράψετε
αυτά που επρόκειτο να δούμε,
Τα σινεμά, τα θέατρα, οι φαντάροι,
τʼ αγάλματα στο πάρκο τα κιτρινισμένα,
οι τυχερές αυτές υπάρξεις
που οι ανόητοι τα θαρρούν χωρίς ζωή
– τι λεία σάρκα, τι νεανική,
βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα τους στο χρόνο
και, κυρίως, είναι άτρωτα,
οι μαχαιριές των αισθημάτων άσκοπες,
έχουν συναλλαγές με την αιωνιότητα,
γιʼ αυτό τα βλέπετε έτσι αυτάρκη,
με γνωρίζουν εμένα, ωστόσο, τα γνωρίζω,

αλλά τι λέω, ξεχάστηκα,
ώρες είναι να μπλεχτούμε και με τη μεταφυσική,
αυτό μας έλειπε,
ανέκαθεν μισούσα τις αφηρημένες έννοιες,
λοιπόν, έτσι,
θέλετε λίγο ούζο, ουίσκι, αναψυκτικό;
Ούτε καν σας ρώτησα.
Βαρέθηκα πια τα ίδια πρόσωπα,
ποια πρόσωπα; για τον Καβάφη λέω.
Εφιάλτης μου έγινε. Έχει προσκολληθεί
σαν βδέλλα πάνω μου.
Όπου πάω, μʼ ακολουθεί. Στο σαλόνι,
που λιμνάζουν οι οικογενειακές φωτογραφίες μας,
στο χωλ, στην κουζίνα, όταν ψήνω κάποιο ζεστό,
στην τουαλέτα ακόμα. Παντού από πίσω μου.
Μα, καταντάει τυραννία.
Μʼ έχει κάνει νευρασθενικό.
Καταπίνω χάπια με τις φούχτες.
Κάποιος πρέπει να του μιλήσει πια,
να φύγει, να φύγει, να φύγει, να ξεκουμπιστεί.
Να, για ακούστε. Όχι, δεν είναι αυτός.
κάποιο ποντίκι θα ΄ναι, έχουμε και τέτοια,
δεν μας φτάναν τʼ άλλα.
Και η μνήμη να κρέμεται σαν βρυκόλακας στο τζάμι μου.

Όλα τούτα τα χαρτιά, τα ποιήματα, προσχέδια,
επιστολές νεκρών λογοτεχνών, καρτ ντε βιζίτ,
φωτογραφίες της Λεάντερ, δίσκοι της,
όλα τούτα μου ΄ρχεται νʼ ανοίξω το παράθυρο,
να τα πετάξω,
στάχτη και μπούρμπερη να γίνουν,
όλο τούτο τʼ άχρηστο χαρτικό το ανεπρόκοπο
να γινόταν, λέει, κορμί φαντάρου ή ναύτη,
-έχω αδυναμία στις στολές, συγχωρέστε με,
εκείνο το βαθύ τους μπλε με κάνει
σα να ταξιδεύω-
να γίνει, που λέτε, σάρκα, αίμα και φλέβες,
αυτά που η ποίησή μου σεμνύνεται
να ομολογήσει,
μπράτσα, πλάτες, μέλη απόκρυφα.

Αχ, να γινόταν ξαφνικά, χωρίς κουδούνι να χτυπήσει,
χωρίς κανένα τηλεφώνημα,
νʼ ανοίξει η πόρτα του δωματίου μου
και να εμφανισθεί αυτός. Αυτός.

«Ήρθα», να πει. Τίποτε άλλο. Και να γδυθεί.
Νʼ αφήσει τον μπερέ του στην καρέκλα
κι αργά αργά να βγάλει το πουκάμισο,
το παντελόνι, τις λασπωμένες μπότες.
Μετά να πει, «Είμαι κουρασμένος,
κάναμε ασκήσεις σήμερα,
λίγο να κοιμηθώ, κι ύστερα βλέπουμε».
Νʼ αρχίσει να ψιλοροχαλίζει.

Εγώ –χα, χα, σας την έφερα–
θα τον αφήσω να κοιμάται,
θα πλησιάσω την καρέκλα στο κρεβάτι του.
Μυρίζει εκείνη η απροσδιόριστη μυρουδιά
της νεανικής σάρκας
(ορμόνες, μου ΄πε ένας γιατρός)×
το ΄να χέρι κάτω απʼ το κεφάλι του,
τʼ άλλο πάνω στην ήβη του. Περιττό.
Τίποτα δεν προσμένω. Τίποτα. Τίποτα.
Βαρεθήκατε; Ναι, βέβαια, είναι αργά.
Και τα ταξί δύσκολα βρίσκονται τέτοια ώρα.
Του χρόνου πάλι. Σίγουρα. Τηλεφωνείστε μου.
Ναι, αρκετά καλά τα ποιήματά σας,
θα βρω καιρό να σας γράψω τις εντυπώσεις μου.
Αντίο. Και να διαβάζετε. Διαβάζετε τους κλασικούς.
Είναι το άλφα και το ωμέγα.
Κακά τα ψέματα. Χωρίς την κλασική παιδεία μου
δεν ξέρω αν θα ΄γραφα τέτοια αριστουργήματα.
Γεια σας, λοιπόν.
Τραβήξτε, καθώς φεύγετε, καλά την πόρτα.
Ναι. Ναι. Συντόμως ελπίζω να τα ξαναπούμε.

(Από τη συλλογή Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982)

MODUS VIVENTI

Σαν τον Λαπαθιώτη μοιάζει πια – αντίγραφό του.
Κι αν άλλαξε ελαφρά το σκηνικό – η Πειραιώς,
η Βάθης, τα κουτούκια, η λαχαναγορά,
εκείνο το γαλάζιο τούλι του μεσοπολέμου,
οι μπερντέδες και τα χαμηλά κασκέτα
κι άλλα τινά, παραμένουν άλλα, ωστόσο,
τα πιο μόνιμα:
Ο «μπερντές», η νύχτα που δεν τήρησε ποτέ
καμιά απʼ τις υποσχέσεις της,
το άγχος, η αναμονή, οι ρούνες,
η καταστροφή, τέλος.
Μια καταστροφή αθόρυβη, άνανδρη,
ανειδοποίητη, που σερβίρει το δηλητήριό της
αργά, με χέρια σίγουρα,
σαν τα χέρια, ξέρετε, που σας χαϊδεύουν τάχατες
και κατεβαίνουν προς τα κάτω
όχι γιʼ αυτό που φανταστήκατε,
μα για το πορτοφόλι –
τι άλλο;

(Από τη συλλογή Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986)

Α.Β. Στρατής (1965)

Είναι στιγμές που πνίγομαι, που πνίγομαι,
ανοίγω το παράθυρο και μένω×
ολόβαθα σα να με στραγγαλίζουνε,
με σκίζει κάποιο δάκτυλο κρυμμένο!

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Λευκές ψυχούλες

ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Ανοιχτά πέντε δάχτυλα, συνήθως μουντζώνουν!
Ενδεχομένως και να χαιρετούν, όταν κινούνται.

Τέσσερα δάχτυλα δεν ξέρω ακόμα τι κάνουν,
εκτός αν αμήχανα, ανυπόμονα στο τραπέζι χτυπούν.

Τρία δάχτυλα κρατούν ένα νυστέρι ή γράφουν.
Μερικές φορές κάνουν και το σταυρό τους.

Δυο δάχτυλα αγκαλιάζουν μια πένα, νύγουν χορδές,
τις γραμμές αραδιάζουν αυτές, που τώρα διαβάζεις.

Στην αρχή ένα δάχτυλο χαϊδεύει, έπειτα δείχνει.
Η σκανδάλη, άραγε, μπορεί να είναι το τέλος;

26-2-1995

(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός, τεύχος 79-80, 1995).
(Κι άλλος Λαπαθιώτης στο Βακχικόν)