Τη νύχτα της 7/8 Ιανουαρίου 1994, ακριβώς 50 χρόνια μετά την αυτοκτονία του ρομαντικού ποιητή του Μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, άρχισα να γράφω μια μελέτη για τον άνθρωπο και το έργο του. Εκείνο που με παρακίνησε ήταν, αφενός ότι επρόκειτο για έναν ποιητή που μου άρεσε -άγνωστος, για διάφορους λόγους, στις νεότερες γενιές-, αφετέρου το γεγονός ότι όσα είχα διαβάσει μέχρι τότε γιʼ αυτόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε άλλο παρά τον κολάκευαν. Ο Λαπαθιώτης, κατά τα φαινόμενα, όντας άθεος, κομουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής, ενσάρκωνε το μαύρο πρόβατο τής νεοελληνικής φιλολογίας! Όχι τόσο εξαιτίας του έργου του (αν και από ένα σημείο και μετά προστέθηκε και αυτό στα επιβαρυντικά στοιχεία), όσο εξαιτίας της προκλητικής -έναντι της υποκριτικής αστικής ευπρέπειας- ζωής του.
Η πρόθεση μου ήταν να γράψω μια σύντομη μελέτη. Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, τα στοιχεία που συγκέντρωνα ήταν άφθονα. Ποιήματά του από διάφορες ανθολογίες, κείμενα τρίτων για τον ποιητή, συγκαιρινών του ή όχι, αφιερώματα περιοδικών, λιγοστά βιβλία… Μέχρι το φθινόπωρο του 1994 την είχα τελειώσει, έτσι πίστευα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, μετά από παρότρυνση φίλου, έδωσα τρία μέρη της στον Γιώργο Χρονά προκειμένου να δημοσιευτούν στο περιοδικό του.
Τον Ιανουάριο του 1995, η Λιλή Ζωγράφου μου δώρισε την πληρέστερη -όχι όμως και εξαντλητική- έκδοση των ποιημάτων του, που είχε κυκλοφορήσει από τις ιστορικές εκδόσεις Φέξη, το 1964, με την επιμέλεια του Άρη Δικταίου. Πήρα την απόφαση και επισκέφθηκα τότε το Ελληνικό Λογοτεχνικό – Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), μόλις είχα μάθει την ύπαρξή του, μήπως κι έβρισκα κάτι για τον ποιητή. Αποκόμισα κάμποσα νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι ο φάκελος του Λαπαθιώτη είναι ισχνός – όχι πλήρες αρχείο αλλά σπαράγματα.
Τα περισσότερα ποιήματα και τα νέα στοιχεία με ανάγκασαν να εμπλουτίσω αλλά και να αναθεωρήσω κάποια σημεία της μελέτης μου. Τα τρία κείμενά μου, στην αρχική τους γραφή, κι ένα ποίημα, μαζί με άλλα δύο κείμενα των Γιώργου Μπαλούρδου και Τάκη Σπετσιώτη, δημοσιεύτηκαν με το ψευδώνυμο Α.Β. Στρατής στο τεύχος 79-80, Μάιος-Αύγουστος 1995, του περιοδικού Οδός Πανός. Έτσι, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αξιώθηκε ένα αξιοπρεπές, πιστεύω, αφιέρωμα στα 51 χρόνια από τον θάνατό του.
Σήμερα, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θεωρώ ότι εκείνο το αφιέρωμα επανέφερε στο προσκήνιο τον λησμονημένο και βαθύτατα παρεξηγημένο ποιητή. Δύο ή τρεις φορές, νομίζω, επανεκδόθηκαν τα ποιήματά του από τις εκδόσεις Ζήτρος. Η μετάφραση που είχε κάνει στη μονογραφία του Αντρέ Ζιντ για τον Όσκαρ Ουάιλντ, που είχε δημοσιευτεί το 1944, γνώρισε δύο νέες εκδόσεις από διαφορετικούς εκδότες, Στοχαστής και Ινδίκτος. Η αισθηματική του νουβέλα Το τάμα της Ανθούλας, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Μπουκέτο στην αρχή της δεκαετίας του 1930, τυπώθηκε σε αυτοτελή τόμο από τις εκδόσεις Λιβάνη. Δύο νέα βιβλία, απʼ ό,τι γνωρίζω, κυκλοφόρησαν για τον ποιητή. Η παρουσίασή του από τον Σωτήρη Τριβιζά στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, καθώς και η εκτενής μελέτη του Τάκη Σπετσιώτη από τις εκδόσεις Άγρα, εμπλουτισμένη με 63 πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη. Επίσης δυο τρία ποιήματά του μελοποιήθηκαν κιόλας, ενώ η παράσταση Καρδιά με κόκαλα (την οποίαν, ατυχώς, δεν είδα μιας και μένω μακριά), δόθηκε πέρυσι στο ερειπωμένο σπίτι του ποιητή στα Εξάρχεια, το οποίο αποκαθίσταται πλέον από ιδιώτες και θα χρησιμοποιηθεί πάλι ως κατοικία.
Ποιο είναι το μέλλον του Λαπαθιώτη; Άγνωστο! Τουλάχιστον όσον αφορά το δημοσιευμένο έργο του, διεσπαρμένο σε ποικίλα περιοδικά κι εφημερίδες, υπάρχει πάντα η δυνατότητα τού εντοπισμού και της επαναδημοσίευσής του. Όμως, υπάρχει σίγουρα και αδημοσίευτο υλικό, το οποίο είναι άγνωστο σε ποια χέρια βρίσκεται. Ας ελπίσουμε ότι δεν κατέληξε σαν χαρτί περιτυλίγματος σε μανάβικα και μπακάλικα, όπως φοβόταν ο ποιητής. Ας ευχηθούμε ότι, κάποια στιγμή, θα φανερωθεί. Μακάρι να γίνει!
Σαν σήμερα, πριν από 119 χρόνια, γεννήθηκε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο κέντρο της παλιάς Αθήνας, στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων – το σπίτι υπάρχει ακόμα. Υπόσχομαι να επανέλθω στο θέμα, στον άνθρωπο και το έργο του. Προς το παρόν, στη μνήμη του, παραθέτω στην κρίση σας επτά ποιήματα άλλων για τον αυτόχειρα ποιητή.
Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)
ΕΛΕΓΕΙΟ
Δεν ήταν θάνατος, αυτός ο ξένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
ήρθε σιγά, κρυφά μες στο σκοτάδι,
σαν ένας αδερφός αγαπημένος
και σταυρωτά σε φίλησε, σα χάδι.
Έτσι πολύ κι αναίτια λυπημένος,
ήταν ένας χλωμός Εσταυρωμένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ,
σε μιαν Αποκαθήλωση μοιραία,
-τριανταφυλλάκι σε γυμνή ρομφαία-
κάρφωσε την ψυχή σου… Σαν αστείο
τώρα θα σου φανεί να μάθεις ότι,
έγραψα τούτο το φτωχό ελεγείο
«Εις μνήμην Ναπολέοντος Λαπαθιώτη…»
(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία, τεύχος 398-399, 1944)
Μυρτιώτισσα (1885-1968)
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Τώρα που έχεις ξεφύγει απʼ του βίου το κλάμα
κι είσʼ ολόφωτο πνέμα,
η ψυχή σου απορεί για τʼ ανθρώπινο κλάμα
που σου ερούφα το αίμα.
Είχες έρθεις να ψάλεις τʼ ώριο το φως που αναβρύζει
απʼ της φύσης τα σπλάγχνα
και το εξαίσιο τραγούδι σου, Ποιητή, μας βυθίζει
μες στου πόνου την άχνα.
Εκαθόσουν στο πιάνο κι απʼ του δρόμου το βάθος
στης νυχτιάς τη γαλήνη,
μʼ έχει αγγίξει ο καημός και τʼ αδιέξοδο πάθος
της καρδιάς σου που εθρήνει.
Κι όταν σου ¢φυγε η μάνα που κρατούσʼ αναμμένο
της στοργής το καντήλι,
σʼ ένα σκοτάδι φριχτό σʼ είδα πια βουτηγμένο,
βουτηγμένο ως τα χείλη.
Μοναχή συντροφιά σου μένει η θύμηση τώρα
-το στοιχειό του σπιτιού σου-
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλετʼ η ώρα
του στερνού λυτρωμού σου.
Πώς ανάσανα, φίλε, όταν λεύτερο σʼ είδα
να κινάς γιʼ άλλα μέρη,
σʼ ακλουθώ με το νου στην καινούρια Πατρίδα
που σε δέχτηκε αστέρι!
(Άγνωστη η χρονολογία του και σε ποια συλλογή ανήκει).
Άδωνις Φατούρος (1924-1982)
ΣΤΟΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ
Του Αίαντα την ορμή, α, πώς επήρες,
ποιες μάγισσες σε σύρανε, ποιες μούσες,
έτσι μεμιάς ανοίχτηκαν οι θύρες
της νύχτας στη ζωή πʼ αναζητούσες;
Σου έδωκε η βουβή της η γαλήνη
-ήξερε πάντα σένανε να δίνει-
έρωτες άστατους, ντροπές, οδύνη,
ό,τι η ζωή κενό ΄νιωθες νʼ αφήνει.
Τώρα, μονάχα θύμηση αργοστάζει
ολόπικρη σʼ αυτούς που σʼ αγαπάνε
και λίγα άνθη ταχτικά σκορπάνε,
στο χώμα το φτωχό όπου σκεπάζει
τα μάτια τʼ ανοιχτά τα παγωμένα,
και κλαίνε, κλαίνε σιγανά για σένα.
3-2-1956
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Στοχάζοντάς σε, Λαπαθιώτη, είδα
απόψε του εαυτού μου τη σφραγίδα.
Όνειρα να ΄ναι τάχα που περνάνε
ή σχήματα άυλα όπου περνάνε;
Μέσα στου πάθους το γλυκό μαρτύριο
είνʼ η ζωή μας φανερό μυστήριο
τη μέρα μεις καθόλου δε ζητάμε
μπλάβα μονάχα ερέβη αγαπάμε.
Γιατί μπορούμε στο μουντό διασίδι
την κάθε πράξη πʼ άλλος για βρισίδι
θα θώρʼ η ηθική να την κρατάμε
πίνουμʼ ατέλειωτα, ας μετράει
η κάθε νύχτα ό,τι μας κερνάει
δείχνοντας έτσι πως την αγαπάμε.
Φεβρουάριος 1957
(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Η λέξη, τεύχος 33, 1984)
Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991)
ΒΡΟΧΕΡΟ ΒΡΑΔΥ ΕΝΟΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
ΙΣΩΣ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ
Ναι, σίγουρα πρέπει. Μας περιμένουν.
Πίσω απʼ το τζάμι, στητοί και αξιοπρεπείς,
οι γέροι ποιητές καραδοκούν μήπως χτυπήσει το κουδούνι.
Τι περιμένουν; ποιον; Όλους και κανέναν.
Οι ανθολογίες πολλές φορές τους παρουσιάζουν νεκρούς,
πως πέθαναν πριν πέντε ή δέκα χρόνια,
κάπου στην Επαρχία,
εκείνοι στέλνουν επιστολές,
διευκρινίζουν, ειρωνεύονται, απειλούν τον ανθολόγο,
κατηγορούν για φιλολογική ανεπάρκεια, κακοήθεια.
Παίρνουν απάντηση ικανοποιητική,
υπόσχεση διόρθωσης μόλις εξαντληθεί η πρώτη έκδοση
και ησυχάζουν.
Τα διηγούνται πια κατόπιν σαν ανέκδοτο.
«Και να σκεφτείτε πως τώρα γράφω το αριστούργημά μου,
αυτές οι καρακάξες θα πλαντάξουν,
σας βεβαιώνω,
είμαι πιο νέος απʼ αυτούς, μην τους ακούτε,
μεθαύριο έχω γενέθλια. Μπαίνω στην εφηβεία μου.
Κλείνω τα δεκαπέντε μου.
Τι δώρο θα μου κάνουν, άραγε;»
Και ξαφνικά, μεταμορφώνονται.
Γίνονται μια κοπελίτσα με ξανθά μαλλιά,
στο μπούστο της νταντέλες,
γίνονται ένα άτακτο αγοράκι
που κλέβει το γλυκό και σκαλίζει τη μύτη του.
«Λοιπόν, θα πάμε καμιά βόλτα;», σε ρωτούν.
«Το υποσχεθήκατε».
Πώς, βέβαια, λες. Κι ετοιμάζονται.
Βάζουν πανάκριβα λουστρίνια,
μεταξωτά πουκάμισα, φορτώνονται δαχτυλίδια και καδένες.
«Δεν θʼ αργήσουμε», φωνάζουν στην υπηρέτρια.
«Αν τηλεφωνήσει κανένας, πες να ξαναπάρει,
θα ΄μαι πίσω σε δυο ώρες,
πρόσεχε να σημειώσεις τʼ όνομά του,
όλο ξεχνάς τώρα τελευταία, αντίο».
Και σκαρφαλώνουνε στην πλάτη σου.
Τα πόδια σου λυγίζουν.
Ενώ δεν είναι καν εξήντα κιλά,
σηκώνεις ένα αβάσταχτο φορτίο,
κουβαλάς σʼ ένα σακί το χρόνο,
τρέμεις, λυγάς.
Ένα προπολεμικό τραγούδι βουίζει μες στʼ αυτιά σου.
Και – τι περίεργο! Ενώ η δύση δεν προμήνυε τίποτε,
αρχίζει μια ψιλή βροχή να πέφτει,
συνοδεύει την κουβέντα και τη βόλτα σας
διακριτικά, αλλά επίμονα,
διαλύει τα πάντα σʼ έρωτα και μνήμη,
πρόσωπα διαγράφονται στο μάκρος της λεωφόρου,
τρέχει ποτίζοντας τα μαλλιά, τη σάρκα σου.
Ενσωματώνεται στη σκέψη σου.
Ολόκληρος γίνεσαι βροχή.
«Ας σταματήσουμε εδώ, στο υπόστεγο.
Αυτή η απρόοπτη βροχή μας χάλασε τα σχέδια.
Τι ατυχία!
Πάντα, όταν βρέχει,
αισθάνομαι σαν να με τιμωρεί ένα πρόσωπο,
αλλά δεν ξέρω ποιο ή γιατί.
Το ΄χω προσέξει από μικρός».
Σωπαίνουν. Περνάει ώρα. Σε ξεχνούν.
Μονάχα ακούγεται η βροχή στο υπόστεγο.
«Δεν επιστρέφουμε;», λένε. «Δεν πειράζει.
Εξάλλου, εσείς θα μου περιγράψετε
αυτά που επρόκειτο να δούμε,
Τα σινεμά, τα θέατρα, οι φαντάροι,
τʼ αγάλματα στο πάρκο τα κιτρινισμένα,
οι τυχερές αυτές υπάρξεις
που οι ανόητοι τα θαρρούν χωρίς ζωή
– τι λεία σάρκα, τι νεανική,
βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα τους στο χρόνο
και, κυρίως, είναι άτρωτα,
οι μαχαιριές των αισθημάτων άσκοπες,
έχουν συναλλαγές με την αιωνιότητα,
γιʼ αυτό τα βλέπετε έτσι αυτάρκη,
με γνωρίζουν εμένα, ωστόσο, τα γνωρίζω,
αλλά τι λέω, ξεχάστηκα,
ώρες είναι να μπλεχτούμε και με τη μεταφυσική,
αυτό μας έλειπε,
ανέκαθεν μισούσα τις αφηρημένες έννοιες,
λοιπόν, έτσι,
θέλετε λίγο ούζο, ουίσκι, αναψυκτικό;
Ούτε καν σας ρώτησα.
Βαρέθηκα πια τα ίδια πρόσωπα,
ποια πρόσωπα; για τον Καβάφη λέω.
Εφιάλτης μου έγινε. Έχει προσκολληθεί
σαν βδέλλα πάνω μου.
Όπου πάω, μʼ ακολουθεί. Στο σαλόνι,
που λιμνάζουν οι οικογενειακές φωτογραφίες μας,
στο χωλ, στην κουζίνα, όταν ψήνω κάποιο ζεστό,
στην τουαλέτα ακόμα. Παντού από πίσω μου.
Μα, καταντάει τυραννία.
Μʼ έχει κάνει νευρασθενικό.
Καταπίνω χάπια με τις φούχτες.
Κάποιος πρέπει να του μιλήσει πια,
να φύγει, να φύγει, να φύγει, να ξεκουμπιστεί.
Να, για ακούστε. Όχι, δεν είναι αυτός.
κάποιο ποντίκι θα ΄ναι, έχουμε και τέτοια,
δεν μας φτάναν τʼ άλλα.
Και η μνήμη να κρέμεται σαν βρυκόλακας στο τζάμι μου.
Όλα τούτα τα χαρτιά, τα ποιήματα, προσχέδια,
επιστολές νεκρών λογοτεχνών, καρτ ντε βιζίτ,
φωτογραφίες της Λεάντερ, δίσκοι της,
όλα τούτα μου ΄ρχεται νʼ ανοίξω το παράθυρο,
να τα πετάξω,
στάχτη και μπούρμπερη να γίνουν,
όλο τούτο τʼ άχρηστο χαρτικό το ανεπρόκοπο
να γινόταν, λέει, κορμί φαντάρου ή ναύτη,
-έχω αδυναμία στις στολές, συγχωρέστε με,
εκείνο το βαθύ τους μπλε με κάνει
σα να ταξιδεύω-
να γίνει, που λέτε, σάρκα, αίμα και φλέβες,
αυτά που η ποίησή μου σεμνύνεται
να ομολογήσει,
μπράτσα, πλάτες, μέλη απόκρυφα.
Αχ, να γινόταν ξαφνικά, χωρίς κουδούνι να χτυπήσει,
χωρίς κανένα τηλεφώνημα,
νʼ ανοίξει η πόρτα του δωματίου μου
και να εμφανισθεί αυτός. Αυτός.
«Ήρθα», να πει. Τίποτε άλλο. Και να γδυθεί.
Νʼ αφήσει τον μπερέ του στην καρέκλα
κι αργά αργά να βγάλει το πουκάμισο,
το παντελόνι, τις λασπωμένες μπότες.
Μετά να πει, «Είμαι κουρασμένος,
κάναμε ασκήσεις σήμερα,
λίγο να κοιμηθώ, κι ύστερα βλέπουμε».
Νʼ αρχίσει να ψιλοροχαλίζει.
Εγώ –χα, χα, σας την έφερα–
θα τον αφήσω να κοιμάται,
θα πλησιάσω την καρέκλα στο κρεβάτι του.
Μυρίζει εκείνη η απροσδιόριστη μυρουδιά
της νεανικής σάρκας
(ορμόνες, μου ΄πε ένας γιατρός)×
το ΄να χέρι κάτω απʼ το κεφάλι του,
τʼ άλλο πάνω στην ήβη του. Περιττό.
Τίποτα δεν προσμένω. Τίποτα. Τίποτα.
Βαρεθήκατε; Ναι, βέβαια, είναι αργά.
Και τα ταξί δύσκολα βρίσκονται τέτοια ώρα.
Του χρόνου πάλι. Σίγουρα. Τηλεφωνείστε μου.
Ναι, αρκετά καλά τα ποιήματά σας,
θα βρω καιρό να σας γράψω τις εντυπώσεις μου.
Αντίο. Και να διαβάζετε. Διαβάζετε τους κλασικούς.
Είναι το άλφα και το ωμέγα.
Κακά τα ψέματα. Χωρίς την κλασική παιδεία μου
δεν ξέρω αν θα ΄γραφα τέτοια αριστουργήματα.
Γεια σας, λοιπόν.
Τραβήξτε, καθώς φεύγετε, καλά την πόρτα.
Ναι. Ναι. Συντόμως ελπίζω να τα ξαναπούμε.
(Από τη συλλογή Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982)
MODUS VIVENTI
Σαν τον Λαπαθιώτη μοιάζει πια – αντίγραφό του.
Κι αν άλλαξε ελαφρά το σκηνικό – η Πειραιώς,
η Βάθης, τα κουτούκια, η λαχαναγορά,
εκείνο το γαλάζιο τούλι του μεσοπολέμου,
οι μπερντέδες και τα χαμηλά κασκέτα
κι άλλα τινά, παραμένουν άλλα, ωστόσο,
τα πιο μόνιμα:
Ο «μπερντές», η νύχτα που δεν τήρησε ποτέ
καμιά απʼ τις υποσχέσεις της,
το άγχος, η αναμονή, οι ρούνες,
η καταστροφή, τέλος.
Μια καταστροφή αθόρυβη, άνανδρη,
ανειδοποίητη, που σερβίρει το δηλητήριό της
αργά, με χέρια σίγουρα,
σαν τα χέρια, ξέρετε, που σας χαϊδεύουν τάχατες
και κατεβαίνουν προς τα κάτω
όχι γιʼ αυτό που φανταστήκατε,
μα για το πορτοφόλι –
τι άλλο;
(Από τη συλλογή Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986)
Α.Β. Στρατής (1965)
Είναι στιγμές που πνίγομαι, που πνίγομαι,
ανοίγω το παράθυρο και μένω×
ολόβαθα σα να με στραγγαλίζουνε,
με σκίζει κάποιο δάκτυλο κρυμμένο!
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Λευκές ψυχούλες
ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Ανοιχτά πέντε δάχτυλα, συνήθως μουντζώνουν!
Ενδεχομένως και να χαιρετούν, όταν κινούνται.
Τέσσερα δάχτυλα δεν ξέρω ακόμα τι κάνουν,
εκτός αν αμήχανα, ανυπόμονα στο τραπέζι χτυπούν.
Τρία δάχτυλα κρατούν ένα νυστέρι ή γράφουν.
Μερικές φορές κάνουν και το σταυρό τους.
Δυο δάχτυλα αγκαλιάζουν μια πένα, νύγουν χορδές,
τις γραμμές αραδιάζουν αυτές, που τώρα διαβάζεις.
Στην αρχή ένα δάχτυλο χαϊδεύει, έπειτα δείχνει.
Η σκανδάλη, άραγε, μπορεί να είναι το τέλος;
26-2-1995
(Από το αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός, τεύχος 79-80, 1995).
(Κι άλλος Λαπαθιώτης στο Βακχικόν)
Πολύ ωραίο αφιέρωμα!
Θέλω πραγματικά να πιστεύω ότι ο Λαπαθιώτης δεν είναι καθόλου άγνωστος, αλλά αντίθετα από τους αγαπημένους πλέον για πολλούς της γενιάς μου. Αν όχι αγαπημένος για άλλους, σίγουρα πάντως άγνωστος δεν είναι.
Προσωπικά έχω λατρέψει κυρίως τα μεγάλα του (σε έκταση εννοώ), όπως εκείνο που αρχίζει ως :
“..ήμουν μόνος, μια νύχτα σε ένα πάρκο, Δεκέμβρης μήνας, η ώρα θα ‘ταν μια…”
Να προσθέσω επίσης ότι στην (μυθιστορηματική) τριλογία του Γ. Μιχαηλίδη με τίτλο: “Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας” ο Λαπαθιώτης αναφέρεται εκτεταμένα μέσα στο μυθιστόρημα και μπορεί από εκεί να διαβάσει κανείς πολλά στοιχεία για τη ζωή του, βασιασμένα ασφαλώς σε μαρτυρίες της εποχής.
Ποίημα του Μήτσου Παπανικολάου για τον Λαπαθιώτη δεν υπάρχει; Αδύνατον!
Ευχαριστώ Σοφία.
Το “άγνωστος στις νεότερες γενιές” αφορά την εποχή πριν το 1995, όταν δεν κυκλοφορούσαν τα ποιήματα του Λαπαθιώτη. Δημοσιεύτηκαν ξανά το 1997, από τότε δεν είναι άγνωστος ως ποιητής, αντιθέτως είναι και πολύ αγαπητός.
Το ποίημα που αναφέρεις είναι το “Μια νύχτα με φεγγάρι” (1928), για το οποίο ο ποιητής σε μιαν επιστολή του αναφέρει ότι, εκτός των άλλων, έχει και ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στη γνωριμία του με τον Κώστα Γκίκα, από το Μενίδι, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Δες και την ακροστιχίδα στο ποίημα “Ερωτικό”, το οποίο μελοποίησε εξαιρετικά ο Ν. Ξυδάκης και τραγούδισε η Ελ. Αρβανιτάκη.
Ευχαριστώ επίσης για την επισήμανση της τριλογίας του Γ. Μιχαηλίδη, δεν το ήξερα.
Βεβαίως και ο Μήτσος Παπανικολάου έγραψε ένα ποίημα, στα γαλλικά, αφιερωμένο στον Λαπαθιώτη. Το μεταφέρω από το βιβλίο του Τ. Κόρφη για τον ποιητή, μεταφρασμένο.
ΣΟΝΕΤΟ
Του πόθου πηγές,
μια νιότη γυμνή,
του δρόμου το θέλγητρο
προς τ’ άγνωστο πάντα,
μαδημένα τριαντάφυλλα
στης αγάπης το διάβα
κι αγάπες βρεγμένες
με δάκρυα, πάντα.
Ταξιδιώτες καταδιωγμένοι,
Ναπολέων, είμαστε τάχα;
Ω, άλλο δεν είμαστε μονάχα
άνθρωποι, απλούστατα, που δεν τους μένει
παρά ύστατη προσπάθεια, εδώ κάτου,
του έρωτα η επιδίωξη ή του θανάτου.
Και βεβαίως ο Λαπαθιώτης του απάντησε γαλλιστί με αυτό το ποίημα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΣΟ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Το ποίημά σου διάβασα, Μήτσο, περίλυπος
το δείλι, στου παραθύρου την άκρη καθισμένος
κι είμαι γλυκά από το άγγιγμά του τόσο δονημένος,
που εσύ μονάχα, φίλε μου, ξέρεις πόσο και πώς!
Διωγμένοι, εξαρθρωμένοι (στην ψυχρολουσία φτασμένοι!),
ίδιοι μ’ αυτούς που κόσκινο τους κάνανε οι καημοί
κι έχουνε πια την ηδονή να ψάχνουνε για ηδονή
κι όντας και την αγγίξουνε, τίποτα δεν τους μένει.
Ευχαριστώ και για τις νέες πληροφορίες κύριε Ψαραδάκη, που σίγουρα δεν ήξερα, όπως για τον Κώστα Γκίκα και την ακροστιχίδα ππυ επισημάνατε.
Ομως, είμαι σίγουρη ότι τον Λαπαθιώτη τον ήξερα ήδη από το σχολείο (είμαι γεννημένη το 1973 και γυμνάσιο-λύκειο πήγα από το 1984-έως 1990) και μάλιστα απ’ όσο θυμάμαι στο σχολείο (δεν θυμάμαι τάξη, τρίτη γυμνασίου ίσως; ) κάναμε το :
“…Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει,
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες τη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη.
Kι απέξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου.
Σαν να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου.
Και το βαρύθυμο φεγγάρι
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει
και το κερί μου, που πεθαίνει,
και μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι…”
(με κόπο χάνεται στα χάη / μιας ατελεύτητης ερήμου, τι στίχος, ε;! αντιλαμβάνεστε πως εντυπώθηκε στο τότε εφηβικό μυαλό μου; )
Ομολογώ πάντως ότι τον συγκεντρωτικό τόμο του τον αναζήτησα και τον πήρα πολύ αργότερα, το 98 ή 99.
Είναι θαυμάσιο νομίζω να επαναφέρουμε στην επικαιρότητα όσους κακώς έχουν λησμονηθεί.
Είμαι πραγματικά ευτυχής που αισθάνονται το ίδιο και άλλοι άνθρωποι όπως εσείς.
Η ακροστιχίδα στο “Ερωτικό” δεν είναι δικιά μου ανακάλυψη. Την είχε επισημάνει ο Δικταίος στην έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη το 1964. Η εισαγωγή και ο σχολιασμός εκείνης της έκδοσης η οποία, παρεμπιπτόντως, κατασχέθηκε για λόγους πνευματικής ιδιοκτησίας (πιθανόν να συνέτεινε σε αυτό και ο σκανδαλισμός που προκάλεσαν κάποια σχέδια που κοσμούσαν εκείνη την έκδοση), κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο από τις εκδόσεις Γνώση το 1984.
Το ποίημα του Παπανικολάου δεν το συμπεριέλαβα στα ποιήματα που έχουν γραφτεί για τον Λαπαθιώτη, μετά τον θάνατό του, μιας και το ΣΟΝΕΤΟ γράφτηκε το 1928, δηλαδή όσο ζούσε ο ποιητής. Επίσης, δυο άλλα ποιήματα του Παπανικολάου αφιερώθηκαν, εν ζωή, στον Λαπαθιώτη, τα: DOMESTICA & ΣΤΗΛΗ. Παραπέμπω στα ποιήματα του Παπανικολάου, εκδόσεις Πρόσπερος, σ. 61, 66.
Να διαλύσω και μια λανθασμένη άποψη που επικρατεί. Τα ποιήματα του Λαπαθιώτη από τις εκδόσεις Ζήτρος, δεν είναι συγκεντρωτική έκδοση του έργου του ποιητή. Ουσιαστικά πρόκειται για μια επαναδημοσίευση της έκδοσης του 1964, η οποία αναπαραγάγει και την αυθαίρετη διάκριση που έκανε ο Δικταίος στα ποιήματα του Λαπαθιώτη σε τρεις εποχές (1905-1919, 1920-1939, 1939-1943). Δεν είναι όμως συγκεντρωτική, μιας και γνωρίζω τουλάχιστον 10 ανέκδοτα ποιήματα και πολύ περισσότερα σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη.
Τέλος, ναι, είναι θαυμάσιο να επανέρχονται στο προσκήνιο λησμονημένοι δημιουργοί, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έχουν αδικηθεί. Κακά τα ψέματα, τους νεορομαντικούς ποιητές του Μεσοπολέμου τους έφαγε η γενιά του ’30, πόσο μάλλον τον Λαπαθιώτη που αντιτάχθηκε με άρθρα του στη μοντέρνα ποίηση. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος και υπότιτλος του τελευταίου διπλού ποιήματος που έγραψε τον Οκτώβρη του 1943: ΑΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, Στίχοι μιας παλιάς τεχνοτροπίας.
Δεν είναι του παρόντος, αλλά επειδή είναι σχετικό θέμα, θα ήθελα κύριε Ψαραδάκη τη γνώμη σας και για τον Τάσο Παππά (μια τελείως διαφορετική ιστορία, που είμαι βέβαιη ότι γνωρίζετε). Η παλιά μας συζήτηση για τον Τάσο Παππά έγινε τον περασμένο Μάρτη και θα τη βρείτε εδώ:
http://www.poiein.gr/archives/830/index.html
Οταν βρείτε χρόνο γράψτε αν μπορείτε δυο λόγια κι εκεί, θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα.
Μαζί με τις ευχές για καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο καινούργιο χρόνο, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι έφτιαξα στις σελίδες μου ένα αφιέρωμα στον Ν. Λαπαθιώτη, συγκεντρώνοντας κυρίως ποιήματα που έχουν ήδη εμφανιστεί στο Διαδίκτυο -τελικά ξεπέρασαν τα 60.
http://sarantakos.com/liter/lapathiotis.html
Γεια σας κ. Σαραντάκο, χρόνια πολλά και καλή χρονιά.
Τα συγχαρτητήριά μου για τη φροντισμένη δουλειά που κάνατε για τον Λαπαθιώτη στο Διαδίκτυο – φαίνεται ότι δεν ανήκετε στην κατηγορία των αλεξιπτωτιστών!
Θα μου επιτρέψετε όμως να επισημάνω κάτι. Το πεζό ποίημα του Λαπαθιώτη με τον τίτλο “Τραγούδι για το ξύπνημα του Προλεταριάτου” δεν είναι αθησαύριστο. Έχει δημοσιευτεί κατ’ επανάληψη σε αφιερώματα περιοδικών στον ποιητή -και πρόσφατα στην ανθολογία πεζών ποιημάτων που έκανε ο Στρατής Πασχάλης από τις εκδόσεις Μεταίχνιο, αν δεν κάνω λάθος.
Σας ευχαριστώ, καλά να είστε.
Κύριε Ψαραδάκη, χρόνια πολλά επίσης!
Για το Τραγούδι για το ξύπνημα… δίκιο έχετε, βιάστηκα να το χαρακτηρίσω αθησαύριστο. Από την άλλη πλευρά, όλα τα πεζά τραγούδια του Λαπαθιώτη, εφόσον δεν έχουν συγκεντρωθεί σε βιβλίο, με μια έννοια είναι αθησαύριστα, ή αν όχι αθησαύριστα είναι δυσπρόσιτα, διότι βρίσκονται σκορπισμένα σε ανθολογίες και περιοδικά. Το ίδιο και για τα εκτενέστερα πεζά, που μπορεί να έχουν δημοσιευτεί δυο τρεις φορές σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά σε βιβλίο δεν υπάρχουν.
Τα ποιήματα όμως; Εδώ έχουμε συγκεντρωτική έκδοση. Ωστόσο υπάρχουν ποιήματα που δεν τα συμπεριέλαβε η έκδοση Ζήτρου (= Φέξη, λέτε εσείς, εγώ δεν την έχω δει), μερικά γνωστά, άλλα λιγότερο. Αν αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν αθησαύριστα δεν το ξέρω, πάντως ενδιαφέρον θα είχε να συγκεντρώνονταν.
Ελπίζω στο μέλλον να εμπλουτίσω τις σελίδες του Λαπαθιώτη και με τέτοιο υλικό.
Και πάλι τις καλύτερες ευχές για τον καινούργιο χρόνο σε όλους!
ν.σ.
Καλησπέρα κ. Σαραντάκο, καλή χρονιά.
63 πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη (μεταξύ αυτών και το προαναφερόμενο) έχουν συγκεντρωθεί από τον Τάκη Σπετσιώτη στην εκτενή μελέτη του για τον ποιητή με τον τίτλο “Χαίρε Ναπολέων” από τις εκδόσεις Άγρα. Δεν ξέρω αν απαρτίζουν το σύνολο των πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη.
Εδώ που τα λέμε, μια συγκεντρωτική έκδοση του έργου του Λαπαθιώτη, αν και θεωρώ ότι είναι ηράκλειος άθλος (μιας και πρέπει να ερευνηθούν ποικίλα έντυπα μιας 40νταετίας τουλάχιστον), είναι εφικτή.
Όσον αφορά τα ποιήματά του από τις εκδόσεις Ζήτρος, πρέπει να παρατηρήσω (μιας κι έχω και την έκδοση του Φέξη) ότι, όντως, η πρώτη είναι επαναδημοσίευση της δεύτερης, στο μονοτονικό, όπως επισημάνατε. Μια άλλη μικρή διαφορά είναι ότι μερικά ποιήματα που ο Δικταίος παράθεσε στο τέλος εκείνης της έκδοσης ως Προσθήκη, έχουν ενσωματωθεί στα ποιήματα της περιόδου 1905-1919 στην έκδοση Ζήτρου, μιας και εκεί αντιστοιχούν χρονολογικά.
Έχω εντοπίσει 14 αθησαύριστα, εντελώς ανέκδοτα δηλαδή (πέρα από την πρώτη δημοσίευσή τους από τον ίδιο τον ποιητή και εφόσον έγινε), ποιήματα του Λαπαθιώτη, 6 που αν και έχουν δημοσιευτεί εδώ και αρκετά χρόνια, δεν συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του Ζήτρου, και καμιά 35αριά σατιρικά στιχουργήματά του. Σύντομα, θα λάβετε ένα δείγμα από εδώ.
Καλά να είστε.
Κύριε Ψαραδάκη καλημέρα,
επειδή στα λαπαθιωτικά (και όχι μόνο) είστε
πολύ πιο ειδήμονας από εμένα, θα σας χρωστούσα
χάρη αν μου στέλνατε ένα ημέιλ γιατί έχω κάτι
να σας ρωτήσω -στο sarant-παπάκι-pt-τελίτσα-lu.
Σας χαιρετώ και παλι!
ν.σ.
καλιαντρά και χασικλήδικα (αν όχι πρεζάκικα) πες μας τι πάνε να πουν. Μαζί. Εγώ ότι έγραψα για το Λαπαθιώτη δεν ήταν στο Ποιήν και στο Αψέντι, ήταν ένας σχεδόν γκόμενος στο ερειπωμένο σπίτι του (πάνε δέκα χρόνια και) που βάρουσαμε στην αυλή, μια ηρωίνη όλο πάθος και έρωτα. Εγώ για το “Τάμα της Ανθούλας” έγραψα το “μούγκα στην στρούγκα” ταπεινά. Εσείς; Τι παραπάνω από τα τετριμένα. Χαίρε Τάκη Σπετσιώτη και Τάσο Κόρφη για τις μελέτες σας. Και αντρικά μουνάκια για τέρψη, και σε σας, κύριε, μην ξεχνιώμαστε…. Κοσνί Κασλέ ( όνομα από μια πουτάνα κρυφολεσβία, από την Πάτρα, αλκοολική και αρτανιασμένη που λατρεύε τον Ναπολέων).
Ομολογώ ότι δεν σας καταλαβαίνω…
Αν γινόσασταν πιο σαφής…
Εξάλλου, ο καθείς με τον τρόπο του…
Ο ΚΑΛΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΑ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ !
ΚΥΡΙΩΣ ΤΑ “ΜΑΥΡΑ”|.