ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Με κοιτάς μ’ ευγνωμοσύνη μέσ’ απ’ τη ντουλάπα
κι έχεις καταγωγή φωτογραφίας:
υποθέτω πως ανήκεις σε κάποια παιδική ηλικία
από αυτές που έζησα.

Σου είπα ότι προτιμώ τα ηλιοτρόπια ποτέ;

Η μαμά λέει συνέχεια ότι δε σε θέλει, όταν λείπεις.
Εγώ παίζω με κάτι παιχνίδια
κάνω πως δεν ακούω:
τη θλίψη της που σέρνεται στο υγρό πάτωμα
και πλησιάζει η ώρα
που θα πρέπει να τη σφουγγαρίσουμε.

Ποιος θα τολμήσει να πιάσει το κοντάρι;
Εσύ, μπαμπά;
Θα τολμήσεις να σφουγγαρίσεις
τα νερά που έσπασαν
και χύθηκα στο πάτωμα;

Αποφάσισα πως δε θέλω να χαθώ.
Θα παραμείνω ως λεκές στο μωσαϊκό των ευθυνών σας.

Κ’ ύστερα θα βγάλω ρίζες
θα ψηλώνω
μέχρι η οροφή να μην αντέχει πια
την επιθυμία των πλατανόφυλλων για φως.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

ΔΑΚΤΥΛΑ ΛΥΓΙΣΜΕΝΑ

Μια μάζα από μελανό απόστημα και δάκρυ
Δάκτυλα αγαπημένα κάμπτονται στις μαλάξεις
κοπάδι δάκτυλα μπαίνουν μέσα στην πληγή
φλέγονται προς τα μέσα
ένα υγρό χολής έπηξε το στήθος
το απόστημα άνοιξε
κόμπος διέτρεξε το λαιμό
Βράχηκα από θάνατο.

Δημήτρης Στενός

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΞΑΝΑΒΓΟΥΝ ΟΙ ΑΧΙΒΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Δε θα παρηγορηθώ
μέχρι να ξαναβγούν οι αχιβάδες
στην Αμμόχωστο
και τα δαχτύλια μου
αθώα
να τις ψάχνουν.

Δε θα παρηγορηθώ
ούτε από τον θρήνο
ούτε από τα επιφωνήματα
μέχρι η κάμαρή μου
να δροσίσει κατακαλόκαιρο.

Δε θα παρηγορηθώ
ούτε από την ποίηση
μήτε από τις μουσικές
μέχρι το μποστάνι μας
να βγάνει
και τα καρπούζια του
και τα πεπόνια του.

Δε θα παρηγορηθώ
ούτε απ’ τον καϋμό
μήτε απ’ τα χρόνια¨
έως συντέλειας του αιώνος.

Δε θα παρηγορηθώ
που σ’αγαπάω τόσο.

Δε θα παρηγορηθώ
ακόμα κι αν με πεθάνω.
Και θα ξανάρθω.
Ένα νεογνό: Εγώ.
Απ’ τη σιγή
να επαναφέρω το δίκιο.

Δε θα παρηγορηθώ.
Δεν περπατάει η Ψυχή με τα λίγα.
Δε νηστεύει το απόλυτο.
Ή
θα’σαι ολόκληρη
ή
ας μην υπάρξεις.

Δε θα παρηγορηθώ
με καμιάν άλλη πολιτεία
όσο κι αν…

Δε θα παρηγορηθώ
που σε πεθυμώ
που σε θέλω.

Δε θα παρηγορηθώ
αρνιέμαι να με παρηγορήσω.
Μεγάλωσα τα νύχια μου
για να μπορώ-στην ώρα μου-
να σκάψω τα χώματα.
Να μ’ αναστήσω.

Δε γίνεται να παρηγορηθώ
Βαρώσια μ’ απαρηγόρητα.
Έως ότου:
η Βούληση σοφαντύσει
με ασβέστη
τοίχους, αυλές, πεζοδρόμια,
την άσβεστη ετυμηγορία
της αθωότητας.

Ιωάννης Ψάρρας

 

Τ’ ΟΡΦΑΝΟ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Τόσο μέταλλο βαρύ
ούτε μια σπίθα δεν έδωσε.
Τόσος ήλιος την αυγή
κανένα μάτι δε στέγνωσε.
Τόσο κόκκαλο στη γη
κανένα άνθος δεν μπόλιασε.
Τόσα χρόνια στο κλουβί
το περιστέρι πια φώλιασε.

Για τον χαλκό και τις ευθύβολες ακτές σου,
που εξακοντίζουν κύματα
στα σαγόνια της Φοινίκης
και στη διψασμένη γλώσσα της Κυρήνης,
καρτερούν τις αγκαλιές σου
των αιώνων κάθε λογής ρηγάδες κι ηγεμόνες.
Για τα λιμάνια και τις περιλάλητες αμμουδιές σου,
που σκεπάζουν τους ναυαγούς της ελπίδας,
σε διεκδικούν καρδιοπλάνοι κηδεμόνες,
κι ας είσαι ορφανή μονάχα από λευτεριά,
κι ας είσαι έκδιψη για λίγη φεγγαριά.
Το χέρι σου με παράπονο τείνεις
στον κατακτητή να δείξεις που ανήκεις.
Την πλάτη σου γυρίζεις στις κολόνες,
όπου η μάνα σου τιμά τα ραγισμένα τύμπανα.
Τα οστέινα άλση που φυτρώνουν στην Καρπασία
μετρούν το βάθος της οδύνης.
Οι βρεγμένοι κίονες που τυλίγεις
με ροδαλές δαντέλες της αυγής
δεν είναι υποδεκάμετρο, για να μετρούμε
το ύψος της περηφάνειας που φθονούμε.
Οι κρανοφόροι με κάνες φράζουν
τα δάκρυα του Πεδιαίου.
Οι χαρτογιακάδες πινέζες καρφώνουν
στου Πενταδάκτυλου τη ράχη.
Οι αλλόδοξοι σημαίες βάζουν
στο μοναστήρι του πρωτόκλητου Ιουδαίου.
Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα, φαρμακωμένες,
ντοπιολαλιά ν ‘ ακούσουν περιμένουν.
Οι ναυτικοί ,σε βάρκες σαρακοφαγωμένες,
κόψαν τις άγκυρες και χρόνια περιφέρονται ,
για να μην δέσουν σε ξένη μαρίνα.
Οι ψαράδες γλυφή ψαριά προσμένουν
από νερά που σε χίλιες γλώσσες προφέρονται,
από κύμα που δεν έδιωξε του πόνου την καρίνα,
από γιαλό που δεν ξέβρασε του νόστου την ακτίνα.
Το αίμα των συντρόφων ,στην εκκλησία,
γίνηκε σφραγίδα σε γεύματα σπονδής.
Τη στέγη δύο θεών τα βουνά σηκώνουν
και του Τροόδους το κούτελο εχάθη
Ο Γιαηλάς ,απέναντι, βλέπει τα παιδιά του,
όμως απέχει έτη πολλά απ’ την ελευθερία.
Η Κερύνεια ,σε λόχους και μες την προδοσία,
αγκομαχά ,σαν ναυαγός που χάνει τα κουπιά του.
Στη μονή του Μαχαιρά η Δέσποινα θρηνεί,
καθώς Όλυμπος με Όλυμπο ποτέ δεν ανταμώνουν.
Ο Διγενής τα δάκτυλά του δεν κινεί
και τις λόγχες της ντροπής να διώξει δεν μπορεί.
Ο Ευαγόρας ,αν και πετρωμένος, γνωρίζει
πως η μητροπόλεις κείνται πάντα μακριά.
Ο Τεύκρος το βέλος στρέφει στον πατέρα,
λυπημένος για τη δεύτερή του προσφυγιά.
Στην ακτή του εκδορές από αρβύλες αγγίζει,
π΄ ούτε ο άνεμος δεν τόλμησε να σβήσει.
Τα ποδοβολητά ηχούν ακόμα στα κοχύλια
κι είναι τα όστρακα λείψανα της μνήμης.
Τα στεγνά βότσαλα φοβούνται τον αγέρα
μήπως πλοιάρια ερυθρά τους αφήσει.
Τα παράθυρα του φάρου, σαν εύπιστα χείλια,
συλλαβίζουν τ΄ αδύνατο.
Η προκυμαία ,σαν χέρι μάνας που φθίνεις,
περιμένει ,στον αφρό του πελάγους, το φιλί
μιας γοργόνας ,που δεν πιστεύει στον Αδείμαντο.

Ο Τεύκρος, όμως, δεν πιστεύει πια σε Σαλαμίνες
κι οι Τελαμώνιοι , που εκδίκηση αρνηθήκαν,
του δίνουν μόνο λίγο χώρο σε χαρτί.
Τα παιδιά ,που Θερμοπύλες διδαχτήκαν,
δεν πιστεύουν πια σε καλύτερους μήνες.
Οι δάσκαλοι να βλέπουν κουράστηκαν
πόσο γρήγορα δρασκελεί η νιότη
από την έδρα στου θανάτου την ενέδρα.
Οι πατέρες δεν διδάσκουν Γεωγραφία,
γιατί μοιάζεις πλέον μ΄ ακέφαλο ξιφία.
Οι μανάδες κλαίνε ,καθώς ξέχασαν
πού είχαν κρύψει το παιδικό τους αλογάκι.
Κι εμείς γράφουμε ,για την πατρίδα μας την πρώτη,
στίχους που δεν αλλάζουν της Ιστορίας το ρυάκι.
Κι εμείς ομοιοκαταληκτούμε τα πάθη
μήπως καταλήξουμε σε κοινή λύση για τα λάθη.
Όμως, το καλοκαίρι που την Άνοιξη έχασαν
τα πεύκα στου Ριζοκαρπάσου την πλώρη
κανένα επίγραμμα δεν μπορεί να εξηγήσει.

Τόσα σμήνη έστειλε ο Κύπριος βασιλιάς,
για να μας αφυπνίσει.
Τόσα χρόνια είχε σκουλήκια στα οστά
ο Σπαρτιάτης πριν ξυπνήσει.
Τόσα βλήματα είχε ο Ζώτος στην καρδιά
πριν ακούσει πάλι τον κρότο της σκλαβιάς.
Τόσες σημαίες είχαν κεντήσει οι Πηνελόπες,
προσμένοντας να κλείσουν των καραβιών οι πόρτες.

Τελικά, γυμνά αφήσαμε τα νιάτα
να κρυώνουν στου Άδη τις ρότες.
Τελικά, κανένα κέντημα στα κατάρτια.
δε φάνηκε στα δόντια τ΄ ουρανού.
Τελικά ,το αίμα ρίζωσε βαθιά
κι η πορφυρή σελήνη δεν ξεχωρίζει
από τις ματωμένες φλέβες της γαλανόλευκης.
Τελικά, μακροπόθητο άσμα δεν καρδιοχτυπά
και το πλέγμα Μάντζαρο σιγοτραγουδά,
σαν άρπα μιας Αφροδίτης πολυσάλευτης,
που φοβάται πως το σύρμα ριζοχωματίζει.
Τελικά, ο Σολωμός είχε αστοχήσει,
κι όποιος δεν πέθανε μ΄ αχίλλειο βέλος
χίλιες φορές πεθαίνει.
Τελικά, απ’ το μπλε της θάλασσας η κόρη
κι από το πράσινο της καπνισμένης ελιάς
προδόθηκε κι ο θάνατος την περιμένει.
Τελικά, ο λευκός σοβάς τ ΄αφρισμένου ορίζοντα
ξεκρέμασε ,από τ΄ αστέρια, την ελπίδα.
Πώς να πιστέψεις πως είχε κυανόλευκη αχτίδα
του Νέσσου το πουκάμισο ,που σ’ έπνιξε;
Πώς να πιστέψεις πως η σελήνη ,στο τέλος,
γίνηκε σύμβολο κι ενθύμιο κατοχής;
Πώς να πιστέψεις πως η Αφροδίτη που πονάς
τους Σαρακηνούς φοβάται μιας άλλης εποχής;
Πώς να πιστέψεις πως η πληγή σου, αν και δεν έπηξε
από της Πράσινης Γραμμής τ ΄αγκαθωτό στεφάνι,
ξεχάστηκε κι οι νέοι δε γνωρίζουν
ποιο θέρος ,ποια χρονιά ο Ονήσιλος σε χάνει
και ποια καυτή βαρυχειμωνιά ,στο τέλος, θα ξορκίζουν;

Τόσο μελάνι για τη σιωπή
κανένα ποιητή δεν έκανε μείζονα.
Τόσο δάκρυ για την γραμμή
καμία τάφρο κατακτητή δε γέμισε.
Τόσο κύμα για την αναμονή
κανένα τιμωρό δεν απολυτάρισε.
Τόσο σύρμα ξένο και βαρύ
κανένας τόπος δεν άντεξε.

Χάρης Συνοδινός