ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ
Κι είχε μια ποίηση το δωμάτιο την ώρα τούτη
και μια σιωπή
και μια θλιμμένη λωρίδα ήλιου
που έντυνε την ευτυχία,
υπήρχαμε
στα κλαριά του δέντρου που πάλευε να αναγεννηθεί,
στο τρένο που πέρασε,
στη μέρα που αρχίζει να τελειώνει,
υπήρχαμε,
κι είχε μια ποίηση το δωμάτιο
και μια σιωπή
και μια ωραία ταλάντωση
στο αμήν και στο τέλος,
την ώρα ετούτη.
*
SCHWINGUNG
Und es herrschte solch eine Lyrik im Zimmer zu jener Stunde
und eine Stille
und ein betrübter Sonnenstrahl
der das Glück bezog,
es gab uns
auf den Ästen des Baumes, der für seine Wiederbelebung kämpfte,
in dem Zug der vorbei fuhr,
in dem Tag der anfing zu Ende zu gehen,
gab es uns,
und es herrschte solch eine Lyrik im Zimmer
und eine Stille
und eine wunderschöne Schwingung
in dem Amen und am Endpunkt,
zu jener Stunde.
*************************
ΣΚΙΕΣ
Στο σπίτι αυτό
δε μένει πια κανείς
και τα υπόκωφα βήματα
και οι ψίθυροι
και τα πιάτα που πλένονται αθόρυβα
και τα σεντόνια που στρώνονται τα καθαρά
δεν είναι παρά αναμνήσεις
δεν είναι παρά σκιές
δεν είναι παρά
αντανακλώμενες προβολές
μιας παλιάς θλιμμένης ευτυχίας.
*
SCHATTEN
In diesem Haus
wohnt niemand mehr
und die dumpfen Schritte
und das Flüstern
und das Geschirr das lautlos gespült wird
und die frisch gedeckten Bettwäschen
sind nichts weiter als Erinnerungen
sind nichts weiter als Schatten
sind nichts weiter als
projizierte Spiegelungen
einer ehemaligen betrübten Glückseligkeit.
***********************
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο Ιούλιος αυτός
είχε κάτι από χρώμα κόκκινο
και από τη σάπια γεύση
μιας ετεροχρονισμένης επανάστασης,
ξεθωριασμένες σημαίες
και γροθιές υψωμένες απρόθυμα,
και τα πλήθη στις πλατείες, στις ουρές
φαιδρά ριγμένα
σαν τα ζάρια μιας παρτίδας τάβλι,
μια Μεγάλη Παρασκευή
όμοια στον αναβρασμό
και τη σιωπή
και την αθωότητα
και τη μελαγχολία του αυτοκινήτου
που αργά διασχίζει τον άδειο δρόμο,
τη μελαγχολία του μοναχικού διαβάτη
που βαδίζει στην πένθιμη πορεία
για τον Επιτάφιο ή την Ανάσταση.
*
REVOLUTION
Dieser Juli
hatte etwas von der roten Farbe
und vom faulen Geschmack
einer verspäteten Revolution,
ausgebleichte Flaggen
und mit Unlust erhobene Fäuste,
und die Menschen auf den Plätzen, an den Reihen
lächerlich hingeworfen,
wie die Würfel eines Backgammonspieles,
ein Karfreitag
gleich des Aufruhrs
und der Stille
und der Unschuld
und der Melancholie des Wagens
der langsam die leere Straße überquert,
der Melancholie des einsamen Passanten
der dem Trauermarsch folgt
des Epitaphen oder der Auferstehung.
***********************************************************************************
Η Χρυσάνθη Ιακώβου έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (Αχ-έρων, Εκδόσεις Βακχικόν 2013, Τεθλασμένοι χρόνοι, Εκδόσεις Βακχικόν 2017, Lacrimosa, Εκδόσεις Βακχικόν 2021) και έχει συμμετάσχει με ποιήματα και διηγήματα σε συλλογικές εκδόσεις. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, στα οποία δημοσιεύει κριτικές βιβλίων και συνεντεύξεις με συγγραφείς, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί σε διάφορες ιστοσελίδες για θέματα που αφορούν τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Έχει ασχοληθεί με το ραδιόφωνο και έχει παρουσιάσει εκπομπές σχετικές με το βιβλίο και το σινεμά. Έχει πάρει μέρος σε εκδηλώσεις και δράσεις πολιτιστικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις βιβλίων. Παράλληλα, ασχολείται με τη φωτογραφία. Διατηρεί την προσωπική ιστοσελίδα www.chrisanthiiakovou.gr