Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

Και φτάνεις

αιθέρια ύπαρξη απόκοσμη

με το χέρι σε χαιρετισμό

μέσα απ’ το πολύβουο

πλήθος των δρόμων,

τη στιγμή που εγώ

στο φρύδι του κύματος

και στου ανέμου την ορμή

ξαποσταμένος  ταξιδευτής,

αφουγκράζομαι την κραυγή του κόσμου.

 

Το ποτάμι που με παρασέρνει

κι η αναίτια αγωνία

σαν υγρά κάγκελα φυλακής

να κλείνει διόδους διαφυγής

κι απεγνωσμένα αναζητώ

από κάτι να πιαστώ,

καθώς νιώθω την άγρια περιδίνηση

να ανοίγει το βαθύ στόμα της

έτοιμη να με κατασπαράξει.

 

Και τότε συνειδητοποιώ

το τίναγμα στις φλέβες

το φτερούγισμα του ονείρου

και μεταλλάσσομαι.

Ανησυχώ μέσα απ’ τους φόβους σου

και φοβάμαι μέσα απ’ τις ανησυχίες σου,

ηρεμώ μέσα απ’ τη γαλήνη σου

και τότε όλα γίνονται φως.

 

********

Η ΣΤΙΓΜΗ

 

Η στιγμή αιωρούνταν

ανάμεσα στα λιθόκτιστα

του ερειπωμένου μοναστηριού

φτάνοντας μέχρι τις όχθες

του παρακείμενου ποταμού.

 

Αχνόφεγγο το πρώτο φως

έσπρωχνε τις μνήμες

που αιωρούνταν ολόγυρα.

Μα το φως όσο κι αν δυνάμωνε

δεν έκρυβε τα ανεξίτηλα χνάρια

που άφησε ξέπνοα ατημέλητα

η  αέρινη  περιδιάβαση.

 

Αλλά όταν το σκοτάδι απλωθεί

και τ’ αστέρια ξεπροβάλλουν

μες στην απόλυτη σιγαλιά,

οι μνήμες  ερωτοτροπούν

και μακρινές απόκοσμες φωνές

θυμίζουν ξεχασμένες μορφές.

 

****

ΟΙΩΝΟΙ

Από νου νωχελικό, ανεξερεύνητο

συνήλθε

αναπάντεχα ίσως,

η μνήμη αχνή στο λυκαυγές.

 

Αναδύθηκε ταραγμένη σαν

από κυμάτων αφρούς

υφάλους, καρτερικούς

σ’ εκείνους τους αόρατους οιωνούς.

 

Ελευθέρωσε αξημέρωτα

τα θέλω της, να περιπλανηθούν

να σαγηνευτούν

διακριτικά,

κατά το σύνηθες.

 

Κι εκείνα παιχνιδίζοντας

άβουλα, μα νεανικά

την αλλοτρίωσαν

απ’  το ξεκίνημα

μέχρι τη λήξη

μυστηριακά,

σαν όλες  τις εξάψεις του νου.