Τhe Stolen Child

Where dips the rocky highland
Of Sleuth Wood in the lake,
There lies a leafy island
Where flapping herons wake
The drowsy water rats;
There we’ve hid our faery vats,
Full of berrys
And of reddest stolen cherries.
Come away, O human child!
To the waters and the wild
With a faery, hand in hand,
For the world’s more full of weeping than you can understand.

Where the wave of moonlight glosses
The dim gray sands with light,
Far off by furthest Rosses
We foot it all the night,
Weaving olden dances
Mingling hands and mingling glances
Till the moon has taken flight;
To and fro we leap
And chase the frothy bubbles,
While the world is full of troubles
And anxious in its sleep.
Come away, O human child!
To the waters and the wild
With a faery, hand in hand,
For the world’s more full of weeping than you can understand.

Where the wandering water gushes
From the hills above Glen-Car,
In pools among the rushes
That scarce could bathe a star,
We seek for slumbering trout
And whispering in their ears
Give them unquiet dreams;
Leaning softly out
From ferns that drop their tears
Over the young streams.
Come away, O human child!
To the waters and the wild
With a faery, hand in hand,
For the world’s more full of weeping than you can understand.

Away with us he’s going,
The solemn-eyed:
He’ll hear no more the lowing
Of the calves on the warm hillside
Or the kettle on the hob
Sing peace into his breast,
Or see the brown mice bob
Round and round the oatmeal chest.
For he comes, the human child,
To the waters and the wild
With a faery, hand in hand,
For the world’s more full of weeping than he can understand.

***

ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ

Εκεί που οι βράχοι οι στεριανοί
στη λίμνη μες γλιστράνε
είναι ένα ολόχλωρο νησί,
σαν φτερουγούν οι ερωδιοί
οι χαύνοι νεροποντικοί
τρομάζουν και ξυπνάνε·
εκεί νεραϊδοκάλαθα είν’ κρυμμένα
με μούρα κι αγριοκέρασα κλεμμένα.
Πάμε κει, παιδί του ανθρώπου!
Πλάσματα, νερά άλλου τόπου
μια νεράιδα σου τάζει!
Έχει ο κόσμος τόσο δάκρυ που ο νους σου δεν το βάζει.

Εκεί που η φεγγαρίσια αχλύ
την αμμουδιά ασημώνει,
σε μια άλλη όχθη, μακρινή,
η νύχτα μάς ενώνει,
παλιούς χορούς πλέκουμε εκεί,
σμίγουν ματιές και χέρια,
ώς να σβηστούν τ’ αστέρια·
κι ενώ απ’ τις έγνοιες δεν μπορεί
ο κόσμος σας να κοιμηθεί
μπρος πίσω εμείς πηδάμε,
το κύμα κυνηγάμε.
Πάμε κει, παιδί του ανθρώπου!
Πλάσματα, νερά άλλου τόπου
μια νεράιδα σου τάζει!
Έχει ο κόσμος τόσο δάκρυ που ο νους σου δεν το βάζει.

Εκεί ψηλά όπου ξεπηδούν
απ’ τις πλαγιές ρυάκια,
στις βούτες όπου όλα χωρούν
τα ουράνια τα φωτάκια,
για όνειρα ανήσυχα πολλά
δίνουμε ευχές ψιθυριστές
στις πέστροφες τις ασημιές·
κι όταν πια φεύγουμε απαλά
πίσω μας κλαιν τα βρύα
στα ρέματα τα κρύα.
Πάμε κει, παιδί του ανθρώπου!
Πλάσματα, νερά άλλου τόπου
μια νεράιδα σου τάζει!
Έχει ο κόσμος τόσο δάκρυ που ο νους σου δεν το βάζει.

Έρχεται, μ’ εμάς κινάει
κι έχει αγέλαστο το μάτι:
βόδι πια να μουγκανάει
δεν θ’ ακούει στης γης την πλάτη,
χύτρα στη φωτιά που βράζει
δεν θα του χαρίζει ειρήνη,
δεν θα δει άλλο να θηλάζει
ποντικάκι από λαγήνι.
Νά το το παιδί του ανθρώπου,
τώρα στα νερά άλλου τόπου
μια νεράιδα το μπάζει!
Έχει ο κόσμος τόσο δάκρυ που ο νους του δεν το βάζει.

(μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

***

***

Tα ποιήματα της νιότης του Yeats, γιομάτα από τοπία και μύθους της Ιρλανδίας, αγαπιούνται ακόμη περισσότερο στον τόπο του από τα όψιμα ποιήματά του, για τον ίδιο, ενδεχομένως, λόγο που αγαπιούνται κι από τους τραγουδοποιούς. Διαπνέονται από τις αρετές του κορυφαίου ποιητή, ενώ, ταυτόχρονα, καλλιεργούν το οικείο, όπως μόνο όποιος μιλά για κάτι πολύ δικό του, εσώτερο, μπορεί να καλλιεργήσει. Το “Kλεμμένο Παιδί”, εκτός από την McKennitt, έχει ωραιότατα μελοποιηθεί και παλαιότερα από τους Waterboys, σε μια περίοδο που η μπάντα, έχοντας χορτάσει από εμπορική επιτυχία, θέλησε να επικεντρωθεί στη θεραπεία της ψυχής.

ΔΜ

***