Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα / 1940
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον η ροδοστάλαχτη αυγή / 1943
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον
η ροδοστάλαχτη αυγή
Κι η ίδια η παντοτινή φωνή θα με παρηγορήσει:
– Είσαι το πλάσμα το ξεχωριστό!
ο εκλεκτός των σεβάσμιων ουρανών!
Στη δοκιμασία τη φριχτή μέσα πάντα ζεις
Ενάντια στην αλήθεια της ζωής μόνος παλεύεις
κι ενάντια στο νόμο της πούν’ η αγάπη.
*
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον / 1941
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
για πάντα
λες και μας ρούφηξε η νύχτα
σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα.
Ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
κι εγώ μπροστά σου
ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
απ’ της νιότης το κόκκινο ρόδο
και την καρδιά μας δε μάρανε
των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Δε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σε φιλήσω όπως πάντα
ούτε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σ’ οδηγήσω στο πράσινο δάσος
και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
και να σου πω το παραμύθι εκείνο
που κείνη και κείνος
ενώνονται υμνώντας τη χαρά.
Μόνο -θα ‘ναι δείλι σαν θα ΄ρθω
στη μελαγχολική την ησυχία
θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
και θα πει
“αγαπημένη αντίο”
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
μες στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσεις από μπρος μου
ως σβηούνται οι μορφές
που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
των ονείρων μας με το φως
της ημέρας
Και τώρα ας χωριστούμε
γλυκειά μου αγαπημένη
τώρα που ‘σαι για με μεγάλη
κι εγώ μεγάλος για σένα.
Τώρα που ‘μαστε αντικρύ
σα δυο φωτιές που καίνε
κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
μαυροφόρα κι ανάγκη.
Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Το όνειρό μου η ζωή μου
θα πετάξει και θα ‘ρθει
η νυχτιά της ημέρας
και κοιτώντας τ’ αστέρια
μ’ ενωμένα τα χέρια
θε να πούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό:
“Η Δυάδα η Τριάδα
Εκείνος κι εκείνη!
Γελάτε αστέρια
Χαρείτε ουρανοί!
Εγώ ‘μαι ο κόσμος
η αρχή και το τέλος!
Φιλιά στα φιλιά
κι όρκοι στους όρκους….
Ζωή μου πού είσαι;
Τ’ όνειρό μου η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε η νύχτα
της ημέρας.
Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θε να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου.
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω “σ’ αγαπώ”.
Τρίπολη, 1941
*
Ερωτικό τραγούδι / 1946
Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
κρεμασμένο στο παράθυρό σου.
Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες
μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη
το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται
από μια φλόγα ευδαιμονίας.
(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα
κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια
κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες
ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της
ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)
Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις
τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο
πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο
το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε
τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε
χαρά !
*
Διότι δεν συνεμορφώθην… / 1970
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα
τον γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Ωρωπός 1969-1970
*
Νεκρή Εποχή / 1973
1
Η μεγάλη λεωφόρος η μεγάλη λεωφόρος
γεμάτη χορτάτους απαστράπτουσα
δεξιά τα λεωφορεία αριστερά οι πεζοί
οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα
και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών
οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο
παγωτά πασατέμπο προφυλακτικά
εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή
“Κατάστημα Υποδημάτων”
σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας
ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο
κοιτάζοντας ίσως μέσα μου
και μη βρίσκοντας τίποτα
απολύτως τίποτα
ούτε φώτα ούτε βιτρίνες ούτε ρεκλάμες
ούτε ακόμα και υπονόμους
σκέφτηκα το μεγάλο λάθος
το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα
τη μεγάλη λεωφόρο τη μεγάλη λεωφόρο
το λεωφορείο τους καλούς τους σκύλους
και τους μελλοθάνατους.