ΘΑ ΘΕΛΑ ΝΑ ΜΟΥΝ

 

Θα θελα να μουν η βροχή που πέφτει μανιασμένη, μέσα σε κάθε στάλα της να βρίσκομαι παντού, θα θελα να μουν μια  πηγή να πιουν οι διψασμένοι θα θελα να μουν θάλασσα βαθιά παντοτινή

Θα θελα να μουν ο ουρανός απέραντος γαλάζιος, θα θελα να μουν σύννεφο άδειο από αστραπές. Θα θελα να μουν άσβεστος ήλιος που ανατέλλει, θα θελα να μουν άστρο που ζει στο λυκαυγές

Θα θελα να μουν μάνα γη που όλα τα υπομένει, θα θελα να μουν δάσος που ανθίζει στη φωτιά. Θα θελα να μουν χιόνι που όλους τους ζεσταίνει, θα θελα να μουν έρημος γεμάτη από παιδιά

Θα θελα να μουν μοναξιά που αντέχει τους ανθρώπους, θα θελα να μουν θάνατος μα δίχως το κεντρί, θα θελα να μουν ο θεός και να μουν ξεπεσμένος θα θελα να μουν άνθρωπος που όλα τα μπορεί

Θα θελα να μουν μια πληγή που μέλι αναβλύζει,  θα θελα να μουν πόνος που ξέρει να γελά θα θελα να μουν στη αρχή κι ας βρίσκομαι στην τέλος,  θα θελα να μουν η ζωή που όλα τα νικά

Θα θελα να μουν κόλαση γεμάτη από αγγέλους, θα θελα να μουν διάβολος που  αντέχει να αγαπά, θα θελα να μουνάγιος που ξέρει να αμαρτάνει, να μουν ο Ιούδας δίχως τη θηλιά.

*

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

 

Με περπατησιά γάτας γλιστράω αθόρυβα

στους δρόμους της νυχτωμένης πολιτείας.

Το θηρίο κοιμάται κι εγώ αφουγκράζομαι

τη βαριά ανάσα του.

Πασχίζω μάταια να μην το ξυπνήσω

και μολονότι θα θελα να κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο

 

ξέρω πως με τις πρώτες ηλιακές ακτίνες, θα βγει από το λημέρι του με βρυχηθμό χιλίων λεόντων και ξεφυσώντας φωτιές για να μας αφομοιώσει, απομυζώντας και την τελευταία ικμάδα της νιότης μας, της ενεργειάςμας…..για να μας εκμηδενίσει.

 

Κοιτάζω τα σπίτια είναι σιωπηλά, υπέροχα

μοιάζουν σαν άδεια κενοτάφια.

Αλλοίμονο δεν είναι στ’ αλήθεια άδεια

πρόκειται απλώς για μια ψευδαίσθηση.

Ένας παγωμένος αέρας που φυσά γεμίζει τα πνευμόνια μου

μοιάζει γλυκός σαν το θάνατο, σαν το δροσερό χέρι της μάνας που πάνω στο μέτωπο του γιού, της σβήνει κατά τρόπο μυστηριακό το πυρετό.

Άνθρωποι πουθενά, το χλωμό μίζερο φώς από τους φανοστάτες φωτίζει την απουσία τους, καθώς κάποια αδέσποτα αλυχτούν συνθέτοντας ένα απόκοσμο ρέκβιεμ

Σωροί σκουπίδια σε αποσύνθεση, η αποτίμηση του πολιτισμού μας που ζέχνει και οι πρωτόπλαστοι λίγο παραπέρα πάνω σε ένα ζυγό προσπαθούν να ισορροπήσουν δίπλα σε μια σακούλα απορριμμάτων

Ακροβατώ έρημος στην άκρη της νύχτας και μονάχα δυο μάτια αλουροειδούς που στραφταλίζουν στο σκοτάδι μπορούν να με νοιώσουν, να με δουν. Είμαι σκοτάδι βαθύ και πυκνό και αεροστεγώς κλειστό

Δεν υπάρχει η παραμικρή ραγισματιά, το παραμικρό ελάττωμα. Το φώς είναι καταδικασμένο, όπως κι αέρας που ολοένα λιγοστέυει. Μονάχα πνιγμονη και βουβός πόνος, μονάχα σαν θανάτου προσμονή

Ξέρω πως μπορώ εύκολα να γινω κι εγώ σαν τους άλλους κι αυτό μου φτάνει για να με σιχαθώ, για να δώσω τέλος στη θλιβερή μου υπόσταση

 

*

 

ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ

 

Είναι στιγμές που νομίζω πως βλέπω μπρος μου τα μάτια σου.

Πότε μελαγχολικά και πότε φλογισμένα , σαν δύο  καστανόξανθα

τρομαγμένα ελάφια – αδάμαστα , που πριν καλά-καλά προλάβεις

να τα αντιληφθείς , έχουν ήδη εξαφανιστεί , αφήνοντάς σε να

αναρωτιέσαι  , αν υπήρξαν στ’ αλήθεια ή σε κάποια παραίσθηση.

 

Είναι κάτι βράδια που φλέγομαι από ένα πυρετό ανεξήγητο

και μια θλίψη ακατανίκητη. Μια θλίψη που γίνεται μεταμεσονύκτιος

τρόμος και με αποσπά βίαια από την αγκαλιά του Μορφέα.

Ξυπνώ τότε τρομαγμένος και κάθιδρος στο άκουσμα του ίδιου πάντα

βασανιστικού χτύπου. Ένας χτύπος επαναλαμβανόμενος που

ολοένα δυναμώνει τικ-τακ , τικ-τακ , τικ -τακ …..

 

Γεύομαι τον τρόμο και οσμίζομαι τον καπνό και τις φλόγες μιας

επικείμενης έκρηξης , όμως δε ξέρω ούτε τον ακριβή τόπο αλλά ακόμα

περισσότερο τον τρόπο , για να απασφαλίσω τον ωρολογιακό μηχανισμό.

Το μόνο σίγουρο , είναι πως βρίσκεται κρυμμένος κάπου μέσα μου , στο

μυαλό , στη καρδιά μου ,  στο στομάχι μου , ίσως στα έντερά μου…..

 

Σε σκέφτομαι συχνά τελευταία , εσένα το κορίτσι που ‘ρθες από τη πόλη

του φωτός για να πυρπολήσεις με μια αναμμένη καρδιά- μολότωφ στα

χέρια , τα υπόγεια της ύπαρξης μου  και να λάμψεις για μία μόνο στιγμή.

Εσένα που μοιράστηκες μαζί μου το χλωμό σούρουπο της ψυχής σου ,

μιας ψυχής τόσο εύθραυστης και σαρανταπληγιασμένης όσο και η δική μου

ψυχή.

 

Είναι κάποιες στιγμές βαριές , σαν ένας σωρός αποδομημένες ατσάλινες

λαμαρίνες , που κείτονται ασάλευτες , σε κάποιο παλιό , παρατημένο

εργοστάσιο μεταποίησης. Και τότε νοιώθω πάλι αυτό τον κόμπο στο ηλιακό

μου πλέγμα να με πνίγει και να με δικάζει. Δε μπορώ να ανασάνω…..

 

Ίσως είναι το φιλί  που με καίει ακόμα γιατί δε μπορώ να το ξαναζήσω ,

ίσως ο ασίγαστος πόθος που μου ξυπνά η θύμησή σου , το άρωμα που

ανέβλυζε το γυμνό σου κορμί και αυτή η αίσθηση ιερού καταφυγίου όταν

κουρνιάζαμε σαν δυο μικρά ασημένια πουλιά , ο ένας στην αγκαλιά του

άλλου…..Ίσως η εικόνα ενός σπιτικού , που αντιλαλούσε χαρούμενες φωνές

και έκπαγλες γιορτές ή οι τέσσερεις λέξεις που γυρίζουν ξανά και ξανά εντός

μου και δε λένε να φύγουν , όπως ένα αποτύπωμα από πυρωμένο σίδερο

που αρνείται να ξεθωριάσει στο χρόνο.

 

Σε έχω συγχωρέσει , εσένα! Που κράτησες φυλακισμένες σε ένα μαύρο

ξεχαρβαλωμένο κουτί τις τέσσερις αυτές ανομολόγητες λέξεις , χαραγμένες

πάνω σε λευκόχρυσο φώς. Τις λέξεις που προορίζονταν για τη μία , τη μοναδική

…… , τις λέξεις – ξόρκια που θα έδιωχναν για πάντα τον πόνο και θα κατατρόπωναν

τον Άλφα Π…..άραγε φυλακίζεται το φώς ;

 

Σε κοίταζα να βάζεις φωτιές στη Ρώμη , ανήμπορος να αντιδράσω , βυθισμένος

στη γλυκιά ραστώνη της αγάπης. Λυπόμουν βαθιά , όχι γιατί δε μπόρεσα να σε

σταματήσω ,  αλλά γιατί δε κατάφερα να σε λυτρώσω  από τις Ερινύες σου. Πόσο

εύκολο μου ήταν στ’ αλήθεια να σε εκδικηθώ , να σου επιστρέψω τον όλεθρο που

μου προσέφερες τόσο απλόχερα. Όμως δεν ήθελα….. Άνοιξα λοιπόν με αβρότητα

, διάπλατα τις πόρτες στο τίποτα και αφέθηκα να αιωρούμαι σαν ένα εκκρεμές στο κενό.

 

Γιατί σε ήξερα , όπως δε σε είχε μάθει κανείς άλλος , γλιστρώντας τακτικά στα μύχια

της ψυχή σου , σαν κατάσκοπος μυστικός και γιατί στο καθρέφτισμα των δύο καστανών

σου ματιών , είχα δει τη μισή φάση της Σελήνης μου ολόκληρη , γεμάτη. Σε καταλάβαινα

, δέχτηκα απρόθυμα την σκληρή προσταγή των ζηλόφθονων Θεών , τη σφαγή του

έρωτα. Ήξερα πως ούτε αυτοί είχαν τη δύναμη να παγιδεύσουν το φοίνικα…..θα εγερθεί

ξανά  μέσα από τα λαμπρά ερείπια των ημερών μας  , σαν λαμπυρίζων supernova , οδηγός

και αιώνια έμπνευση

 

Αποφάσισα λοιπόν να μην αντισταθώ…Θα ‘ταν εξάλλου τόσο ανόητο να προσπαθήσω

να σε σταματήσω , να τα βάλω με ίδιο μου το είδωλο στις όχθες της λίμνης …….μια τρύπα

στο νερό. Το μόνο που κατάφερα  να ψελλίσω υπόηχοι …, δεν άκουσες , ίσως και να μη τους κατάλαβες…..Να προσέχεις , σ ΄αγαπώ !