ΣΚΗΝΗ Ε’
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΜΑΚΒΕΘ

Έχω ξεχάσει
ολότελα την αίσθηση του φόβου,
Επέρασε ο καιρός που όταν γροικούσα
σκουσμό τη νύχτα μ΄έπιανε το ρίγος,
και παραμύθι αν άκουα θλιβερό
εσηκώνονταν του κορμιού μου οι τρίχες
ορθές, σα ναχαν μέσα τους ζωή.
Μ’ έχει χορτάσει η φρίκη! Ο στοχασμός μου
ο φονικός συνειθισμένος είναι
στο φοβερό, και πια δεν μπορεί
να μ’ αλάλιαζε.

(Ξανάρχεται ο Σεύτον)
Τι ήταν οι φωνές;

ΣΕΥΤΟΝ

Απέθανε η βασίλισσα, κύριέ μου!

ΜΑΚΒΕΘ

Έπρεπε να πεθάνει πιο στερνά!
Θαχα καιρό ν’ ακούσω λόγια τέτοια!
Το αύριο, και το αύριο και το αυριο
με το μικρό το βήμα τους μας σέρνουν
από μέρα σε μέρα, ως στη στερνή
τη συλλαβή των χρόνων το βιβλίο,
κι όλα τα εχτές μας φώτισαν τρελλούς
στο δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου-
Σβήσου, μικρό κερί! Η ζωή δεν είναι
παρά ήσκιος διαβατάρικος, φτωχός
θεατρίνος, που κορδώνεται κι αφρίζει
στη σκηνή για τη λίγη του την ώρα,
κ’ έπειτα κανείς δεν τον ακούει,
είναι το παραμύθι που ένας βλάκας
το λέει, γεμάτο λύσσα και φωνές,
δίχως κανένα νόημα.