Ήταν μεσάνυχτα όταν το τηλέφωνο του κυρ Ανέστη ακούστηκε στην άλλη πλευρά του δωματίου. Ο ήχος κλήσης τον ξάφνιασε και τον έκανε να αναπηδήσει στο κρεβάτι του. Δεν του άρεσε καθόλου να τον καλούν απροειδοποίητα, το είχε για κακό. Ώσπου να το φτάσει, έπαψε να χτυπάει. Ο αριθμός που αναγραφόταν στο ιστορικό κλήσεων δεν του ήταν γνώριμος. Επιπλέον έμοιαζε να προερχόταν από κάποιο μακρινό μέρος και όχι από την περιοχή του.
Τις απορίες του ήρθε να λύσει η επαναληπτική κλήση του άγνωστου αυτού αριθμού, λίγο πριν προλάβει να αφήσει την συσκευή στο τραπέζι.
-Ξυπνήσατε; Ακούστηκε μια ιλαρή φωνή.
-Ποιος είστε, τι θέλετε; Ρώτησε ο κυρ Ανέστης φανερά ενοχλημένος.
-Οι Ανώτερες Δυνάμεις προστάζουν να μην κοιμηθείτε έως ότου ολοκληρωθεί το τελετουργικό.
Το τηλέφωνο σώπασε στο αυτί του. Έβγαλε ένα επιφώνημα δυσαρέσκειας και βγήκε στον κήπο. Δεν ήθελε να λερώσει τις παντόφλες του κι έτσι περπάτησε ξυπόλυτος στο μονοπάτι που οδηγούσε στην καταπακτή.
-Κατάρα, μουρμούρισε, όλα τα είχα σήμερα, τα γαμωβαμπίρ μου έλειπαν. Άντε να τελειώσει κι αυτή η μαλακία να κοιμηθώ επιτέλους.
Κατέβηκε προσεκτικά τα δύο σκαλοπάτια και άναψε το διακόπτη. Από το βάθος ακούστηκε μια πορδή. Το βαμπίρ που του είχαν αφήσει εκεί το πρωί οι Κολομβιανοί πράκτορες του Μούτσα-Πούτσα δεν άντεχε το δυνατό φως και είχε νεύρα.
-Σκάσε κι εσύ! Άντε, έλα να τελειώνουμε γιατί θέλω να κοιμηθώ, του είπε και του άνοιξε την ομπρέλα που είχε στερεωμένη στο κεφάλι. Άντε, γιατί όλη μέρα μου έχουν σπάσει τα νεύρα με το γαμημένο κυνήγι θησαυρού, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ευχήθηκα να γίνω πειρατής. Άντε, κάτσε πιο ΄κει, στη σκιά, και πρόσεξε να τα πεις σωστά μπας και το πετύχουμε.
Το βαμπίρ χαμογέλασε ειρωνικά και μετακινήθηκε λιγάκι στα πλάγια. Στη συνέχεια, όπως όριζε το τελετουργικό της εύρεσης του θησαυρού, ξεκίνησε να ψέλνει τον Ύμνο της Ομπρέλας:

Ταρατατζούμ ταρατατζούμ και παραμυθατζούμ
Εμπρός το τελετουργικό της Ομπρελίτας!

Ανέστης ήρθε μετ’ εμού, τον θησαυρό να εύρει
ανάθεμα την σύφιλη και τον κολονοσκόπο.

Ήταν καλό ένα παιδί και άξιο παλικάρι
Μέχρι που βγήκε παγανιά με το χρυσό κλωνάρι

Τον είδαν οι γειτόνοι του κι απόρησαν με δαύτον
Μα εκείνος δεν πτοήθηκε κι εφιδοκουτρουβούσε.

Ομπρέλα Ομπρελίτα μου και Ομπρελοφορούσα
Κόρη Ολομέλανη και Γοργοποδαρούσα
Πάρε τούτον τον γαμπρό μαζί με τις νεφέλες
Και δώσ’ του αυτό που επιθυμεί και άσε με να φύγω.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ύμνου της Ομπρέλας, ο κυρ Ανέστης λικνιζόταν με τον ρυθμό που έδινε ο Υμνωδός, τον οποίο εμπλούτιζε σε κάθε αλλαγή στροφής με τσαχπίνικες πορδούλες, σύμφωνα με τις οδηγίες του τελετουργικού. Σκόπευε να πετύχει με τη μία και να πάει να κοιμηθεί.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα αγωνίας, άρχισε να σείεται η γη και το φως να τρεμοσβήνει. Μέσα από τα υπόγεια ακούστηκε ο Ύμνος της ΑΕΚ στα Αλβανικά. Το τελετουργικό είχε πετύχει.
Το βαμπίρ εξαφανίστηκε και στη θέση του βρισκόταν ένα κουτί με την επιγραφή :
«ΣΟΥΣΑΜΙ ΑΝΟΙΞΕ»
Ο κυρ Ανέστης πήρε το κουτί και έτρεξε πίσω στο σπίτι. Από την κούραση δεν έπλυνε καν τα πόδια του. Βούτηξε μέσα στο κρεβάτι και φώναξε το σύνθημα λήξης του κυνηγιού:
Μούτσα-Πούτσα ομπρελίτα πριτς προυτς αμήν αμήν και τρισαμήν.