Η ποίηση, πάντα, κερδίζει τη νύχτα και χάνει την ημέρα. Γι’ αυτό θα την έλεγα φωτεινή λόγχη μπηγμένη στο μαύρο. Και η ποίηση σπέρνει μέλλον. Έτσι πάντα. Και σήμερα το χρέος δεν άλλαξε. Γιατί, ευτυχώς ακόμη, ούτε τα δέντρα έλειψαν, ούτε το έαρ, ούτε ο ουρανός, ούτε η θάλασσα, ούτε το στήθος. Κι όμως διαβαίνουμε τον κίνδυνο να λείψουν. Επειδή τράβηξαν ουρανομήκη δρόμον, οι μηχανές και ξεκαρδίζεται με τη Θεότητα ο Περιπαίχτης Πίθηκος όπου κατάντησε το αδαμικό αρχέτυπο. Είναι κάτι που θα πληρωθεί ακριβά. Έχουμε κιόλας αναιρέσει τα Ριζώματα. Και προχωρούμε σ’ ένα Μεσαίωνα Τεχνικής με την ανίερη τώρα εξέταση των άστρων. Ώρα του φτερωτού σκύλου. Ο έρωτας απόγινε μορφή θανάτου. Και βασιλεύει ολούθε φρίκιαση και ιδεολογία, σ’ ανατολή και δύση. Με τα φώτα των απογειώσεων ανατριχιαστικά, ψηλώνει ο άνθρωπος την ανελευθερία για μιαν αναστροφή του Κάτω Κόσμου σ’ Απάνω Κόσμο, εκείθε απαγγέλοντας εδάφια του Λένιν, εδώθε κουρελιάζοντας τον Ιησού με τη λύσσα των οικονομικών εγωισμών, όπου πυργώνουν τα φαλακρά από κάθε ανθρωπινότητα μονοπώλια.

Είναι πολύ άγριο το θέαμα, εκτυφλωτικός Εωσφόρος. Αλλά τι θαύμα, εδώ πέρα κελαρύζει και το νεράκι των ποιητών. Ακόμη… Και γυρεύει ακοή ανθρώπου, καρτερικό σαν την αιωνιότητα. Πρέπει να γλιτώσουμε από ριζική συμφορά και σκοτεινή Συντέλεια. Τα μηχανήματα είναι τέλεια και θα γίνονται ολοένα πιο τέλεια. Γυρεύει σήμερα η ποίηση ν’ ανταμώσει ο άνθρωπος την ψυχή του κάποτε. Και βέβαια ο Θεός είναι το μόνο Σημείο για τη συναπάντηση τούτη. Γυρεύει σήμερα η ποίηση κι αναθυμάται τις ρίζες, αντλεί την πίκρα, οικοδομεί την ωφέλεια της οδύνης. Είδαμε πρόσφατα στο σινεμά τη Σιωπή, την ερημιά των πάντων. Ο θεομανής Bergman, αυτός ο σκηνοθέτης οραματιστής, έκρουσε φοβερό κουδούνι, που ηχεί πιότερο από τους πυραύλους. Η απογείωση προς τον Άδη. Κρυοπαγωμένος ο άνθρωπος ανάμεσα στις εκτάσεις του Διαστήματος. Ωστόσο, και Μεσαίωνας και Ό,τι – θα θερίσει ανάσταση ο άνθρωπος, θ’ ασπροφορέσει κάποτε ο άνθρωπος. Γιατί το θέλει η ποίηση. Λοιπόν το θέλει η ζωή. Για να φωταγωγηθεί το Δευτερόλεπτο των Χιλιετηρίδων.