Οι καυτές ακτίνες του ήλιου απλώνονταν σαν ένας ουράνιος πυρακτωμένος ιστός αράχνης πάνω από τη γιγαντιαία τσιμεντούπολη διεισδύοντας σε κάθε λεωφόρο, σε κάθε πλατεία και σε κάθε στενάκι της, κάνοντας τη να μοιάζει περισσότερο με ενεργό ηφαίστειο κατακλυσμένο από ρυάκια λάβας παρά με μια γεμάτη παλμό και ζωή σύγχρονη πολιτεία. Όχι φίλε αναγνώστη, δεν υπερβάλω καθόλου!! Έτσι ακριβώς, και ακόμα χειρότερο ήταν εκείνο το κολασμένο καλοκαίρι του πολύ μακρινού πλέον έτους 2020. Η Αθήνα, σαν καζάνι που βράζει, στεκόταν με αδιόρθωτη και προκλητική αδιαφορία στη μέση του λεκανοπεδίου Αττικής ανάμεσα στα όχι και τόσο ψηλά βουνά της. Ήταν μεσημέρι 15αύγουστου και οι δρόμοι όπως μπορεί να φανταστεί κανείς απολύτως έρημοι, η κατάσταση αυτή όμως πέρα από την πρωτόγνωρη ζέστη δεν οφειλόταν στη μαζική έξοδο του λαού των Αθηνών στα νησιά και στα χωριά τους ως συνήθως (προς μεγάλη ανακούφιση των ντόπιων για πρώτη φορά!), αλλά σε εκείνη την καταραμένη απαγόρευση κυκλοφορίας που είχε ξεκινήσει περίπου στα τέλη Μάρτη εξαιτίας αυτής της τρομερής παγκόσμιας πανδημίας που χτύπησε την ανθρωπότητα εκείνο το δυσοίωνο έτος. Όπως σίγουρα θα χετε διαβάσει στα παμπάλαια βιβλία της ιστορίας μας, η πανδημία εκείνη εμφανίστηκε απρόσμενα και χτύπησε κεραυνοβόλα την καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων εκείνης της εποχής επιφέροντας τρομερές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές στο σάπιο και σαθρό κοινωνικό κατασκεύασμα που είχαν καταφέρει να οικοδομήσουν οι άνθρωποι εκείνου του αιώνα.

Ο καύσωνας απειλητικός όσο ποτέ, φαινόταν έτοιμος να κατασπαράξει και να δώσει τη χαριστική βολή σε όσους δεν κατάφερε να εξοντώσει ο κορωνοϊός. Τα air-condition είχαν αρχίσει να χαλάνε και η ΔΕΗ, η οποία βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης ,λόγω της νέας κρίσης,έπασχε από τον δικό της ιό τα συμπτώματα του οποίου ήταν ακατάπαυστες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος οδηγώντας τους αγνούς, αλλά και πονηρούς συνάμα πολίτες σε αγανάκτηση και ψυχολογικό αδιέξοδο. Η αστυνομία σε ρόλο δήμιου προσπαθούσε με τα ανεγκέφαλα όργανα της να πραγματοποιεί συνεχώς ελέγχους στους από καιρό άνεργους πολίτες της χώρας με σκοπό να γεμίσει τα ταμεία του κράτους μέσω των τσουχτερών προστίμων, πολιτική που είχε επιβληθεί από την ανίερη κυβέρνηση του Ρούλη Μητρακάκη, άλλης μιας κυβέρνησης μαριονέτας σε ρόλο υποτακτικού διαφόρων διαπλεκόμενων κύκλων και σκοτεινών συμφερόντων. Ο κοσμάκης τρομοκρατημένος στην πλειοψηφία του, είχε λουφάξει στα ανθυγιεινά κουτιά που ονομάζονταν εκείνη την εποχή “σπίτια” και περίμενε φοβισμένος να χτυπηθεί από ακόμα χειρότερα γεγονότα σαν το θήραμα που παραλυμένο από πανικό αφήνεται στο έλεος του κυνηγού του.

Παρόλαυτα, και καθώς όλοι γνωρίζουμε, ο άνθρωπος αποτελεί το πιο προσαρμοστικό και εφευρετικό ον από τους ζωικούς οργανισμούς του πλανήτη μας, επομένως ήταν πολλοί αυτοί που με διάφορες προφάσεις και τεχνάσματα προσπαθούσαν να παρακάμψουν και να αποφύγουν με δεξιοτεχνία και αστραπιαίες μεθόδους απατεωνιάς τα δυσβάσταχτα περιοριστικά μέτρα και τα όργανα επιβολής τους. Αρκετοί για παράδειγμα, παραχωρούσαν με ενοίκια και χρέωση ανά ώρα το σκύλο τους στους γείτονες ή σε διάφορους άλλους “πελάτες” ώστε να ξεπορτίζουν ανενόχλητοι με τη δικαιολογία της καθημερινής βόλτας του κατοικίδιου όπως προέβλεπε ο γνωστός σε όλους κωδικός υπ’ αριθμόν 5. Άλλοι πάλι κάνοντας χρήση του κωδικού 6 έβγαιναν για “προσωπική άσκηση” ανά δυάδες κάνοντας από χαλαρό τζόκινγκ μέχρι λυσσαλέο τρέξιμο για να ξεχάσουν εκεί τις πίκρες τους και τα προβλήματά τους. Είναι γεγονός πως το ποσοστό αθλητών του Ελληνικού λαού εξαπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας καθώς η άθληση αποτελούσε πλέον κίνητρο για να έρθει κανείς σε επαφή με τον έξω κόσμο, ενώ παράξενα φαινόμενα αθλητισμού αναφέρονταν συχνά στη διοίκηση της αστυνομικής διεύθυνσης. Συνηθισμένο φαινόμενο εκείνο το καλοκαίρι ήταν βλέπετε, παρέες νέων μόλις τελείωναν την άσκηση τους τα καλοκαιρινά βράδια να συνωστίζονται σε πάρκα, άλση και πλατείες όπου ενυδατώνονταν με άφθονη και ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλκοόλ και επιδίδονταν σε ξέφρενο από την καταπίεση γλέντι!

Ας τα αφήσουμε όμως για λίγο αυτά και ας επιστρέψουμε σε εκείνο το καυτό μεσημέρι του δεκαπενταύγουστου. Θα ήταν περίπου τέσσερεις η ώρα όταν η αδιατάραχτη τάξη της ερημιάς φάνηκε επιτέλους να διαταράσσεται και να σπάει κάπως από την εμφάνιση στο πεζοδρόμιο ενός φαινομενικά ανέμελου νέου ανθρώπου που πορευόταν με ζωηρό και κεφάτο βήμα. Ο Ιορδάνης βάδιζε στα πυρωμένα στενά της συνοικίας του Βύρωνα εξερευνώντας με το διαπεραστικό βλέμμα του τους άδειους δρόμους ευελπιστώντας για λίγη δράση, γεμάτος από ζωή, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με την νέκρα του εξωτερικού περιβάλλοντος που τον περικύκλωνε ανελέητα. Στην τσέπη του βρισκόταν το μαγικό χαρτί με τον κωδικό 4 “παροχή βοήθειας”, έναν αριθμό καλοζωγραφισμένο και περήφανο που περίμενε σε ετοιμότητα να τεθεί σε λειτουργία αποστομώνοντας και εκμηδενίζοντας πιθανό έλεγχο της αστυνομίας, περίπτωση όμως με λίγες πιθανότητες καθώς ο Ιορδάνης όντας καλά μυημένος στην ιχνηλασία περιφερόταν στα στενά με σχεδόν μυστικιστικό τρόπο χωρίς να έχει συχνά δυσάρεστες συναντήσεις. Απ΄ότι φάνηκε όμως τα γεγονότα πήραν διαφορετική τροπή αυτή τη φορά.

-Αλτ!!, που πας εσύ ρε?? ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ! ακούστηκε μια ελεεινή στριγκλιά με απελπισμένο τόνο στη φωνή προσπαθώντας και η ίδια να πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί να τρομάξει κάποιον.

Ξαφνιασμένος ο Ιορδάνης και χάνοντας προς στιγμήν την ανεμελιά του γύρισε απότομα να δει τι συμβαίνει. Χωρίς να το περιμένει βρέθηκε αντιμέτωπος με 4 ένστολους της δημοτικής αστυνομίας οι οποίοι ζούσαν πλέον το μύθο τους, κάνοντας συνεχείς ελέγχους με απερίγραπτο ζήλο, πάντα υπό την επήρεια της φαντασίωσης πως έγιναν επιτέλους πραγματικοί αστυνομικοί.

“Πάλι αυτοί οι φλώροι οι δημόμπατσοι?” σκέφτηκε αστραπιαία ο φίλος μας ο οποίος είχε αρχίσει πάλι να αυτοκυριαρχεί στον εαυτό του.

-Καλησπέρα σας κύριοι! είπε με φανερά υποκριτικό θεατρινίστικο τόνο στη χροιά του και τους κοίταξε με μάτι κοφτερό, που ξεχείλιζε από ειρωνεία.

-Τι καλησπέρα ρε μεγάλε, είσαι σοβαρός? δεν ξέρεις ότι υπάρχει απαγόρευση? που ζεις?? δικαιολογητικό εξόδου και γρήγορα!! φώναξε ένας χοντρός δημόμπατσος που τα ρούχα του ήταν έτοιμα να σκιστούν από το υπερβολικό πάχος. Δεξιά και αριστερά του στέκονταν 2 κοκαλιάρηδες δημοτικοί αστυνομικοί με σκοτεινό βλέμμα και φυσιογνωμία ρουφιάνου, ενώ λίγο πιο πίσω ένας ομολογουμένως πιο συμπαθής αστυνομικός ο οποίος αν κρίνουμε από το ύφος του πρέπει να βαριόταν αυτή τη δουλειά και δεν τον χαρακτήριζε κανένα αγωνιστικό πνεύμα για την εκτέλεση του καθήκοντός του.

-Μην εξάπτεστε! Δεν είναι υγιές με τέτοια ζέστη! πρόφερε με κυνισμό ο Ιορδάνης.. Άλλωστε έχω όλα τα απαραίτητα έγγραφα εδώ! είπε και με μια γρήγορη ζογκλερική κίνηση γεμάτος αυτοπεποίθηση έβγαλε ένα τσαλακωμένο σκισμένο παλιόχαρτο κουνώντας το σπασμωδικά στον αέρα λες και απειλούσε τους αντιπάλους του με αυτό.

-Μετακίνηση κωδικός 4, παροχή βοήθειας! ανακοίνωσε με ύφος θριαμβευτή δίνοντας το χαρτί στους αντιπάλους του για να το ελέγξουν, ενώ πρόσθεσε με επεξηγηματικό τόνο πως πάει να βοηθήσει μια ηλικιωμένη γιαγιά που μένει στο Παγκράτι, μακρινή συγγενή του από το ορεινό χωριό που κατάγεται. Η πραγματικότητα βέβαια διέφερε,καθώς ούτε καταγόταν από ορεινό χωριό αλλά από τη παραλία της Νάξου, ενώ η ηλικιωμένη κυρία που αναφέρθηκε πρωτύτερα δεν ήταν άλλη από τον Τέλη, τον καλό του φίλο που πραγματικά χρειαζόταν παροχή βοήθειας για να πιει με παρέα το φρέντο εσπρέσσο του και γιατί όχι, να παίξει και μια παρτίδα σκάκι με έναν φίλο ώστε να μη πέσει θύμα της ανίας και της μελαγχολίας που πρόσφερε απλόχερα και γενναιόδωρα η κατάσταση της καραντίνας.

-Χα! Ας γελάσω! καλά αγόρι μου με αυτό το μπακαλόχαρτο νόμιζες θα τη βγάλεις καθαρή?? δεν ζούμε πλέον στη δεκαετία του 80 να σου θυμίσω αλλά στο 2020! εφόσον δεν έστειλες μήνυμα με το κινητό σου θα σου γράψουμε πρόστιμο… μην ανησυχείς όμως δεν είναι πολλά μόνο 2500 χιλιάδες ευρώ.. για σένα.. επειδή είσαι καλό παιδί και σε συμπάθησα! είπε γελώντας ο εύσωμος της παρέας και με ένα άσχημο χαμόγελο που αντανακλούσε κακία, μικροψυχία και κόμπλεξ κατωτερότητας αποκάλυψε τα θεόστραβα δόντια του, χαλασμένα πιθανότατα από τις πολλές τροφές. Οι δυο λεπτοί ρουφιάνοι δίπλα του γέλασαν υποτακτικά περηφανευόμενοι για την ευγλωττία του αρχηγού τους.

“Σκούρα τα πράγματα αδερφέ μου! για δες που αυτός ο χοντρομπαλάς μου την έφερε κανονικά” είπε ο Ιορδάνης σε ένα σύντομο διάλογο με την συνείδηση του, ενώ σφιγμένος πλέον και αρχίζοντας να χάνει την άνεση του το μυαλό του στροφάριζε γρήγορα ψάχνοντας τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση.

-Μα καλά που να τα βρω τα δυόμιση χιλιάρικα?? εδώ ούτε το φρέντο εσπρέσσο μας δεν έχουμε να αγοράσουμε έτσι όπως μας κάνανε τα χρέη! επίσης δεν υποχρεούμαι να έχω ηλεκτρονικό μήνυμα ο νόμος προβλέπει και το χειρόγραφο! δεν ντρέπεστε να θέλετε να με γράψετε ενώ δεν έχω κάνει παράβαση?

Ο ελεγκτής γέλασε νευρικά και πήρε ένα βλέμμα ελαφρώς σαδιστικό.

-Για δείτε το πουλάκι μου ξέρει και τι λέει ο νόμος! έχεις δίκιο το χειρόγραφο σημείωμα επιτρέπεται, το πρόβλημα όμως είναι πως εσύ δεν έχεις καθόλου σημείωμα! φώναξε και έσκισε με μίσος το δικαιολογητικό μπακαλόχαρτο.

“Ε όχι ρε πούστη! τελικά έπεσα σε μεγάλο μαλάκα!” σκέφτηκε αυθόρμητα ο πρωταγωνιστής μας.

-Αυτό που κάνεις λέγεται κατάχρηση εξουσίας και από την τσέπη μου δεν θα πάρεις ούτε 50 λεπτά όχι δυόμιση χιλιάρικα. Είπε αποφασιστικά ο νέος καθώς ένιωσε ένα κύμα θάρρους να ξεχύνεται ορμητικά στο στήθος του, το είδος του θάρρους που έχει κανείς όταν ξέρει ότι έχει το δίκιο με το μέρος του.

-Άσε τα ανθρωπιστικά ηθικολόγε μου και δώσε τα στοιχεία σου να τελειώνουμε μ αυτή την υπόθεση… πρόσθεσε αόριστα το όργανο καθώς ο μπούφος αυτός είχε από μόνος του σκίσει το χαρτί με τα στοιχεία του πολίτη μερικά δευτερόλεπτα πριν.

Όπως είναι εμφανές τα περιθώρια στένευαν,παρόλαυτα η ζωή ακόμα και σ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς παραμένει πάντα απρόβλεπτη και ο παράγοντας του αιφνιδιασμού ποτέ δεν χάνει την ισχύ του σαν νόμος του σύμπαντος. Αν ο θηρευτής αφήσει την προσοχή του να αφαιρεθεί, το θήραμα σε περίπτωση που είναι “ξύπνιο” θα αντιδράσει. Σαν από θαύμα τη σκηνή διέκοψε μια μελωδία σκυλάδικου τραγουδιού, γνωστή επιτυχία του Γρηγόρη Γομίδη η οποία έφερε στους παρευρισκόμενους μια στιγμή απορίας και σαστιμάρας. Σε όλους δηλαδή εκτός από τον σωματώδη φίλο μας της δημοτικής αστυνομίας ο οποίος συνηθισμένος, όπως φαίνεται στο κομμάτι αυτό και σαν να μην τρέχει τίποτα, έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του για να απαντήσει στη κλήση που δεχόταν, δίνοντας έτσι στον Ιορδάνη και τους υπόλοιπους να καταλάβουν από που ξεχυνόταν αυτή η τρισάθλια κακοποίηση της πέμπτης καλής τέχνης, της μουσικής.

-Τι είναι πάλι ρε Βάσω? ΤΙ? ΜΙΛΑΣ ΣΟΒΑΡΑ? ΚΑΗΚΕ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ? καλά και τι θα φάμε τώρα μωρή ηλίθια ?!? Να μου παραγγείλεις σουβλάκια δεν με ενδιαφέρει! άρχισε να γαυγίζει σαν λιμασμένο σκυλί ο αρχηγός της ομάδας ο οποίος είχε χάσει τόσο τη ψυχραιμία του που τα μάτια του θόλωσαν, το στόμα του άφρισε σαν φουρτουνιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα του αιγαίου ενώ με διάφορες νευρόσπαστες άναρχες κινήσεις κούναγε τα άκρα του προς όλες τις κατευθύνσεις δίχως να ξέρει τι του φταίει. Η ψυχική του κατάσταση είχε πραγματικά κλονισθεί μετά τα δυσάρεστα νέα περί φαγητού που έλαβε καθώς μια απόλαυση είχε ο καημένος ο άνθρωπος – εκτός από το να γράφει άδικα πρόστιμα- και αυτή ήταν ένα καλό πιάτο φαΐ για βραδινό μετά από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά.

Δεν θα εμφανιζόταν καλύτερη ευκαιρία, ο ήρωας μας έπρεπε να δράσει αποφασιστικά και άμεσα, χωρίς χρονοτριβή. Ο οποιοσδήποτε συλλογισμός θα τον αδρανοποιούσε και θα τον άφηνε σε μια αναποφάσιστη χαοτική κατάσταση, το ζήτημα ήθελε αστραπιαία δράση δίχως σκέψη! Ο Ιορδάνης καθοδηγούμενος από ένα ασύστολο θράσος που ούτε κ αυτός δεν ήξερε ότι είχε έδωσε μια πρόσθια κλωτσιά στο χοντρομπαλά ο οποίος από τη σύγχυση που τον διακατείχε δεν φαινόταν να έχει και την καλύτερη ισορροπία έτσι και αλλιώς. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια αιφνιδιαστική άσκηση φορτίου πάνω σ αυτό το δυσανάλογο κορμί και οι νόμοι της φύσης, όπως η φυγόκεντρος δύναμη, θα έκαναν τα υπόλοιπα. Η καλά προπονημένη κλωτσιά του Ιορδάνη που είχε εξασκηθεί στην τέχνη της βιρμανέζικης πυγμαχίας πέτυχε το στόχο της στην αριστερή πλευρά του διαφράγματος και των πλευρών. Ο μέχρι προ ολίγου θύτης, αφού ως δια μαγείας μετατράπηκε σε θύμα, έπεσε με φόρα πάνω στη μοτοσυκλέτα του παρασέρνοντας την και αυτήν με αποτέλεσμα να βρεθεί αβοήθητος στο έδαφος φωνάζοντας. Οι δύο ρουφιάνοι ρίχτηκαν πάνω στον Ιορδάνη ο οποίος με φωνές και χτυπήματα τους κρατούσε πίσω. Ξαφνικά στο παράθυρο του πρώτου ορόφου εμφανίστηκε μια καλόκαρδη μεσόκοπη στρουμπουλή κυρία η οποία κραυγάζοντας πολεμικά “αλήτες! αφήστε το παιδί! δεν μας έχετε αφήσει φράγκο!” πέταξε ένα κρύο κουβά νερό στα κεφάλια τους. Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι κακό τους χτύπησε, τα όργανα του νόμου είδαν τον ατίθασο νέο να φεύγει τρέχοντας σαν τζαμαϊκανός δρομεύς.

Κράτα τον! Πιάσ’τον! ούρλιαξαν απελπισμένα στον τέταρτο δημοτικό αστυνομικό ο οποίος βρισκόταν πολύ κοντά στον φυγά και τόση ώρα παρακολουθούσε σιωπηλά τα δρώμενα. Με μια αρμονική κίνηση χορευτή ο αστυνομικός έκανε ένα διαγώνιο πίσω βήμα ανοίγοντας έτσι με εμφανή τρόπο περισσότερο χώρο στον Ιορδάνη ενώ τον κοίταζε ταυτόχρονα με ένα βλέμμα συμπόνοιας.

“Για δες υπάρχουν ακόμα καλοί άνθρωποι!” σκέφτηκε ο νέος που καθώς όμως ο χρόνος τον πίεζε δεν στάθηκε να ευχαριστήσει τον συνεργό του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο χτύπαγε το κουδούνι της πολυκατοικίας του Τέλη. Ανέβηκε γρήγορα λουσμένος στον ιδρώτα και πέταξε τη μπλούζα του μακριά ενώ ξάπλωνε το κουρασμένο από την ένταση κορμί του σε ένα καναπέ. Ο Τέλης πιο χαλαρός και από “χαλαρό ποτάκι” σε κοσμοπολίτικο μπαράκι της Αμοργού έκλεισε το περιοδικό τέχνης “Βαλέρια” που διάβαζε ως ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα που ήταν και κοίταξε τον επισκέπτη του με μια απερίγραπτη απορία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.

-Που είσαι ρε Jordan? Μα καλά πως ίδρωσες έτσι ρε μαλάκα? πόση ζέστη κάνει εκεί έξω?? πάρε να δροσιστείς γιατί σε βλέπω και σε λυπάμαι έτσι όπως είσαι σαν κατάδικος της κολάσεως, είπε εύθυμα και έδωσε ένα παγωμένο ποτήρι φρέντο εσπρέσσο σκέτο στον χτυπημένο από τον καύσωνα φίλο του.

-Άσε φίλε μου! Μιλάμε για πολύ ζέστη που να στα λέω!! γέλασε κυνικά ο Ιορδάνης ενώ ρούφηξε δυνατά το αγαπημένο του απεριτίφ!

Ο ήλιος άρχισε να πέφτει και η καυτή λάβα έδωσε τη θέση της σε μια υποτυπώδη ψευτοδροσιά. Τα πάρκα γέμισαν με φιλόζωους και σκυλιά -ιδιόκτητα και δανεισμένα-, οι πρώτοι δρομείς άρχισαν να τρέχουν φανερώνοντας το αθλητικό και αγωνιστικό πνεύμα της πόλης, ενώ η νεολαία μαζευόταν ντυμένη αθλητικά και εφοδιασμένη με μπουκάλια αλκοόλ , ακούγοντας μουσική από τα κινητά, για το καθιερωμένο γλεντοκόπι της… το έτος ήταν 2020!